Η «αποχουντοποίηση» στο πανεπιστήµιο και το φοιτητικό κίνηµα

Ο τρόπος που η δικτατορία των συνταγµαταρχών τερµατίστηκε, µε µια εσωτερική κατάρρευση δηλαδή και όχι µε κάποια έξωθεν, αγωνιστική ανατροπή, δηµιούργησε ένα περιβάλλον µετάβασης στη ∆ηµοκρατία ιδιαίτερα ιδιόρρυθµο. Η «καρατόµηση» της ηγεσίας άφησε εν λειτουργία έναν µηχανισµό που επί επτά χρόνια είχε αποκτήσει µια κανονικότητα λειτουργίας. Παρότι δηλαδή τυπικά η χούντα δεν υπήρχε, το κράτος λειτουργούσε µε υπαλλήλους που την είχαν υπηρετήσει – πολλοί και µε µεγάλη προθυµία. Αυτή η ιδιότυπη δυαδική εξουσία έθετε και το ανάλογο άχθος υπέρβασής της. Ανάλογα µε το ιδιαίτερο τµήµα του κοινωνικού σχηµατισµού, η διαβόητη «αποχουντοποίηση» είχε να αντιµετωπίσει διαφορετικά διακυβεύµατα και κοινωνικά προτάγµατα.

Ο χώρος της Εκπαίδευσης, και δη της ανώτατης, παρουσιάζεται να έχει αυτοδίκαια ένα κεντρικό ενδιαφέρον. Βασικός λόγος προφανώς είναι το γεγονός ότι η µοναδική σοβαρή εκδήλωση µαζικής αντιδικτατορικής δράσης στα επτά χρόνια ζωής του δικτατορικού καθεστώτος ήταν αυτή του φοιτητικού κινήµατος, ξεκινώντας από τη Νοµική και καταλήγοντας στα γνωστά γεγονότα του Πολυτεχνείου, που, όχι τυχαία, συµβολοποιούν ακόµη σήµερα τον αντιδικτατορικό αγώνα. Μετά την πτώση της χούντας, ήρθε η ώρα για τη δεύτερη στιγµή στην εξέλιξη του κινήµατος: Εχοντας το ορόσηµο του Πολυτεχνείου στο ενεργητικό του, το κίνηµα θα διεκδικούσε ενεργά τον καθαρισµό του ακαδηµαϊκού περιβάλλοντος από τα χουντικά κατάλοιπα. Θα µπορούσε δηλαδή να εκδιπλώσει ένα πιο θετικό και «περιεχοµενικό» σχέδιο δράσης. Ταυτόχρονα, θα είχε την ωριµότητα της συνειδητοποίησης ότι η διαδικασία της «αποχουντοποίησης» θα ήταν µακρά και επώδυνη, συνειδητοποίησης που εκφράστηκε και στο γνωστό σύνθηµα «Ενα, δύο, τρία, πολλά Πολυτεχνεία, η χούντα δεν τελείωσε το ’73» (που το θυµηθήκαµε, τη δεύτερη φράση του τουλάχιστον, στην Ελλάδα των Μνηµονίων). Σύνθηµα που, παρά τις στρεβλώσεις της ερµηνείας του, διατηρεί ένα πολύ σηµαντικό νόηµα: αυτό που βλέπει τη µετάβαση όχι ως στιγµιαία (όπως κατά τη ∆ικαιοσύνη υπήρξε το έγκληµα των συνταγµαταρχών), αλλά ως µια διαρκή µάχη κυριαρχίας και ηγεµονίας – γνώση που το φοιτητικό και νεανικό κίνηµα απέκτησε στον δρόµο και στις πορείες.

 

Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και φρονηµατισµός Η άνοδος των πραξικοπηµατιών στην εξουσία το 1967 συνοδεύτηκε από ένα µπαράζ αναγκαστικών νόµων, που σκοπό είχαν τη ρύθµιση του συνόλου της κοινωνικής δραστηριότητας. Στον χώρο της Παιδείας, ο Α.Ν. 129/67 περί οργάνωσης και διοίκησης της Γενικής Εκπαίδευσης, που προωθήθηκε το καλοκαίρι του 1967, αποσκοπούσε στην άσκηση των µαθητών στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και στον φρονηµατισµό των µαθητών όλων των βαθµίδων της Εκπαίδευσης.

