Το στράτευµα, αν και έπεσε στα μαλακά σε σχέση µε τον ρόλο του στη δικτατορία, αποδέχτηκε να µη διεκδικεί πλέον να «ρυθµίζει το πολίτευµα». ∆εν συνέβη το ίδιο µε την Αστυνομία…

«Ολίγοι άφρονες εκινήθησαν κατά τρόπον συνωµοτικόν. Η κυβέρνησις έλαβε και λαµβάνει τα αναγκαία µέτρα, µεταξύ των οποίων και το µέτρον της επιφυλακής». Αυτή ήταν η διαβεβαίωση που έδωσε στη Βουλή ο Παναγής Παπαληγούρας, υπουργός Συντονισµού της κυβέρνησης Καραµανλή, στις 24 Φεβρουαρίου 1975. Αιτία, η επιµονή της αντιπολίτευσης -και ιδίως του προέδρου της Ενωσης Κέντρου-Νέες ∆υνάµεις, Γεωργίου Μαύρου, και του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου- για «ενηµέρωση». Ενηµέρωση για τους λόγους για τους οποίους είχε τεθεί σε επιφυλακή το στράτευµα και ο πρωθυπουργός είχε σπεύσει να συναντήσει στο Πεντάγωνο τους αρχηγούς των Ενόπλων ∆υνάµεων.

Σήµερα, που µας χωρίζει πλέον τόσος καιρός από την αποκατάσταση της ∆ηµοκρατίας, είναι δύσκολο να φανταστούµε πόσο εύθραυστη την ένιωθαν οι άνθρωποι -πολίτες και πολιτικοίτους πρώτους µήνες της Μεταπολίτευσης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της µετάβασης από το δικτατορικό καθεστώς στη ∆ηµοκρατία, πρώτα µε την κυβέρνηση εθνικής ενότητας και ύστερα από τις εκλογές του Νοεµβρίου 1974, µε την κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας, οι φήµες οργίαζαν: Όλοι µιλούσαν για επικείµενο νέο πραξικόπηµα από «Ιωαννιδικούς» αξιωµατικούς. Από τους πολιτικούς, που είχαν τις πληροφορίες τους, έως τον υπουργό Εθνικής Αµυνας, Ευάγγελο Αβέρωφ, που είχε τις δικές του, και από τον κόσµο στον δρόµο και στα καφενεία έως το φοιτητικό κίνηµα. Και ήταν λογικό. Η εξουσία µπορεί να είχε παραδοθεί στους πολιτικούς, αλλά τη δικτατορία την είχε κάνει και στηρίξει το στράτευµα• και το στράτευµα παρέµενε το ίδιο.

 

Το κίνηµα του  Φεβρουαρίου

Ήδη από τον Αύγουστο του 1974, σε συνάντηση µε τον Αβέρωφ, τον υπουργό ∆ηµόσιας Τάξης, Σόλωνα Γκίκα, και τους επικεφαλής των Ενόπλων ∆υνάµεων, παρουσία του χουντικού Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, Φαίδωνα Γκιζίκη, που παρέµενε στη θέση του, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραµανλής είχε αναφερθεί στις πληροφορίες που είχε πως σχεδιαζόταν η σύλληψή του και είχε ζητήσει από τους στρατιωτικούς «να εξουδετερώσουν τα καρκινώµατα αυτά ή άλλως να παραιτηθούν».

Εως το τέλος του 1974 είχαν τεθεί σε διαθεσιµότητα µόλις λίγες δεκάδες αξιωµατικοί, µε πάρα πολλούς να παραµένουν στις θέσεις που είχαν επί χούντας• κάποιοι από τους πρωταίτιους του πραξικοπήµατος βρίσκονταν απλώς υπό περιορισµό, σε ξενοδοχείο στην Τζια, και διάφοροι χουντικοί, µεταξύ των οποίων ο ∆ηµήτρης Ιωαννίδης, ο Νίκος Ντερτιλής, ο Ευάγγελος Μάλλιος και ο Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ήταν ακόµη ελεύθεροι. Ηταν κάποιοι από αυτούς που αποφάσισαν να δράσουν στις 24 Φεβρουαρίου του 1975 – κι έστειλαν τον Καραµανλή εσπευσµένα στο Πεντάγωνο και τον Παπαληγούρα στη Βουλή.

