Με πρωτεργάτες φιγούρες της ανανεωτικής Αριστεράς, όπως ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς και ο Νίκος Μουζέλης, αλλά και περιοδικά όπως ο «Πολίτης», πολλοί συνεργάτες του οποίου από εκείνη την εποχή µεταπήδησαν στη σοσιαλδηµοκρατία, η δηµοσιότητα κατακλύστηκε από το ερώτηµα για τα όρια του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισµού και για την προοπτική του Τρίτου ∆ρόµου
Η κεντροαριστεροποίηση της Αριστεράς την εποχή της ήττας
Το τέλος του, κατά τον Ερικ Χοµπσµπάουµ, «σύντοµου εικοστού αιώνα», που σηµατοδότησε αφενός η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989, και αφετέρου η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης το 1991, βύθισε την ελληνική Αριστερά σε ακόµα µεγαλύτερη υπαρξιακή κρίση από ό,τι την είχε βυθίσει η παντοδυναµία του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980. Η κατάρρευση του αντίπαλου στον καπιταλισµό δέους, ακόµα κι αν αυτό το δέος ήταν πολλαπλά προβληµατικό, ενθάρρυνε ακόµα περισσότερο τη σύγκλιση της Αριστεράς µε το Κέντρο, σε µια κατεύθυνση εντέλει απλώς της διεκδίκησης της φιλελευθεροποίησης (µε την κλασική πολιτική έννοια) ενός καθεστώτος που πια έµοιαζε ανίκητο. Σε συνθήκες «Τέλους της Ιστορίας», η Αριστερά έµελλε να ακολουθήσει την ουρά των γεγονότων, έναν δρόµο που, αν µη τι άλλο, είχε και ως παράπλευρη απώλεια (ή µήπως ωφέλεια;) τη σύγκλιση µε την εξουσία, πέραν της όποιας ιδεολογικής ηγεµονίας.
Ο Συνασπισµός της Αριστεράς και της Προόδου
Ο Συνασπισµός της Αριστεράς, των Κινηµάτων και της Οικολογίας (Συνασπισµός ή ΣΥΝ) ιδρύθηκε το 1989 ως εκλογική συµµαχία κυρίως του ΚΚΕ και της ΕΑΡ (µετεξέλιξης του ΚΚΕ εσωτερικού), αλλά και άλλων µικρότερων κοµµάτων του κεντροαριστερού χώρου. Το 1991 αποφασίστηκαν η µετεξέλιξή του σε ενιαίο κόµµα και η διάλυση των µέχρι τότε συνιστωσών που τον αποτελούσαν. Το ζήτηµα τέθηκε στο 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ, όπου η νεοσυσταθείσα Κεντρική Επιτροπή του κόµµατος το απέρριψε µε διαφορά δύο ψήφων, µε αποτέλεσµα την αποχώρηση µεγάλης µερίδας στελεχών του ΚΚΕ, που εντάχθηκαν στον ενιαίο πλέον Συνασπισµό.
Από την αρχή ο Συνασπισµός δηµιουργήθηκε ως κόµµα προορισµένο να λάβει µέρος στην εξουσία. Στο ζενίθ του «βρώµικου ’89» και της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ εν µέσω σκανδάλων, ο Συνασπισµός -µετά τις εκλογές του 1989, όταν τερµάτισε τρίτος-, συνεργάστηκε κυβερνητικά µε τη Νέα ∆ηµοκρατία. Με µόνο όρο να µην τοποθετηθεί πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αλλά στη θέση του ο Τζαννής Τζαννετάκης. Ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, ο Φώτης Κουβέλης και ο Γεώργιος Μυλωνάς συµµετείχαν ως υπουργοί στην κυβέρνηση. Στις εκλογές του Νοεµβρίου, τα ποσοστά του Συνασπισµού έπεσαν λιγάκι, αλλά το κόµµα συµµετείχε πάλι στην κυβέρνηση, αυτή τη φορά οικουµενική, µε δύο συµµετοχές: τον Γεώργιο Μυλωνά και πάλι και τον Γρηγόρη Γιάνναρο. Μετά την εκλογική αναµέτρηση του 1990, πρόεδρος του κόµµατος τοποθετήθηκε η Μαρία ∆αµανάκη, µε την κοινή γνώµη των Φλωράκη και Κύρκου. Η διάσπαση του 1991 επέφερε και την ανάλογη πτώση της εκλογικής απήχησης του κόµµατος. Ετσι, στις εκλογές του 1993 το κόµµα δεν µπήκε καν στη Βουλή. Η Μαρία ∆αµανάκη παραιτήθηκε και τη διαδέχθηκε ο Νίκος Κωνσταντόπουλος.
