Η οικογένεια των Σαούντ προσπαθεί να οικοδομήσει το δικό της κράτος στην Αραβική Χερσόνησο εδώ και δυόμισι αιώνες
Η Σαουδικη αραβια είναι κατά κυριολεξία «η Αραβία των Σαούντ». Πρόκειται για ένα κράτος ιδιόκτητο, μια πολιτική και εδαφική οντότητα, που την κατέχει και τη διοικεί μία οικογένεια.
Ιδρυτής του Οίκου των Σαούντ θεωρείται ο Σαούντ Ιμπν Μοχάμεντ Ιμπν Μούκριν, αν και ήταν ο γιος του, ο Μοχάμεντ Ιμπν Σαούντ, που πρώτος προσπάθησε να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο «κράτος» για την οικογένεια, στα μέσα του 18ου αιώνα. Εμίρης ενός αγροτικού συνοικισμού με το όνομα Ντιρίγια, κοντά στο σημερινό Ριάντ, ο Ιμπν Σαούντ έγινε αποδέκτης του αιτήματος ενός φυγά για προστασία. Ο φυγάς αυτός ήταν ο Μοχάμεντ Ιμπν Αμπντ αλ Ουαχάμπ και είχε διωχθεί από γειτονικές περιοχές του Νατζ (της ευρύτερης περιοχής της κεντρικής Αραβίας) για τις ακραίες θρησκευτικές ιδέες του. Στόχος των ιδεών του Αλ Ουαχάμπ, οι οποίες έγιναν γνωστές με τον όρο «ουαχαμπισμός», ήταν να απαλλάξει το Ισλάμ από αιρέσεις και πρακτικές που νόθευαν τον Λόγο του Προφήτη. Ο Ιμπν Σαούντ συμμάχησε με τον Αλ Ουαχάμπ και η θρησκευτική ιδεολογία που συνοικοδόμησαν έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος της σαουδικής επεκτατικότητας.
Τα εμιράτα της ντιρίγια και του νατζ
Το εμιράτο του Ιμπν Σαούντ ξεκίνησε να επεκτείνεται από το 1744 και έφτασε στο απόγειό του με την κατάκτηση της Μέκκας, το 1802. Η απώλεια της Μέκκας ήταν σημαντικό χτύπημα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που τότε κατείχε πολλά εδάφη της Αραβικής Χερσονήσου, συμπεριλαμβανομένου του Χεζάζ, δηλαδή της δυτικής περιοχής που βρίσκεται στα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας. Να επιλύσει το ζήτημα ανέλαβε ο Μοχάμεντ Αλι, πασάς της Αιγύπτου, ο οποίος το ανέθεσε στον γιο του, Ιμπραήμ, που είναι πολύ γνώριμος σε μας εξαιτίας της εκστρατείας του στην Πελοπόννησο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Ιμπραήμ εξολόθρευσε τα σαουδικά στρατεύματα, έφτασε στην Ντιρίγια, την πολιόρκησε, την κατέλαβε και την κατέστρεψε ολοσχερώς το 1818. Ο εμίρης Αμπντουλάχ μπιν Σαούντ, που βασίλευε από το 1814, αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τα επόμενα χρόνια υπήρξαν διάφορες ανεπιτυχείς προσπάθειες αναβίωσης της δύναμης του Οίκου των Σαούντ. Τελικά, το 1834, ο Τουρκί Μπιν Αμπντουλάχ Μπιν Μοχάμεντ πέτυχε να εκδιώξει τις αιγυπτιακές δυνάμεις από ένα τμήμα του Νατζ και εγκαθίδρυσε ως πρωτεύουσα του εμιράτου του το Ριάντ. Το εμιράτο του Νατζ, όπως έγινε γνωστό, επέδειξε πολύ μικρότερο επεκτατισμό από το προγενέστερο εμιράτο της Ντιρίγια και βρέθηκε για πολλά χρόνια σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους της οικογένειας. Εκμεταλλευόμενος τον εμφύλιο αυτόν, ένας μέχρι τότε υποτελής των Σαούντ, ο Αμπντουλάχ Ιμπν Ρασίντ, κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του Νατζ και εκδίωξε τον τελευταίο εμίρη των Σαούντ, τον Αμπντούλ Ραχμάν μπιν Φαϊζάλ, μετά τη μάχη της Μουλαΐντα, το 1891.
