Το πρόβλημα με τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Οπλών είναι η ασάφεια γύρω από τον αφοπλισμό όσων ήδη κατέχουν τέτοια όπλα, η οποία στην πράξη δημιουργεί κράτη «δύο ταχυτήτων». Για τον λόγο αυτόν, οι χώρες που ανέπτυξαν πυρηνική τεχνολογία σε πιο πρόσφατη περίοδο αρνούνται να προσχωρήσουν στη Συνθήκη

Ο πυρηνικός βομβαρδισμός της Χιροσίμα, στις 6 Αυγούστου 1945, σκότωσε περίπου  70.000 με 80.000 ανθρώπους.  Οι τραυματίες  ήταν  άλλες 70.000 περίπου. Οι συνέπειες της ραδιενέργειας  έως το τέλος του 1945  είχαν ανεβάσει τις απώλειες, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, έως τις 160.000. Η πυρηνική βόμβα στο Ναγκασάκι, που έπεσε στις 9 Αυγούστου 1945, σκότωσε τουλάχιστον 40.000 ανθρώπους (αν και οι εκτιμήσεις εμφανίζουν μεγάλη διακύμανση). Οι τραυματίες ήταν περίπου 60.000.

 

Αναγκαιότητα ή έγκλημα;

Η σκοπιμότητα  της χρήσης  ατομικών όπλων εναντίον της Ιαπωνίας  είναι ένα θέμα που μέχρι σήμερα προκαλεί πόλωση. Το επιχείρημα εναντίον της χρήσης τους είναι προφανές: Ποτέ ξανά στην Ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχε υπάρξει η δυνατότητα να προκληθεί τέτοιου μεγέθους καταστροφή, η οποία να πλήττει αδιακρίτως στρατιωτικούς και μη στρατιωτικούς στόχους. Αξίζει να επισημανθεί πως, μολονότι η Χιροσίμα ήταν στρατιωτικός στόχος, οι εκτιμήσεις για τις στρατιωτικές απώλειες κυμαίνονται μόλις ανάμεσα στις 3.000 και στις 10.000 νεκρούς. Οι υπόλοιποι  ήταν άμαχοι. Στο Ναγκασάκι τα πράγματα ήταν ασύγκριτα χειρότερα: Οι νεκροί στρατιώτες ήταν περίπου 150.

Το επιχείρημα υπέρ της χρήσης των πυρηνικών όπλων ήταν πως, έστω και αν οι σύμμαχοι κέρδιζαν τελικά τον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας –πράγμα που θεωρούνταν βέβαιο–, η φανατική, μέχρις εσχάτων αντίσταση του ιαπωνικού  Στρατού θα σήμαινε τεράστιες απώλειες  για τις συμμαχικές δυνάμεις. Χαρακτηριστικά, μολονότι από κάθε στρατηγική άποψη ο πόλεμος για την Ιαπωνία  είχε τελειώσει, ο αυτοκράτορας Χιροχίτο και η ιαπωνική κυβέρνηση επέμεναν να απορρίπτουν τα συμμαχικά τελεσίγραφα, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν όρους επιβίωσης της εξουσίας τους μεταπολεμικά. Πριν από τα πυρηνικά χτυπήματα, οι σύμμαχοι είχαν συζητήσει και την πιθανότητα να ριφθεί μια ατομική βόμβα σε μη κατοικημένη περιοχή, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια επίδειξη του νέου, τρομερού όπλου θα υποχρέωνε την Ιαπωνία  να παραδοθεί δίχως να υπάρξουν  νεκροί. Το σχέδιο αυτό τελικά δεν προκρίθηκε  εξαιτίας του φόβου ότι, αν δεν πετύχαινε να εξωθήσει την Ιαπωνία σε παράδοση, τότε θα απέμενε μόλις μία ατομική βόμβα για πραγματική χρήση (είχαν κατασκευαστεί δύο και η αναμονή για την κατασκευή μεγαλύτερου αριθμού υπολογιζόταν να είναι πολύμηνη).

