Πόσο εύκολα µπορούσε το ελληνικό πολιτικό σύστηµα να τιµωρήσει τους πραξικοπηµατίες που το ίδιο γέννησε;
«Το απόγευμα (της 21ης Απριλίου) ήρθε ένας ανώτερος αξιωµατικός, ντυµένος µε στολή εκστρατείας και έπαρση πολλή. (…) Σ’ εµάς ανήγγειλε τον σχηµατισµό κυβέρνησης, όπου ο ίδιος είναι υπουργός Εσωτερικών. Οταν έφυγε, ρώτησα τον Κ. Μητσοτάκη ποιος είναι αυτός. Μου είπε πως ήταν ο Στυλιανός Παττακός, διοικητής του Κέντρου Εκπαίδευσης των Αρµάτων Μάχης στο Γουδί. “Ποιος τον έβαλε σ’ αυτή τη θέση;”, τον ρωτώ. “Εµείς”, µου απαντά»1.
Μέχρι την έλευση της 21ης Απριλίου, πρόσωπα όπως ο Στυλιανός Παττακός έδρασαν στο παρασκήνιο της Ιστορίας. Ωστόσο, ο ταξίαρχος των τεθωρακισµένων και πρωτεργάτης της χούντας κέρδισε µια κάποια δηµοσιότητα από νωρίς, αµέσως µετά το τέλος της Κατοχής, όταν οι εφηµερίδες αφηγήθηκαν τα ανδραγαθήµατά του ως κρυπτογράφου για λογαριασµό της οργάνωσης «Οµηρος» υπό την ηγεσία του συνταγµατάρχη Επαµεινώνδα Τσέλλου αρχικά και του αντιστράτηγου Στυλιανού Κιτριλάκη αργότερα. Ο «Οµηρος» αποτελούσε µέρος του στρατιωτικού βραχίονα της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, που είχε αφοσιωθεί σε έναν διµέτωπο αγώνα σε αγαστή σύµπνοια µε τις συµµαχικές δυνάµεις, υπακούοντας στην ατζέντα του Τσουδερού και της Ιντέλιτζενς Σέρβις και εξαπολύοντας έναν ιδεολογικοπολιτικό αγώνα υπέρ της εθνικοφροσύνης και κατά του κοµµουνισµού. Χαρακτηριστικό είναι ότι αργότερα, το 1952, σε Εκθεση ∆ράσης για την αναγνώριση της αντιστασιακής δραστηριότητας της «Ιεράς Ταξιαρχίας», νεολαιίστικης οργάνωσης που συνεργαζόταν µε τον «Οµηρο» (σε σηµείο να θεωρείται ηµι-επισήµως οργάνωση της νεολαίας του), τα µέλη της διοικούσας επιτροπής έγραφαν για τη στρατηγική τους: «Η γραµµή της Ιεράς Ταξιαρχίας από της ιδρύσεώς της µέχρι της διαλύσεως αυτής υπήρξεν αψόγως Εθνική και απολύτως εξωκοµµατική, πιστή πάντοτε εις τας γενικάς οδηγίας και κατευθύνσεις του Συµµαχικού Στρατηγείου και της Ελευθέρας Κυβερνήσεως ή των εδώ αντιπροσώπων των. Η τήρησις της γραµµής αυτής έφερε την Ιεράν Ταξιαρχίαν πολλάκις αντιµέτωπον της αντεθνικής γραµµής του ΕΑΜ, πράγµα όπερ εστοίχισεν επιπροσθέτους διώξεις εις τα µέλη µας και προσέθεσεν εις τα εκ των Γερµανο-Ιταλών θύµατα τα εκ της κοµµουνιστικής διώξεως τοιαύτα. Τελικώς, η Ιερά Ταξιαρχία, τόσον εκ της Γερµανο-Ιταλικής διώξεως όσον και της Εαµικής έσχεν 8 νεκρούς, 5 τραυµατισθέντας και δεκάδας φυλακισθέντων και οµήρων». Οργανώσεις σαν τον «Οµηρο» και την «Ιερά Ταξιαρχία» άντλησαν πολλά από τα στελέχη τους από τις τάξεις του µεταξικού παρακράτους και, όταν τελείωσε η µακρά δεκαετία του ’40, τα µέλη τους απορροφήθηκαν είτε σε υψηλόβαθµα αξιώµατα των Ενόπλων ∆υνάµεων ή στα πόστα του πολιτικού συστήµατος που επωµίστηκε το µετεµφυλιακό κράτος. Οι