Στις 29 Ιουνίου του 2014, το «Ισλαμικό Κράτος» αυτοανακηρύχθηκε χαλιφάτο, με τον Αμπού Μπακρ Αλ Μπαγκντάντι ως χαλίφη όλων των μουσουλμάνων. Ως χαλιφάτο, διακηρύσσει ότι εκπροσωπεί, δεσμεύει και έχει θρησκευτική, πολιτική και στρατιωτική εξουσία πάνω σε όλους τους μουσουλμάνους της Γης

Ανάμεσα στα πολλά τέρατα που έχει κληροδοτήσει στη διεθνή γεωπολιτική -και όχι μόνο- η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, ίσως το πιο φρικαλέο είναι το «Ισλαμικό Κράτος». Ήταν αυτή η εισβολή και η εξέγερση που προκάλεσε που αποτέλεσαν την καταλυτική ζύμωση ώστε πρώτα να κυοφορηθεί και ύστερα να αποσπαστεί από τους κόλπους της «Αλ Κάιντα», της τρομοκρατικής οργάνωσης με αρχηγό τον Οσάμα μπιν Λάντεν, ένας νέος τύπος ισλαμιστικού εξτρεμισμού, που πλέον θα διεκδικούσε επιθετικά όχι μόνο την εδαφική του έκφραση στα ιστορικά εδάφη των αραβικών αυτοκρατοριών, αλλά και την πολιτική εκπροσώπηση των όπου Γης μουσουλμάνων. Όσο και αν αυτές οι διεκδικήσεις του δεν έχουν ευοδωθεί παρά μόνο σε πολύ μικρό βαθμό και όσο κι αν, βέβαια, η συντριπτική πλειονότητα των μουσουλμάνων σε όλον τον κόσμο απορρίπτει μετά βδελυγμίας τις ιδέες και τις πρακτικές του «Ισλαμικού Κράτους», δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς έστω κι έναν τέτοιο βαθμό επικράτησης, όταν ο Αμπού Μουσάμπ  Αλ Ζαρκάουι ίδρυσε, το 1999, ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης κοντά στο Χεράτ του Αφγανιστάν.

Μια μικρή χρηματοδότηση

Δεν είναι γνωστά πολλά στοιχεία για τον Αλ Ζαρκάουι. Γεννημένος στην Ιορδανία, από ό,τι φαίνεται βρέθηκε στο Αφγανιστάν και προσπάθησε να ενταχθεί στους μουτζαχεντίν, πάνω στο τελείωμα του πολέμου με την ΕΣΣΔ, κατά την απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων, το 1989. Από εκείνη την περίοδο χρονολογείται και η γνωριμία του με τον Οσάμα μπιν Λάντεν. Η φήμη του, σύμφωνα με κάποιες πηγές, ήταν κακή, καθώς λεγόταν ότι είχε φυλακιστεί ως μικροεγκληματίας. Δεν πολέμησε στο Αφγανιστάν, αλλά επέστρεψε στην Ιορδανία, όπου συμμετείχε στην ίδρυση μιας μικρής τοπικής εξτρεμιστικής οργάνωσης. Οταν οι ιορδανικές Αρχές ανακάλυψαν όπλα και εκρηκτικά στο σπίτι του, φυλακίστηκε για επτά χρόνια, από το 1992 έως το 1998, και αποφυλακίστηκε με τη γενική αμνηστία που παραχώρησε ο βασιλιάς Αμπντάλα. Σύμφωνα με τις ιορδανικές Αρχές, στη συνέχεια αναμίχθηκε στη διοργάνωση βομβιστικής επίθεσης στο Αμμάν, η οποία όμως ανακαλύφθηκε προτού εκτελεστεί, και έτσι διέφυγε αρχικά στο Πακιστάν και ύστερα στο Αφγανιστάν, όπου ξαναβρήκε την επαφή με τον Οσάμα μπιν Λάντεν και άλλα στελέχη της «Αλ Κάιντα» και τους έπεισε να χρηματοδοτήσουν, με ένα μικρό σχετικά ποσό, το σχέδιό του για ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης. Ηταν, κατά πάσα πιθανότητα, αυτό το στρατόπεδο που στέγασε τη νεοϊδρυθείσα οργάνωση του Αλ Ζαρκάουι, την «Τζαμάτ αλ-Ταουχίντ γουαλ-Τζιχάντ» (Οργάνωση για τον Μονοθεϊσμό και την Τζιχάντ), στρατολογώντας αρχικά έναν πυρήνα Ιορδανών μαχητών. Μολονότι ο Αλ Ζαρκάουι πολέμησε στο πλευρό των Ταλιμπάν κατά την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, και μάλλον τραυματίστηκε εκεί, ήταν στο Ιράκ που κατέκτησε την έκτοτε τρομερή του φήμη, όταν μετά την αμερικανική εισβολή το 2003, η οργάνωσή του ξεκίνησε μια εκστρατεία βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας εναντίον των δυνάμεων εισβολής, ιρακινών εγκαταστάσεων και σιιτικών τζαμιών, με θύματα πολλούς αμάχους. Εκείνη την περίοδο, η «Τζαμάτ» ανανέωσε την «πίστη» της στην ηγεσία του Οσάμα μπιν Λάντεν, μετασχηματιζόμενη έτσι στον «επίσημο» βραχίονα της «Αλ Κάιντα» στο Ιράκ. Η «Αλ Κάιντα», διά στόματος του τότε υπαρχηγού της, Αϊμάν Αλ Ζαουαχίρι, ενθάρρυνε το ιρακινό παράρτημά της να διευρύνει τις δραστηριότητές του και ήταν αυτή πρώτη που έκανε λόγο για «χαλιφάτο», δηλαδή «ισλαμικό κράτος» με δικαιοδοσία πάνω σε όλους τους μουσουλμάνους.