Μέχρι σήμερα, οριστική απάντηση  στο ερώτημα αν οι βομβαρδισμοί της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι ήταν στρατηγικά απαραίτητοι δεν έχει δοθεί. Το βέβαιον είναι ότι αποτέλεσαν μια φρικαλέα επίδειξη ενός νέου είδους πολέμου, με τον φόβο του οποίου η ανθρωπότητα  ζει έκτοτε. Το αρχικό πυρηνικό πρόγραμμα των ΗΠΑ, το γνωστό Manhattan Project, που οδήγησε στην περίφημη  πρώτη έκρηξη ατομικού όπλου στο Αλαμογκόρντο του Νέου Μεξικού στις 16 Ιουλίου 1945, είχε ξεκινήσει χαμηλόφωνα το 1939,  μετά την επιστολή που συνέταξε ο Λέο Ζίλαρντ και υπέγραψε  ο Αλμπερτ Αϊνστάιν προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Φραγκλίνο Ρούζβελτ.

Στην επιστολή γινόταν σαφής η πιθανότητα δημιουργίας ατομικών όπλων βάσει της προόδου που είχαν σημειώσει κυρίως Γερμανοί ατομικοί φυσικοί τα προηγούμενα χρόνια. Στην επιστολή περιλαμβανόταν ακόμη και μια προειδοποίηση, πως η Γερμανία ήταν πιθανό να διαθέτει δικό της πυρηνικό πρόγραμμα.

Το Manhattan Project γιγαντώθηκε μετά το 1942, με τη σύμπραξη της Μ. Βρετανίας, της οποίας το προγενέστερο πυρηνικό πρόγραμμα απορρόφησε, και του Καναδά. Το διάσημο εργαστήριο του Λος Αλαμος, το οποίο διηύθυνε  ο σπουδαίος φυσικός Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, στην πραγματικότητα ήταν ένα μικρό μέρος του όλου εγχειρήματος. Το Manhattan Project απασχόλησε περίπου  130.000  υπαλλήλους  και κόστισε 2 δισεκατομμύρια δολάρια.

Τα πυρηνικά κράτη

Όπως είναι πια σήμερα γνωστό, η Σοβιετική Ένωση είχε από πολύ νωρίς επιτύχει να τοποθετήσει κατασκόπους στους «κόλπους» του Manhattan Project. Στις πληροφορίες  που εξασφάλισαν βασίστηκε -αμέσως μετά τον πόλεμο και αφού η ύπαρξη  τέτοιων όπλων  είχε γίνει γνωστή με τους βομβαρδισμούς των ιαπωνικών πόλεων -το σοβιετικό πυρηνικό πρόγραμμα (αν και η σοβιετική επιστημονική κοινότητα είχε θέσει το θέμα ήδη από τη δεκαετία του 1930). Η ΕΣΣΔ έκανε την πρώτη της πυρηνική δοκιμή το 1949, στο Σεμιπαλατίνσκ του Καζακστάν, προκαλώντας έκπληξη  στις δυτικές δυνάμεις, οι μυστικές υπηρεσίες  των οποίων δεν πίστευαν ότι οι Σοβιετικοί θα ανέπτυσσαν αυτή τη δυνατότητα τουλάχιστον έως το 1953.

Την ΕΣΣΔ ακολούθησαν  στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων το Ηνωμένο Βασίλειο το 1952, η Γαλλία το 1960, η Κίνα το 1964, η Ινδία το 1974, το Πακιστάν το 1998 και η Βόρεια Κορέα το 2006. Το Ισραήλ δεν έχει ποτέ επιβεβαιώσει την κατοχή πυρηνικών όπλων, αλλά θεωρείται εξαιρετικά πιθανό  να τα έχει αναπτύξει ήδη από το 1966, με γαλλική υποστήριξη, κάτι που το ίδιο ουδέποτε έχει διαψεύσει. Η Νότια Αφρική είχε παραγάγει πυρηνικά όπλα τη δεκαετία του 1980, αλλά τα κατέστρεψε την επόμενη δεκαετία, ενώ έχει διατυπωθεί  η θεωρία ότι το 1979  προχώρησε σε πυρηνική δοκιμή στον Ινδικό Ωκεανό από κοινού με το Ισραήλ. Οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Λευκορωσίας, του Καζακστάν και της Ουκρανίας που βρέθηκαν με πυρηνικά όπλα στο έδαφός τους μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ τα επέστρεψαν στη Ρωσία, η οποία ανέλαβε το πρώην σοβιετικό πυρηνικό οπλοστάσιο.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η επένδυση  σε πυρηνικά  όπλα ξεπέρασε κάθε λογική. Οι ΗΠΑ ξεπέρασαν τον αριθμό των 30.000 πυρηνικών κεφαλών  στο οπλοστάσιό τους το 1966 και η ΕΣΣΔ τον αριθμό των 45.000 το 1986. Η ΕΣΣΔ είναι υπεύθυνη, μάλιστα, για το ισχυρότερο πυρηνικό όπλο που κατασκευάστηκε ποτέ, με τον κωδικό «Ιβάν», γνωστό στη Δύση ως Tsar Bomba. Η βόμβα, πρωτότυπο της οποίας πυροδοτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1961 στη νήσο Σεβέρνι, βόρεια της Ρωσίας, είχε ισχύ 50 μεγατόνων.