διαδροµές των ηγετών του «Οµήρου» είναι ενδεικτικές αυτής της τάσης: ο Επαµεινώνδας Τσέλλος αποχώρησε από την οργάνωση για να διοριστεί υπουργός στην κατοχική κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, που µεσολάβησε µεταξύ Τσολάκογλου και Ράλλη, ενώ µεταπολεµικά διορίστηκε από τον «εθνάρχη» στη διοίκηση του ΟΤΕ και στα ηγετικά κλιµάκια της νεοσύστατης ΕΡΕ, προτού έρθει το απριλιανό πραξικόπηµα, που τον έκανε υπουργό Εµπορίου. Ο δε Στυλιανός Κιτριλάκης δεν είχε την τύχη να ζήσει τη χούντα, καθώς πέθανε το 1964, αλλά υπό τον Παπάγο έγινε αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, παρότι δεν ήταν ακόµα στρατηγός, ενώ υπό τον Κωνσταντίνο Καραµανλή απέκτησε µια θέση στη διοίκηση της ∆ΕΗ, ξεπληρώνοντας ίσως τα «γραµµάτια» για τη συµµετοχή του στη µάχη του Γράµµου, που οδήγησε στην ήττα του ∆ηµοκρατικού Στρατού.
Φορώντας την «Κόκκινη Προβιά» Τσέλλος και Κιτριλάκης είναι µόνο δύο από τα αµέτρητα παραδείγµατα προσώπων που διέπρεψαν από την εθνικοφροσύνη στη µετεµφυλιακή ∆εξιά και, στην περίπτωση του πρώτου, στη χούντα. Η εξαντλητική καταγραφή αυτών των περιπτώσεων θα ήταν πρακτικά αδύνατη. Το σίγουρο είναι ότι η πτώση της δικτατορίας, το 1974, σηµατοδότησε την αρχή του τέλους µιας µακράς περιόδου, όπου θεµέλιο του κράτους -µε τον Ψυχρό Πόλεµο πάντα στο φόντο- ήταν ο αντικοµµουνισµός. Οι µύδροι που εξαπέλυαν κατά της «κόκκινης απειλής» τόσο ο «εθνάρχης» όσο και ο «γέρος της ∆ηµοκρατίας» ελάχιστα απέχουν από τη ρητορική που υιοθέ- τησαν οι συνταγµατάρχες για να δικαιολογή- σουν το πραξικόπηµα. Με φόντο την «Κόκκινη Προβιά», το εγχώριο παράρτηµα της αµερικα- νικής επιχείρησης «Gladio», που είχε στόχο να αναχαιτίσει την έλευση του κοµµουνισµού, ο άνεµος έπνεε ούριος για τους πραξικοπηµατί- ες, οι οποίοι είχαν ήδη ευνοηθεί από τις προ- νοµιακές θέσεις τους στο µετεµφυλιακό κρά- τος, αλλά και από το δόγµα που κυριαρχούσε στις Ενοπλες ∆υνάµεις και το οποίο παραµένει στην ατζέντα της σκληρής ∆εξιάς µέχρι σήµερα. Η έµφαση που δίνει η «Ιερά Ταξιαρχία» παραπάνω στον «εξωκοµµατικό» χαρακτήρα της δεν είναι τυχαία. Θεµελιακή αντίληψη των στρατιωτικών από τη δεκαετία του ’40 και εντεύθεν είναι ότι πυρήνας της κοµµουνιστικής ατζέντας είναι η υπονόµευση του εθνικού φρονήµατος στις Ενοπλες ∆υνάµεις. Οταν χτίστηκε η υπόθεση ΑΣΠΙ∆Α τη δεκαετία του ’60, ο «κοµµουνιστικός κίνδυνος» περισσότερο υπονοούνταν, παρά λεγόταν ρητά από τον Γεώργιο Γρίβα και τους λοιπούς καταγγείλαντες. Η κατηγορία αφορούσε την πολιτικοποίηση του στρατεύµατος υπό τον υποτιθέµενο αρχισυνωµότη Ανδρέα Παπανδρέου και αποτελούσε κόκκινο πανί για το ακροδεξιό παρακράτος που είχε κυριαρχήσει στον στρατιωτικό µηχανισµό. Μέχρι σήµερα, κάθε φορά που υπάρχει κάποιος υπαινιγµός ότι θα παραχωρηθούν