Μάαστριχτ
Στο µεσοδιάστηµα, ο Συνασπισµός πήρε µια απόφαση που τον κατατρέχει έκτοτε, τοποθετώντας τον στις «συστηµικές» µονάδες του «ευρωµονόδροµου»: πρόκειται φυσικά για την απόφαση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του Συνασπισµού της Αριστεράς και της Προόδου για το Μάαστριχτ, µε ηµεροµηνία 18 Ιουλίου 1992. Εκεί το κόµµα αποφάσισε την υπερψήφιση της Συνθήκης. Ανάµεσα σε άλλα, διαβάζουµε: «Η Συνθήκη του Μάαστριχτ θεσµοθετεί την Ευρωπαϊκή Ενωση, καθιερώνει την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, ενισχύει τις αρµοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διευρύνει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα µε την Οικονοµική και Νοµισµατική Ενωση, προβλέπει κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική για την ασφάλεια. Η Συνθήκη απέτρεψε την αποδιοργάνωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και έδωσε ισχυρή ώθηση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση». Αυτή η σταθερή γραµµή του Συνασπισµού στην ευρωπαϊκότητα και τη µετριοπάθεια απεκρύβη µόνο πρόσφατα, όταν στο µόρφωµα του ΣΥΡΙΖΑ ήρθαν να προστεθούν συνιστώσες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, επιτρέποντας έτσι ένα παλαντζάρισµα από τη βασική θέση, ανάλογα µε τα ρητορικά επίδικα της στιγµής.
Η σταθερή αυτοδιοικητική παρουσία
Αν τα εκλογικά ποσοστά του Συνασπισµού παρέµειναν όλη τη δεκαετία του 1990 στάσιµα και χαµηλά στην κεντρική πολιτική σκηνή, δεν συνέβη το ίδιο και στην Αυτοδιοίκηση. Η λογική συνεργασιών του κόµµατος στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά προς την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, όπου συστηµατικά οι υποψήφιοι που κατεβαίνουν µε κοινή στήριξη είναι πολυάριθµοι. Το 1990 τα νούµερα ήταν συντριπτικά: 117 δήµαρχοι εκλέχθηκαν µε κοινή υποστήριξη, ενώ παράλληλα άλλοι 16 είχαν την αποκλειστική στήριξη του Συνασπισµού. Στον ∆ήµο Αθηναίων και τα δύο κόµµατα στήριξαν την εµβληµατική υποψηφιότητα της Μελίνας Μερκούρη, η οποία ηττήθηκε από τον Αντώνη Τρίτση. Οµως, σε µια σειρά από πόλεις ΠΑΣΟΚ και ενιαίος Συνασπισµός είδαν τους δηµάρχους τους να θριαµβεύουν. Ο Στέλιος Λογοθέτης, µε την αίγλη του επιτυχηµένου αριστερού δηµάρχου στη Νίκαια, θριάµβευσε στον Πειραιά, κάτι που επανέλαβε το 1994, όµως στα τέλη της δεκαετίας του 1990 βρέθηκε αποκηρυγµένος από την Αριστερά και αντιµέτωπος µε µια πολύχρονη δικαστική περιπέτεια, συµπυκνώνοντας έτσι και τα όρια µιας ορισµένης σχέσης της Αριστεράς µε την άσκηση εξουσίας.
Το 1994 ήταν η πρώτη χρονιά που ο λαός κλήθηκε να εκλέξει απευθείας νοµάρχες και νοµαρχιακούς συµβούλους. Και εκεί ο Συνασπισµός κατάφερε να πετύχει υψηλή εκπροσώπηση, πολλαπλάσια µάλιστα των εκλογικών του αποτελεσµάτων στις βουλευτικές εκλογές. Ο λόγος απλός: Η συνέχιση της στενής συµµαχίας µε το ΠΑΣΟΚ, που «παρέσυρε» πολλά στελέχη του αριστερού κόµµατος στην εκλογή. Παρόµοια ήταν τα αποτελέσµατα και του 1998, µε τη διαφορά ότι η κοινή πορεία ΠΑΣΟΚ και Συνασπισµού ήταν κατά τι µικρότερη. Από τις αυτοδιοικητικές εκλογές συνάγεται ότι η πορεία της Αριστεράς δεν υπήρξε ανεξάρτητη από την πορεία του Κέντρου, και ότι η Αριστερά, τουλάχιστον στην ανανεωτική της πτέρυγα, διεκδίκησε µε αξιώσεις τη συµµετοχή στο πολιτικό σύστηµα, επιλέγοντας µια λογική συµµαχιών που προωθούσε τα στελέχη της σε ηγετικές θέσεις, θέσεις που η αυτόνοµη παρουσία της δεν θα µπορούσε να επιτύχει.