Στην ουσία, επρόκειτο για µια αντιµεταρρύθµιση, που σκοπό είχε την ακύρωση της εκπαιδευτικής µεταρρύθµισης που είχε φέρει η Ενωση Κέντρου το 1964. ∆ιατηρώντας, ωστόσο, τον δωρεάν χαρακτήρα της Εκπαίδευσης και επεκτείνοντάς τον για πρώτη φορά και στην ανώτατη, µέσω της καθιέρωσης του δωρεάν συγγράµµατος, η χούντα εξαπέλυσε ένα κύµα ελέγχου, που περιλάµβανε έναν συγκεντρωτισµό στον καθορισµό εκπαιδευτικών προγραµµάτων, στησίµατος σχολών και τµηµάτων και ελέγχου του διδασκόµενου περιεχοµένου. Το αυτοδιοίκητο των πανεπιστηµίων καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από ένα περίπλοκο πλέγµα νόµων, που καθιστούσαν τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας πάνω του ασφυκτικό. Το δωρεάν σύγγραµµα, δε, αναγκαστικό για τους φοιτητές, πρόσφερε ένα εργαλείο ελέγχου απείρως δραστικό και αποτελεσµατικό, ειδικά σε συνδυασµό µε το σύστηµα των εδρών: Ελέγχοντας σύγγραµµα και τον µόνο καθηγητή, το ακαδηµαϊκό περιβάλλον γινόταν σχεδόν αυτόµατα µονολιθικό, προστατευµένο από εύκολες ιδεολογικές απειλές. Το πνεύµα έρευνας και αµφισβήτησης καταστελλόταν και ο χώρος γινόταν απόλυτα ελεγχόµενος από την άνωθεν εξουσία. Με τον Α.Ν. 558/1968 περί του βοηθητικού διδακτικού προσωπικού των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, θα ετίθεντο µέχρι και ηθικά κριτήρια προσλήψεων, ενώ οι φοιτητές είχαν να λογοδοτούν στο αρµόδιο σπουδαστικό τµήµα της Ασφάλειας.

 

Μια  κάθαρση που έγινε;

Μετά την κατάρρευση της χούντας, το ισχυρό φοιτητικό κίνηµα πέτυχε να προχωρήσει εν τοις πράγµασι µια ισχυρότερη «αποχουντοποίηση» από ό,τι αλλού. Και εδώ ωστόσο οι ιδιαίτεροι παράγοντες που ήδη έχουµε δει κατέστησαν τη διαδικασία προβληµατική. Η υπόθεση της κάθαρσης των ΑΕΙ από τους χουντικούς διδάσκοντες πέρασε τελικά, έστω και µε κάποια καθυστέρηση, από το Ειδικό Πειθαρχικό Συµβούλιο, το οποίο ανέλαβε την εφαρµογή της Συντακτικής Πράξεως της 3ης/9/1974 «περί αποκαταστάσεως της νοµιµότητος εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύµατα» (ΦΕΚ 237) και απαρτίστηκε από τέσσερις συµβούλους της Επικρατείας και τέσσερις τακτικούς καθηγητές ΑΕΙ.

