Από τη μεταπολίτευση και μετά, οι αμυντικοί εξοπλισμοί μπαίνουν εμφατικά στη δημοσιότητα. Τα νωπά τραύματα από τα γεγονότα της Κύπρου και η εντεινόμενη πρόσδεση στο ΝΑΤΟ, λόγω του φοβήτρου της Τουρκίας, θέτουν την Ελληνική Δημοκρατία στο κέντρο του ενδιαφέροντος από κράτη και εταιρείες που θέλουν να διευρύνουν τις πωλήσεις τους σε όπλα. Δημιουργείται, έτσι, ένα γαϊτανάκι ανάμεσα σε πολιτικά πρόσωπα, εταιρείες κατασκευής και τους μεσάζοντές τους, που χαρακτηρίζεται από μείζονα βαθμό αδιαφάνειας και μειωμένου δημοκρατικού ελέγχου.
Ήδη από την εποχή της «αγοράς του αιώνα», επί κυβέρνησης Αντρέα Παπανδρέου, ο άξονας γύρω από τον οποίο παίζεται το παιχνίδι των εξοπλισμών είναι αυτός των περίφημων «αντισταθμιστικών ωφελημάτων», των παράπλευρων δηλαδή δράσεων που θα επέτρεπαν, υποτίθεται, ένα μέρος των εξοπλιστικών δαπανών να επιστρέφει ως παραγωγικές επενδύσεις στη χώρα. Εκεί ανοίγεται το κυρίως πεδίο της ενεργητικής, αλλά και, συνήθως, παθητικής δωροδοκίας, που φέρνει το παιχνίδι των εξοπλισμών πολύ ψηλά στη λίστα με τις πιο επικερδείς δραστηριότητες της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων.
Χρυσή εποχή για τις αμυντικές δαπάνες είναι αυτή του «εκσυγχρονισμού», δηλαδή των κυβερνήσεων Σημίτη, όταν τα πενταετή εξοπλιστικά προγράμματα οδηγούν στον έντονο ανταγωνισμό των εταιρειών για την κατίσχυση. Το «σπάσιμο» των συμβάσεων σε μικρά πακέτα, που αποσυνδέουν τα μεγάλα από τα μικρά όπλα και τη συντήρηση από τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων, γεννάει δίκτυα παρεμβάσεων που έως σήμερα διατηρούνται ισχυρά και «παραγωγικά».
Με μερικές από τις υποθέσεις να έχουν διερευνηθεί δικαστικά, άλλες να πρόκειται να διερευνηθούν και άλλες να έχουν «θαφτεί», τα εξοπλιστικά είναι ένα θέμα που έχει ακόμα πολλά να παρουσιάσει – πόσω μάλλον όταν οι προσπάθειες για «αναζωπύρωση» του παιχνιδιού συνεχίζονται.