συνδικαλιστικές ελευθερίες στις Ενοπλες ∆υνάµεις, ξεσηκώνεται θύελλα στις τάξεις του Στρατού, κληροδοτώντας εδώ και οκτώ δεκαετίες ένα δόγµα κι ένα µοντέλο λειτουργίας στον Ελληνικό Στρατό το οποίο αποδεικνύεται ανθεκτικό απέναντι σε κάθε δηµοκρατική µεταρρύθµιση. Ηταν, άλλωστε, δύσκολο να ξεριζωθεί αυτό το καθεστώς µε την «Αλλαγή» του 1981, ύστερα από σαράντα και πλέον χρόνια ασυδοσίας. Οταν το 1951 ο Ι∆ΕΑ πραγµατοποίησε ένα πρωτοβουλιακό πραξικόπηµα υπέρ του στρατάρχη Παπάγου και κόντρα στη βούληση του ιδίου, αιχµή ήταν πάλι τάσεις πολιτικοποίησης στο στράτευµα, που θεωρούνταν προάγγελος της κοµµουνιστικής άλωσής του. Η δυνατότητα των στρατιωτικών να προβούν σε πραξικόπηµα και να το ανακαλέσουν, σαν να µη συνέβη τίποτα, µαρτυρά την αυτονοµία που είχε χαρίσει στις ακροδεξιές πτέρυγες των Ενόπλων ∆υνάµεων το µετεµφυλιακό κράτος, η οποία, παρά τις βεβαιώσεις περί του αντιθέτου, δεν «ξηλώθηκε» ποτέ. Αυτή η ευχέρεια βρήκε στον δρόµο της τις βλέψεις της αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής και πρόσωπα όπως τον πρόθυµο, αµερικανοσπουδαγµένο, πρώην ταγµατασφαλίτη Γιώργο Παπαδόπουλο και γέννησε τη δικτατορία.
Ξεριζώνοντας τσουκνίδες
Το 1974, η πτώση της χούντας επανέφερε τον Εθνάρχη στα πράγµατα. ∆ύο ηµέρες αφού ανέλαβε την ηγεσία της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, το Προεδρικό ∆ιάταγµα 519/1974 άνοιγε τις φυλακές. Παραµονές των πρώτων εκλογών της Γ’ Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, η συντακτική πράξη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας της 3ης/10/1974 αποσαφήνισε ότι αµνηστία για τους πρωταιτίους δεν υπάρχει και οι Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος, Λαδάς και Ρουφογάλης συνελήφθησαν, ανοίγοντας τον δρόµο για τη νίκη της Νέας ∆ηµοκρατίας. Λίγες ηµέρες πριν, το δίληµµα «Καραµανλής ή τανκς» είχε αρχίσει να κυριαρχεί στα ελληνικά Μέσα. Ο Καραµανλής δοκίµασε µια τοµή µε το µετεµφυλιακό κράτος. Η κατάργηση των εµφυλιακών νόµων, η νοµιµοποίηση της κοµµουνιστικής Αριστεράς και το δηµοψήφισµα για τη βασιλεία όρισαν το πλαίσιο µιας τοµής που κατέστησε µη αντιστρέψιµη θεσµικά τη µετάβαση. Οµως, παρέµεινε δέσµιος του δικού του οράµατος για µια «θωρακισµένη» κοινοβουλευτική ∆ηµοκρατία, όπως την είχε αρθρώσει στη σύγκρουσή του µε το Παλάτι το 1963, που όµως δεν αναλογούσε στο αίτηµα ριζοσπαστικού εκδηµοκρατισµού που διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία και θα εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ. Αντίστοιχα, ενώ ήταν αυτός που έκανε µεγάλες εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων, η πολιτική στις εργασιακές σχέσεις νοµιµοποιούσε την εργοδοτική αυθαιρεσία, πυροδοτώντας µεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις.