Η λογική µε την οποία λειτούργησε ωστόσο ήταν να ασχοληθεί µε τις πιο καθαρές και αδιαµφισβήτητες περιπτώσεις χουντικών, ενώ όπου µπορούσε έκανε τα στραβά µάτια. Κοινώς, τιµωρήθηκαν µόνο όσοι ήταν καταφανώς και δηµοσίως χουντικοί και δεν µπορούσαν να το καλύψουν. Ενδεικτικά είναι τα νούµερα: Με οριστική απόλυση τιµωρήθηκαν µόνο τριάντα οκτώ πανεπιστηµιακοί. Ολες οι άλλες τιµωρίες ήταν της προσωρινής απόλυσης και ποικίλλαν από δύο µήνες έως τρία έτη. Πολλές περιπτώσεις φιλοχουντικών και συνεργατών πέρασαν, έτσι, όχι µόνο απαρατήρητες, αλλά και νοµιµοποιηµένα πια ως καθαρές. Από αυτό κατέστη σαφές ότι η «αποχουντοποίηση», πέρα από την αποµάκρυνση των προσώπων, θα έπρεπε να έχει και θετική, παραγωγική πλευρά. Οπως το έθεσε ο Νίκος Πουλαντζάς σε άρθρο του στα «Νέα» της 8ης Σεπτεµβρίου του 1975: «Το πρόβληµα δεν είναι τόσο, π.χ., να εκδιωχθούν οι χουντικοί ή οι φιλοχουντικοί από τα πανεπιστήµια -µ’ όλο που κι αυτό είναι ένα πρόβληµα-, αλλά να µπούµε σε µια διαδικασία εκδηµοκρατισµού του πανεπιστηµίου. ∆ιότι, όταν έχεις έναν βοηθό ή έναν υφηγητή ο οποίος πρέπει να κάνει τον υποτακτικό του καθηγητή, για να µπορέσει κι αυτός να γίνει καθηγητής, ένας τέτοιος άνθρωπος, κι ο προοδευτικότερος να είναι στα είκοσί του χρόνια, στα σαράντα του µε µια οικογένεια και µε δύο παιδιά, αναπόφευκτα, µέσα  σ’ έναν τέτοιο µηχανισµό θ’ αλλάξει, θα γίνει, χωρίς κι ο ίδιος να το καταλάβει, σαν τον χουντικό καθηγητή του». Αυτός ο εκδηµοκρατισµός αποτέλεσε το αντικείµενο της πρώτης µεταπολιτευτικής εκπαιδευτικής µεταρρύθµισης, που φέρει το όνοµα των Τσάτσου-Ευρυγένη, καθώς έγινε σε δύο χρόνους. Πρώτος ξεκίνησε τη συζήτηση ο συνταγµατολόγος ∆ηµήτρης Τσάτσος. Ως υφυπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, συγκρότησε ήδη από τις 17 Αυγούστου του 1974 επιτροπή για τη σύνταξη Καταστατικού Χάρτη για τα ΑΕΙ. Στην επιτροπή συµµετείχαν διακεκριµένοι επιστήµονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Μεταξύ άλλων, ο Σάκης Καράγιωργας, ο Νίκος Πουλαντζάς, ο ∆ηµήτρης Μαρωνίτης και ο Νίκος Μουζέλης. Η επιτροπή δεν πρόλαβε να αποπερατώσει το έργο της, καθώς τόσο η προσπάθεια για επέκταση του διαλόγου όσο και οι εκλογές άλλαξαν τις συνθήκες. Ωστόσο, ο διάδοχος του Τσάτσου, ∆ηµήτρης Ευρυγένης, την ανασυγκρότησε, µε αποτέλεσµα να φτάσουµε σε ένα νοµοσχέδιο που φέρει το όνοµα και των δύο. Το νοµοσχέδιο κατήργησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την έδρα, κάνοντας τον Τοµέα βασική µονάδα οργάνωσης και κατανέµοντας επ’ αυτού την ιεραρχία των διδασκόντων. Η απελευθέρωση από την έδρα έθεσε τις βάσεις για την πολυφωνικότερη κίνηση των ιδεών. ∆εύτερο βασικό σηµείο ήταν η κατοχύρωση του πανεπιστηµιακού ασύλου, κατάκτηση εµφανής του φοιτητικού κινήµατος, που έφερε έντονο το ίχνος των γεγονότων του Πολυτεχνείου. Ουσιαστικά, έτσι επετεύχθησαν η αποαστυνοµικοποίηση του χώρου του πανεπιστηµίου και η κατοχύρωσή του ως χώρου ελεύθερης διακίνησης ιδεών. Τρίτο βασικό σηµείο του νοµοσχεδίου ήταν η καθιέρωση συλλογικών οργάνων διοίκησης, µε µέριµνα συµµετοχής όλου του προσωπικού τους και των φοιτητών, διά του φοιτητικού συλλόγου. Το αυτοδιοίκητο του πανεπιστηµίου το απέσπασε, έτσι, από τον κρατικό έλεγχο.

Βλέπουµε πως στον τοµέα της Παιδείας η «αποχουντοποίηση» προχώρησε συγκριτικά περισσότερο σε σχέση µε άλλους χώρους. Αφενός το ευρύ κλίµα αµφισβήτησης που ένα νεανικό κίνηµα µε πρόσφατες επιτυχίες είχε φέρει στο προσκήνιο, αφετέρου η συνεισφορά στην παραγωγή του εκπαιδευτικού νοµοσχεδίου νέων επιστηµόνων, µε βιωµένη την προωθηµένη εµπειρία των αντίστοιχων κινηµάτων του εξωτερικού, έθεσαν το θεωρητικό και τυπικό, έστω, πλαίσιο του εκδηµοκρατισµού. Με δεδοµένη αυτή την ώθηση, δεν είναι τυχαίο που ακόµα και η συντηρητική κυβέρνηση Καραµανλή ενέδωσε σε αυτή την εξέλιξη, αποδίδοντας την ιδεολογική ηγεµονία χάριν της εξουσίας. Το γεγονός ωστόσο ότι η τιµωρία των προσώπων που συνεργάστηκαν µε τη στρατιωτική δικτατορία υπήρξε «στενή» και εν πολλοίς προσχηµατική αντικατοπτρίζει και εδώ όλη την αντιφατικότητα και τη συνθετότητα της διαδικασίας µετάβασης στη ∆ηµοκρατία, που επέτρεψε σε ουκ ολίγους συνεργάτες της χούντας να επιβιώσουν και στο νέο καθεστώς.