 

Η παρ’ ολίγον κατάρρευση

Το 2006, ο Αλ Ζαρκάουι σκοτώθηκε σε αεροπορική επίθεση των ΗΠΑ. Στην ηγεσία της οργάνωσης τον διαδέχτηκε ο Αμπού Αγιούμπ Αλ Μάσρι. Λίγο αργότερα, την ίδια χρονιά, το Συμβούλιο Διαβούλευσης των Μουτζαχεντίν, μια ένωση πολλών τζιχαντιστικών ομάδων, με κυριότερη την «Αλ Κάιντα» του Ιράκ, διακήρυξε την ίδρυση του «Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ». Εμίρης του ανακηρύχθηκε ο Αμπού Ομάρ Αλ Μπαγκντάντι -προκάτοχος του σημερινού ηγέτη, Αμπού Μπακρ Αλ Μπαγκντάντι-, με τον Αλ Μάσρι υπουργό Πολέμου.

Το «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ» συνέχισε να βρίσκεται στην αιχμή της εξέγερσης εναντίον των αμερικανικών στρατευμάτων και της σιιτικής κυβέρνησης, κατορθώνοντας να έχει σημαντική υποστήριξη στις σουνιτικές περιοχές και γενικά στη σουνιτική πλειοψηφία – μολονότι σε καμία περίπτωση ολοκληρωτική. Απεναντίας, όχι μόνο οι σιιίτες, ως τα άμεσα θύματα, αλλά και πολλοί σουνίτες απέρριπταν τόσο τις εξαιρετικά βίαιες τακτικές, με τις εκατόμβες των άμαχων θυμάτων, όσο και τον ακραίο θρησκευτικό φανατισμό του.