Η θεωρία στην οποία, κατά την κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, βασίστηκε ο παροξυσμός των πυρηνικών εξοπλισμών ήταν  η περίφημη  MAD -λογοπαίγνιο με την αγγλική λέξη «τρελός»-, δηλαδή Mutually Assured Destruction (Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή). Το σκεπτικό ήταν πως  από τη στιγμή που και οι δύο υπερδυνάμεις διέθεταν ένα τεράστιο οπλοστάσιο πυρηνικών όπλων και τη δυνατότητα να καταφέρουν  στον αντίπαλο διαδοχικά χτυπήματα  (ακόμη και αφότου οι ίδιες είχαν δεχτεί ένα πρώτο χτύπημα, που όμως δεν θα είχε εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα να καταστρέψει όλα τους τα πυρηνικά  όπλα), τότε κανείς δεν θα έκανε στην πραγματικότητα χρήση αυτού του οπλοστασίου, διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε καταστροφή για όλους.

Η συνθήκη για τη μη διάδοση

Ήδη από τη δεκαετία του 1940  το θέμα της γενικότερης  ασφάλειας της πυρηνικής ενέργειας και ειδικότερα των πυρηνικών όπλων είχε τεθεί, αλλά η πιθανότητα λήψης  συγκεκριμένων μέτρων σε διεθνές επίπεδο συναντούσε τη δυσκολία της αντιπαλότητας  Ανατολής και Δύσης.

Μολαταύτα, στο τέλος της δεκαετίας του 1950 τα Ηνωμένα Έθνη δρομολόγησαν τη διαδικασία διαπραγματεύσεων για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

Αυτή οδήγησε, δέκα χρόνια αργότερα, στη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων, η οποία οριστικοποιήθηκε το 1970 και ανανεώθηκε  -αυτή τη φορά επ’ αόριστον- το 1995. Η Συνθήκη προβλέπει τρεις πυλώνες: Πρώτον, ότι τα μη πυρηνικά κράτη δεν θα επιδιώξουν  να αναπτύξουν πυρηνικά  όπλα, ενώ τα πυρηνικά κράτη δεν θα μεταφέρουν πυρηνική τεχνολογία σε κανένα άλλο κράτος. Δεύτερον, ότι τα πυρηνικά  κράτη θα διεξάγουν διαπραγματεύσεις  «με καλή πίστη» προς τον πλήρη πυρηνικό  αφοπλισμό. Τρίτον, ότι όλα τα κράτη θα συνεργάζονται για την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Το μείζον πρόβλημα με τη Συνθήκη, προφανώς, είναι η ασάφεια του δεύτερου πυλώνα -περί αφοπλισμού-, η οποία στην πράξη δημιουργεί  κράτη «δύο ταχυτήτων». Για τον λόγο αυτόν, οι χώρες που ανέπτυξαν  πυρηνική τεχνολογία σε πιο πρόσφατη  περίοδο αρνούνται  να προσχωρήσουν στη Συνθήκη. Εκτός Συνθήκης βρίσκονται σήμερα η Ινδία, το Πακιστάν και η Βόρεια Κορέα, καθώς και το Ισραήλ, που, αν και δεν επιβεβαιώνει πως κατέχει πυρηνικά  όπλα, υποστηρίζει ότι η Συνθήκη  αντιτίθεται στα εθνικά του συμφέροντα. Στη Συνθήκη  έχουν σήμερα προσχωρήσει 191 χώρες.