Ο Καραµανλής αντιµετώπισε το διπλό πρόβληµα της «συνέχειας του κράτους» και της «συνέχειας της ∆εξιάς». Το κρατικό, αστυνοµικό και στρατιωτικό προσωπικό που στελέχωσε τους µηχανισµούς της χούντας ήταν πολύ εκτεταµένο για να µπορεί εύκολα να εκκαθαριστεί. Εµφανιζόµενη η χούντα ως κληρονόµος της αντικοµµουνιστικής ∆εξιάς, είχε τη στήριξη δεξιών πολιτικών, έστω και εάν αυτοί δεν ενστερνίζονταν τη χουντική ιδεολογία. Ο Καραµανλής επέλεξε ένα µέρος τους να το ενσωµατώσει στη Ν.∆. τόσο εξαρχής, κάτι που του επέτρεψε στις εκλογές του 1974 να µειώσει σηµαντικά τα ποσοστά της Ακροδεξιάς, όσο και το 1978, µε την αµφίπλευρη διεύρυνση και προς το Κέντρο και προς την Ακροδεξιά. Εκείνη την περίοδο, ακροδεξιές οργανώσεις, εκµεταλλευόµενες και δεσµούς µε τµήµατα του ελληνικού «βαθέος κράτους», δοκίµασαν τον δρόµο της τροµοκρατικής δράσης. Εκατοντάδες βοµβιστικές επιθέσεις σηµειώθηκαν την πρώτη επταετία της Μεταπολίτευσης, κατά µαζικών στόχων (όπως εµπορικών καταστηµάτων ή κινηµατογράφων), αδιαφορώντας για τις συνέπειες και µετρώντας δεκάδες θύµατα. Η βόµβα στον κινηµατογράφο «Ελλη» το 1978, που τραυµάτισε 18 ανθρώπους, ένας εκ των οποίων έχασε τα πόδια του, αποτέλεσε µέρος µιας σειράς βοµβιστικών ενεργειών και ήταν αυτή που οδήγησε τότε τον Νίκο Μιχαλολιάκο για πρώτη φορά στη φυλακή – αφού πρώτα η κατηγορία περί κακουργήµατος είχε µετατραπεί σε πληµµέληµα. Το εναρκτήριο λάκτισµα για την ακροδεξιά τροµοκρατία είχε δώσει η τελευταία µεγάλη αναλαµπή των χουντικών: το περιβόητο «Πραξικόπηµα της Πιτζάµας» από στελέχη του κύκλου του Ιωαννίδη, που τον Φεβρουάριο του 1975 επιχείρησαν ανεπιτυχώς να ρίξουν τον Καραµανλή και να άρουν για µία εισέτι φορά τη ∆ηµοκρατία. Το 2013, ο πρωτεργάτης του αποτυχηµένου αυτού πραξικοπήµατος, Παρασκευάς Μπόλαρης, χωρίς να έχει εκτίσει ούτε µία µέρα της ποινής του, παρευρέθηκε στο ξενοδοχείο «President», σε εκδήλωση νοσταλγών της χούντας. Την ίδια περίοδο, στην κηδεία του έτερου πρωταγωνιστή του «Πραξικοπήµατος της Πιτζάµας», Νίκου Ντερτιλή, του δολοφόνου του 20χρονου Μ. Μυρογιάννη, κατά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, παρευρέθηκαν διάφορα στελέχη της Ακροδεξιάς – κάποια εκ των οποίων έφεραν πλέον την ιδιότητα του βουλευτή.
___
1. Μανώλης Γλέζος, «Οι πρώτες µέρες: Μαρτυρίες», Αρχειοτάξιο, τ. 8, 2006.