Επικεφαλής του «κινήµατος» ήταν ο υποστράτηγος Παύλος Παπαδάκης, οι ταξίαρχοι Νίκος Ντερτιλής και Ιωάννης Μανιάτης και ο ταγµατάρχης Παρασκευάς Μπόλαρης. Το σχέδιο ήταν να καταληφθούν µονάδες σε όλη την Ελλάδα, να περικυκλωθεί η Βουλή από τανκς, να συλληφθούν εξέχοντες πολιτικοί και να µεταδοθεί διάγγελµα προς τον ελληνικό λαό. Μολονότι οι αξιωµατικοί σχεδίαζαν περισσότερο να εκβιάσουν την κυβέρνηση να παραχωρήσει γενική αµνηστία, παρά να επιβάλουν εκ νέου δικτατορία, είναι βέβαιο πως αφενός η απειλή για τη ∆ηµοκρατία ήταν ακόµη ολοζώντανη, αφετέρου ο στρατός δεν είχε πρόθεση να παραιτηθεί από τον ρυθµιστικό του ρόλο. Οι συνωµότες συνελήφθησαν είτε στις µονάδες τους είτε στο σπίτι τους – κάποιοι φορώντας τις πιτζάµες τους, γι’ αυτό και η κίνησή τους επικράτησε να λέγεται, ξορκίζοντας και κάπως το κακό, η «συνωµοσία της πιτζάµας». Το επόµενο διάστηµα είδε πολλές δεκάδες αποστρατεύσεις σε όλα τα Οπλα, ενώ η πίεση της αντιπολίτευσης, των πολιτικών νεολαιών και του φοιτητικού κινήµατος για τιµωρία των πραξικοπηµατιών εντάθηκε ακόµη περισσότερο.