Το 2006-2007, το «Ισλαμικό Κράτος» κινδύνευσε σοβαρά, καθώς βρέθηκε αντιμέτωπο, την ίδια στιγμή, με μια σουνιτική εξέγερση εναντίον του και με μια τεράστια αντεπίθεση των αμερικανικών στρατευμάτων. Τα επόμενα τρία χρόνια, η οργάνωση έχασε, είτε από θάνατο σε μάχη είτε από αιχμαλωσία, δεκάδες υψηλά στελέχη της, ανάμεσά τους και τους δύο ανώτατους αρχηγούς της, τον Αμπού Ομάρ Αλ Μπαγκντάντι και τον Αλ Μάσρι, που σκοτώθηκαν σε επιχείρηση των αμερικανο-ιρακινών δυνάμεων κοντά στο Τικρίτ. Οι λόγοι που το «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ» κατόρθωσε να ανακάμψει μετά από αυτά τα χτυπήματα ήταν κυρίως τρεις: Πρώτον, η σταδιακή απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων μετά την επιτυχία της αντεπίθεσης, απόσυρση που ολοκληρώθηκε το 2011. Δεύτερον, η ανακήρυξη στην ηγεσία ενός νέου, ηγέτη, του Αμπού Μπακρ Αλ Μπαγκντάντι. Τρίτον, η σταδιακή αντικατάσταση των ξένων μαχητών στις τάξεις της οργάνωσης με Ιρακινούς, την οποία ο νέος ηγέτης ενέτεινε, στρατολογώντας αφειδώς στελέχη από τις Ενοπλες Δυνάμεις και τις υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας που είχαν υπηρετήσει υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν. Ειδικά αυτός ο τελευταίος παράγοντας σήμανε πολλά: Το «Ισλαμικό Κράτος» για πρώτη φορά αποκτούσε μια πολύ ισχυρή εδραίωση στο έδαφος και ταυτόχρονα στελέχη με μεγάλη πείρα σε πραγματικές, μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις, κάτι που η «Αλ Κάιντα» ποτέ δεν είχε.

Ένα ατελέσφορο τελεσίγραφο

Με το ξέσπασμα της βίας στη Συρία, την άνοιξη του 2011, καθώς η σύγκρουση σταδιακά άρχισε να στρατιωτικοποιείται, το «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ» είχε ανάμειξη στη συγκρότηση των αντάρτικων ομάδων, που ξεκίνησαν να πολεμούν ενάντια στο καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ. Οταν, όμως, ο αρχηγός του προσπάθησε να θέσει όλες τις ομάδες υπό την ηγεμονία του, υπό την ονομασία «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Ανατολής», μέρος τους αντέδρασε: Ο ηγέτης του «Μετώπου Αλ Νούσρα», Αμπού Μοχάμεντ Αλ Τζουλάνι, αρνήθηκε να δράσει υπό τις διαταγές του Αμπού Μπακρ Αλ Μπαγκντάντι και μάλιστα είχε σε αυτή του την απόφαση την υποστήριξη του αρχηγού της «Αλ Κάιντα», Αϊμάν Αλ Ζαουαχίρι, διαδόχου του Οσάμα μπιν Λάντεν, το οποίο είχαν σκοτώσει στο μεταξύ οι αμερικανικές Ειδικές Δυνάμεις, το 2011.

Η διένεξη αυτή συνεχίστηκε, με τις δύο δυνάμεις να στρατολογούν παράλληλα και να διεξάγουν επιχειρήσεις, ωσότου ο Αλ Ζαουαχίρι διέταξε τη διάλυση του «Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και της Ανατολής» και προέταξε την «Αλ Νούσρα» ως επικεφαλής όλων των τζιχαντιστικών δυνάμεων στη Συρία. Ο Αλ Μπαγκντάντι απέρριψε το τελεσίγραφο και, λίγους μήνες αργότερα, η «Αλ Κάιντα» ανακοίνωσε ότι διακόπτει κάθε δεσμό με το «Ισλαμικό Κράτος». Στις 29 Ιουνίου του 2014, το «Ισλαμικό Κράτος» αυτοανακηρύχθηκε «Χαλιφάτο», με τον Αλ Μπαγκντάντι ως χαλίφη όλων των μουσουλμάνων. Ως «Χαλιφάτο», διακηρύσσει ότι εκπροσωπεί, δεσμεύει και έχει θρησκευτική, πολιτική και στρατιωτική εξουσία πάνω σε όλους τους μουσουλμάνους της Γης. Ο ισχυρισμός αυτός έχει απορριφθεί και χλευαστεί από πληθώρα μουσουλμάνων ηγετών σε όλο τον κόσμο.