Οι πολυµήχανες «Σειρήνες»
Αν οι δηµοτικές εκλογές δηλώνουν την προσέγγιση της Αριστεράς της ανανέωσης µε το Κέντρο, η περίοδος που ακολούθησε την ανάδυση του Κώστα Σηµίτη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ σηµατοδότησε και το ιδεολογικό πλησίασµα προς αυτό που, µέσω της κολυµβήθρας του εκσυγχρονισµού, έγινε έκτοτε η Κεντροαριστερά. Βασικός πυρήνας είναι εδώ η απεµπόληση του ουσιαστικού που συνόδευε την ανανέωση: δηλαδή, του κοµµουνισµού. Η διπλή υπέρβαση, του κοµµουνισµού από τα αριστερά και ενός ήπιου κεϋνσιανισµού από το Κέντρο, οδήγησε στο υβρίδιο µιας ιδεολογικής αναζήτησης που αποπολιτικοποίησε τη σύγκρουση γύρω από το οικονοµικό, το οποίο µοιάζει αναπόδραστα πια φιλελεύθερο, και τη µετέφερε στη σφαίρα ενός αφηρηµένου ιδεολογικού σχήµατος. Με πρωτεργάτες φιγούρες της ανανεωτικής Αριστεράς, όπως ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς και ο Νίκος Μουζέλης, αλλά και περιοδικά όπως ο «Πολίτης», πολλοί συνεργάτες του οποίου από εκείνη την εποχή µεταπήδησαν στη σοσιαλδηµοκρατία, η δηµοσιότητα κατακλύστηκε από το ερώτηµα για τα όρια του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισµού και για την προοπτική του Τρίτου ∆ρόµου, µια ξεκάθαρη δηλαδή ηγεµόνευση της συζήτησης από το Κέντρο. Αλλά και µέσα στον ίδιο τον χώρο του Συνασπισµού, από ιστορικά στελέχη, όπως ο Λεωνίδας Κύρκος, αλλά και εκπροσώπους σηµαντικών τάσεων, όπως ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, το αίτηµα της πλήρους ρήξης µε την κοµµουνιστική παράδοση και της µετατόπισης σε ευρωπαϊκή, σοσιαλδηµοκρατική κατεύθυνση έµπαινε επιτακτικά.
Ετσι, παρατηρούµε το φαινόµενο µιας αθρόας εισροής στελεχών που προέρχονται από την ανανεωτική Αριστερά στον κρατικό µηχανισµό επί Κώστα Σηµίτη. Ο εκσυγχρονισµός πραγµατώθηκε όχι µόνο στο ιδεολογικό του κοµµάτι, αλλά και στο πρακτικό του, στα νοµοσχέδια, στα Κοινοτικά Πακέτα Στήριξης, στη διοίκηση του κράτους κ.λπ., σε µεγάλο βαθµό και από αριστερούς. Μην ξεχνάµε πως ένα κοµµάτι της ανανεωτικής Αριστεράς βρέθηκε ολόκληρο µέσα στο ΠΑΣΟΚ, µε πλέον αναγνωρίσιµη φυσιογνωµία τον Νίκο Μπίστη. Αλλοι πέρασαν, είδαν και σήµερα βρίσκονται πίσω στον ΣΥΡΙΖΑ. Η αθρόα αυτή προσέλευση έγινε δε και µε ένα βασικό γνώρισµα: τη µη απεµπόληση, ονοµαστικά τουλάχιστον, του αξιακού πλέγµατος της Αριστεράς. ∆ηλαδή, σε αντίθεση µε χώρες του εξωτερικού, όπου πρώην αριστεροί ανέρχονται σε υψηλές βαθµίδες πολιτικής και διοικητικής εξουσίας, αρνούµενοι την πρότερη ταυτότητά τους, εδώ αυτή ακριβώς η ταυτότητα προτάσσεται ως πλεονέκτηµα.
Ετσι, λοιπόν, από την αποδοχή του Μάαστριχτ στην ένθερµη συµµετοχή στην «καρδιά του κράτους», που θα συµβεί επί εκσυγχρονισµού, η Αριστερά, στην ανανεωτική της εκδοχή, διεκδίκησε τη δεκαετία του 1990 την ενεργή της συµµετοχή στην εξουσία, µε τη βαθιά πεποίθηση ότι παραµένει αριστερή, παρά την «κεντροαριστεροποίηση» που συνεπάγεται η οριστική πια απεµπόληση του κοµµουνιστικού προτάγµατος.