Ατιµωρησία

Εντούτοις, δεν µπορεί να πει κανείς ότι η τιµωρία του στρατεύµατος για την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος ήταν σαρωτική. Σύµφωνα µε τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει ο Γιώργης Κρεµµυδάς στο βιβλίο του «Οι άνθρωποι της χούντας µετά τη ∆ικτατορία»1, ως «πρωταίτιοι» παραπέµφθηκαν σε δίκη 24 αξιωµατικοί, δικάστηκαν οι 21 και καταδικάστηκαν 19. Οι ποινές κυµάνθηκαν από αυτή του θανάτου (που µεταβλήθηκε σε ισόβια) έως τα 5 χρόνια φυλακή. Σχετικά µε τη σφαγή στο Πολυτεχνείο, στην πρώτη δίκη, µε 32 κατηγορουµένους, αθωώθηκαν οι 12 και καταδικάστηκαν οι 20 σε ποινές από 5 µήνες φυλακή µέχρι 7 φορές ισόβια – στην περίπτωση του Ιωαννίδη. Στην επανάληψη της δίκης για επτά από τους καταδικασθέντες, µετά από αναίρεση που έκανε δεκτή ο Αρειος Πάγος, αθωώθηκαν πέντε και επιβλήθηκαν φυλακίσεις µηνών σε άλλους δύο, ενώ σε χωριστή δίκη αθωώθηκε άλλος ένας. Συνολικά, από τους 34 στρατιωτικούς που δικάστηκαν για το Πολυτεχνείο, οι 18 κηρύχθηκαν αθώοι. Και οι «συνωµότες της πιτζάµας», όµως, έπεσαν µάλλον στα µαλακά. Στο Στρατοδικείο παραπέµφθηκαν 21 κατηγορούµενοι και καταδικάστηκαν 14 σε ποινές από 4 έως 12 χρόνια φυλακή. Αργότερα, το Αναθεωρητικό ∆ικαστήριο Αθηνών µείωσε κι άλλο τις ποινές. Ούτε για τους στρατιωτικούς βασανιστές ήταν καλύτερα τα πράγµατα, δυστυχώς. Στην πρώτη δίκη παραπέµφθηκαν 31 βασανιστές, ενώ είχαν απαλλαγεί άλλοι 38 µε βούλευµα. Καταδικάστηκαν οι 16 σε ποινές από 6 µήνες έως 23 χρόνια. Στη δεύτερη δίκη παραπέµφθηκαν 36 και καταδικάστηκαν 23 σε ποινές από λίγους µήνες µε αναστολή έως 7 χρόνια. Το Αναθεωρητικό ∆ικαστήριο µείωσε κι εδώ τις ποινές. Tελικά, ελάχιστοι στρατιωτικοί βασανιστές εξέτισαν υπολογίσιµες ποινές, ανάµεσά τους ο Θεοφιλογιαννάκος, που έµεινε στη φυλακή 18 χρόνια. Οσο, πάντως, και αν τόσο ο αριθµός των προσώπων που διώχθηκαν όσο και οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν αναντίστοιχα µε το βάρος του ρόλου που έπαιξε το στράτευµα στην επιβολή και στην εδραίωση της δικτατορίας, η µερική έστω «αποχουντοποίησή» του πέτυχε να το κάνει να παραιτηθεί από τον ρόλο του «ρυθµιστή του πολιτεύµατος», που διατηρούσε τα µεταπολεµικά χρόνια και που ήλπιζαν να διασώσουν οι Φεβρουαριανοί συνωµότες. Μολονότι είναι εξαιρετικά αµφίβολο αν η πλειονότητα των στρατιωτικών άλλαξε πολιτική κατεύθυνση -κάποιες φορές τούτο γίνεται αντιληπτό από δηλώσεις αποστράτων, αν και είναι αδύνατον να διαπιστωθεί η έκτασή του- το στράτευµα ως δοµή του κράτους πείστηκε να µην ενεργεί αυτοβούλως, αλλά να υπάγεται στους περιορισµούς που θέτει το πολίτευµα – όποιο κι αν είναι αυτό.

Ο µερικός εκδηµοκρατισµός της  Αστυνοµίας

∆εν συνέβη το ίδιο µε την Αστυνοµία – το άλλο µεγάλο στήριγµα της χούντας. Κι αν οι διώξεις και οι ποινές που επιβλήθηκαν στους στρατιωτικούς µοιάζουν περιορισµένες, στην περίπτωση της Αστυνοµίας και της Χωροφυλακής φαντάζουν πραγµατικά απίστευτες. Στις δίκες των βασανιστών της Αθήνας, για την περίοδο της «ιωαννιδικής» δικτατορίας, παραπέµφθηκαν 16 άτοµα, δικάστηκαν 14 και καταδικάστηκαν τέσσερα σε ποινές φυλάκισης από τέσσερις έως 10 µήνες. Για την περίοδο της «παπαδοπουλικής» δικτατορίας παραπέµφθηκαν 11 άτοµα της Αστυνοµίας και πέντε της Χωροφυλακής. Καταδικάστηκαν πρωτόδικα έξι αστυνοµικοί σε ποινές από 10 µήνες έως δύο χρόνια. Στο Εφετείο οι ποινές µειώθηκαν κι άλλο. Από τους αξιωµατικούς της Χωροφυλακής, σε πρώτο βαθµό καταδικάστηκαν και οι πέντε, αλλά στον δεύτερο αθωώθηκαν δύο και µειώθηκαν οι ποινές των τριών άλλων. Οι ποινές ήταν από δύο έως έξι χρόνια πρωτόδικα και έγιναν από 11 έως 23 µήνες.

Εγιναν πολλές δίκες και στην υπόλοιπη Ελλάδα, µε παρόµοια αποτελέσµατα. Λίγα χρόνια αργότερα, κανένας αστυνοµικός βασανιστής δεν ήταν πλέον στη φυλακή.