Από τη στρατιωτική νίκη στο πετρέλαιο
Η τρίτη προσπάθεια -και επιτυχής μέχρι σήμερα των Σαούντ να εδραιωθούν στην Αραβική Χερσόνησο ξεκίνησε το 1902, όταν ο γιος του Μπιν Φαϊζάλ, ο Αμπντούλ Αζίζ αλ Σαούντ, με τη βοήθεια του εμίρη του Κουβέιτ, ανακατέλαβε το Ριάντ. Σε μια σειρά επεκτατικών πολέμων, που διήρκεσαν για τρεις δεκαετίες, κατόρθωσε να θέσει το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου υπό τον έλεγχό του. Καθοριστικές για την επιτυχία του υπήρξαν δύο συνθήκες: η πρώτη ήταν η ανοχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας που βρέθηκε σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο πλαίσιο του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου• και η δεύτερη, η Παναραβική Εξέγερση που ξέσπασε με την ενθάρρυνση των Βρετανών, με στόχο τη δημιουργία ενός αραβικού κράτους στα πρώην οθωμανικά εδάφη. Ελισσόμενος ανάμεσα σε όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές, ο Σαούντ ολοκλήρωσε την κατάκτηση του Νατζ το 1921 και του Χεζάζ το 1926. Μετά την κατάκτηση του Χεζάζ, τμήματα του σαουδικού στρατού επεδίωξαν την επέκταση του πολέμου, με στόχο τη διάδοση του ουαχαμπισμού στα βρετανικά προτεκτοράτα της Υπεριορδανίας, του Ιράκ και του Κουβέιτ. Μη έχοντας καμία επιθυμία να προκαλέσει τους Βρετανούς, την ανοχή των οποίων απολάμβανε, ο Σαούντ στράφηκε εναντίον των υπερφιλόδοξων αυτών τμημάτων του στρατού του και το 1929 τα νίκησε οριστικά, σκοτώνοντας τους αρχηγούς τους. Το 1932 τα εμιράτα του Νατζ και του Χεζάζ ενώθηκαν, σχηματίζοντας το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας.
Η νίκη των Σαούντ δημιούργησε επιτέλους το βασίλειο που ονειρεύονταν, ήταν όμως ένα φτωχό βασίλειο, σε μια έκταση που το μεγαλύτερο μέρος της ήταν έρημος, με οικονομική βάση μια περιορισμένη αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή. Το 1938, ωστόσο, στα παράλια του Περσικού Κόλπου ανακαλύφθηκαν τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου. Μέσα σε λίγα χρόνια η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων, υπό την αμερικανικών συμφερόντων εταιρεία Aramco, άρχισε να γεννά αμύθητο πλούτο για το νεόκοπο βασίλειο. Τις επόμενες δεκαετίες η Σαουδική Αραβία αύξανε ολοένα το ποσοστό της στην εταιρεία, έως ότου εξαγόρασε ολοκληρωτικά τους Αμερικανούς το 1980. Το 1976 έγινε η πρώτη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο και σήμερα είναι δεύτερη, μετά τη Ρωσία.
Για ένα κράτος του οποίου η ίδρυση βασίστηκε στην κάθαρση του Ισλάμ από τις αιρέσεις του και στην πιο επιθετική μορφή ισλαμικού φονταμενταλισμού, η Σαουδική Αραβία και ιδιαιτέρως η οικογένεια των Σαούντ γίνονται στόχος ενός τεράστιου μίσους από τους κόλπους των πιο ορθόδοξων ισλαμικών κοινοτήτων και βέβαια των εξτρεμιστών. Από τη μία ο πλούτος της χώρας και οι εξοπλιστικές της δαπάνες την έχουν φέρει σε σημείο να αποτελεί υπολογίσιμο γεωπολιτικό «παίκτη» στην περιοχή. Από την άλλη, αυτός ο πλούτος έχει δημιουργήσει την εικόνα της ασυδοσίας και της διαφθοράς. Παρά την εισαγωγή περιορισμένων «μεταρρυθμίσεων» από τη δεκαετία του 1990 και μετά, η προσέγγιση της οικογένειας Σαούντ απέναντι στην ολοένα εντεινόμενη κριτική στον αραβικό κόσμο ήταν η υπεράσπιση του status quo. Στον αντίποδα, οι τελευταίες δεκαετίες έχουν δει τόσο την αύξηση πολιτικών και οικονομικών διεκδικήσεων από τον πληθυσμό, με μέχρι πρότινος ανήκουστες διαδηλώσεις, όσο και σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων από ισλαμιστές εξτρεμιστές.