Η «αποχουντοποίηση» δεν άγγιξε ουσιαστικά την Αστυνοµία. Στην πραγµατικότητα, έπρεπε να έρθει χρόνια αργότερα η µεταρρύθµιση του ΠΑΣΟΚ για να επιτευχθεί ένας µερικός εκδηµοκρατισµός, µε την κρίσιµη παρέµβαση του Γιάννη Σκουλαρίκη ως υπουργού ∆ηµόσιας Τάξης, όταν γενικός γραµµατέας του υπουργείου διορίστηκε ο Τάκης Αναγνωστόπουλος, απόστρατος αξιωµατικός του Στρατού, που είχε κατηγορηθεί για την υπόθεση «Ασπίδα», και όταν –κυρίως– καταργήθηκαν τα Σώµατα Ασφαλείας, όπως λειτουργούσαν έως τότε, δηλαδή η Αστυνοµία Πόλεων και η Χωροφυλακή, και δηµιουργήθηκε η Ελληνική Αστυνοµία. Επιπλέον, η εκπαίδευση των αστυνοµικών βελτιώθηκε και ξεκίνησε η προσπάθεια για τη δηµιουργία συνδικαλιστικού κινήµατος στην Αστυνοµία, κάτι που αργότερα έγινε πραγµατικότητα. Μολαταύτα, η αίσθηση της ατιµωρησίας έχει σφραγίσει την Ελληνική Αστυνοµία, όπως αποδεικνύει η σωρεία περιστατικών αυθαιρεσίας που παρατηρείται όλα τα µεταπολιτευτικά χρόνια. Αν και όχι βέβαια σε συγκρίσιµο βαθµό µε τη χούντα, η Αστυνοµία βαρύνεται µε βασανιστήρια, κακοποιήσεις και φόνους, που συνεχίζονται έως τις µέρες µας και καταγράφονται συνεχώς από ανεξάρτητους φορείς, όπως η ∆ιεθνής Αµνηστία. Ακόµη και όταν τα περιστατικά έρχονται µε ηχηρό τρόπο στη δηµοσιότητα, οι τιµωρίες είναι συνήθως ισχνές. Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τον Σεπτέµβριο του 2013, κατά τις συλλήψεις στελεχών της Χρυσής Αυγής, ο βουλευτής Γιώργος Γερµενής δήλωσε: «Χρειάστηκε να ξηλωθεί η µισή ηγεσία της Ελληνικής Αστυνοµίας για να µας κυνηγήσουν». Αυτή η – είτε αφελής είτε αλαζονική– δήλωση ήρθε να επιβεβαιώσει την εικόνα που είχε σχηµατιστεί από αναρίθµητες καταγγελίες για κάλυψη της Χρυσής Αυγής από την Αστυνοµία και µαρτυρίες για δηλώσεις αστυνοµικών πως τη στηρίζουν. Εντούτοις, η εσωτερική έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. δεν απέδωσε –για ακόµη µία φορά– καρπούς, καθότι το πόρισµά της εντόπισε µόλις εννέα άτοµα που είχαν σχέση µε την οργάνωση. Το θέµα θάφτηκε και παραµένει εκτός δηµόσιας συζήτησης, παρά το γεγονός ότι η δίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληµατικής οργάνωσης βρίσκεται σε εξέλιξη. Η υποστήριξη της Αστυνοµίας προς τη Χρυσή Αυγή σηµαίνει ότι αυτή η τόσο ισχυρή δοµή του κράτους διεκδικεί έναν ρόλο πολιτικού ρυθµιστή – µε σαφή προσανατολισµό, µάλιστα, στην Ακροδεξιά. Αυτό είναι εξόχως επικίνδυνο.

___
1. Γιώργης Κρεµµυδάς στο βιβλίο του, «Οι άνθρωποι της χούντας µετά τη δικτατορία», Εκδόσεις Εξάντας, 1984.