Πενήντα χρόνια μετά το πραξικόπημα  των Απριλιανών και 43 χρόνια µετά την  «αποκατάσταση της  ∆ηµοκρατίας», δύσκολα θα µπορούσες να χαρακτηρίσεις λαϊκή κυριαρχία το σηµερινό πολιτικό καθεστώς στην Ελλάδα.

Ναι, δεν περιφέρονται τεθωρακισµένα στον δρόµο, δεν υπάρχει προληπτική λογοκρισία, δεν έχουµε αριστερούς στις φυλακές και δεν διακόπτεται το τηλεοπτικό πρόγραµµα για να ακούσουµε ένα στριγκό παραλήρηµα στην καθαρεύουσα, τα πολιτικά κόµµατα είναι ελεύθερα, και µάλιστα πολλαπλασιάζονται µε ρυθµούς µεγαλύτερους από τον αριθµό των δυνητικών ψηφοφόρων τους, η Βουλή ψηφίζει νόµους και ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας εγγυάται το Σύνταγµα.

Οµως, η κοινοβουλευτική διαδικασία είναι σε µεγάλο βαθµό παρωδία, εφόσον η πραγµατική διαδικασία απόφασης είναι η συνεχής διαπραγµάτευση µε τους δανειστές, που έχουν και τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, υπαγορεύοντας όχι απλώς τις γενικές κατευθύνσεις πολιτικής, αλλά ακόµη και τις νοµοτεχνικές λεπτοµέρειες των ρυθµίσεων, µε τη Βουλή απλώς να επικυρώνει. Από τη δηµοσιονοµική πολιτική και την κοινωνική ασφάλιση µέχρι τις εργασιακές σχέσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις, τον έλεγχο του τραπεζικού συστήµατος και την εκπαιδευτική πολιτική, το σύνολο ουσιαστικά της χάραξης και της άσκησης πολιτικής στην Ελλάδα είναι εκχωρηµένο σε µια διαδικασία απρόσβλητη από τη λαϊκή βούληση. Και αυτή η συνθήκη ακύρωσης του πυρήνα της ∆ηµοκρατίας, που είναι η δυνατότητα συλλογικού αυτοκαθορισµού, δεν πρόκειται να τελειώσει µε το τυπικό τέλος του τρίτου Μνηµονίου, αλλά θα µας συνοδεύει για πολλά χρόνια ακόµη. Η χούντα στην επταετία επάνω κατέρρευσε, ενώ τα Μνηµόνια επτά χρόνια µετά την οµιλία του Γ. Παπανδρέου στο Καστελλόριζο ζουν και βασιλεύουν…

«Η χούντα δεν τελείωσε το ’73» φώναζαν οι «αγανακτισµένοι» στο Σύνταγµα, ένα σύνθηµα που, παρά τη σχηµατικότητά του και το λάθος στη χρονολογία, για να βγει η οµοιοκαταληξία µε το «Ψωµί, Παιδεία, Ελευθερία», εντοπίζει µια µεγάλη αλήθεια: η δικτατορία των Μνηµονίων ήρθε ακριβώς επειδή ποτέ δεν έγινε πραγµατική Μεταπολίτευση.

Με αυτό δεν υπαινισσόµαστε κυρίως το γεγονός ότι σε µεγάλο βαθµό ούτε οι κρατικοί µηχανισµοί εκκαθαρίστηκαν πλήρως, ούτε οι νοοτροπίες ξεριζώθηκαν. Σε αυτό θα µπορούσε να απαντήσει κανείς, ότι ακόµη και εάν αυτό ίσχυε τις πρώτες δεκαετίες, σήµερα δεν ισχύει, καθώς άλλες γενιές πρωταγωνιστούν και στην οικονοµία και στην πολιτική και στη δηµόσια σφαίρα.

Κυρίως αυτό στο οποίο επιµένουµε είναι ότι έµειναν ανεκπλήρωτες οι βασικές προσδοκίες, υποσχέσεις, αλλά και δεσµεύσεις της Μεταπολίτευσης.

Στις λαϊκές τάξεις, τους ηττηµένους του Εµφυλίου, αλλά και τα θύµατα του µεταπολεµικού «οικονοµικού θαύµατος» προσφέρθηκε µεν αναγνώριση, δόθηκαν αυξήσεις, δικαιώµατα, φτηνά δάνεια και πιστωτικές κάρτες αργότερα, αλλά ποτέ πραγµατικός λόγος για το πού θα πάνε τα πράγµατα. Κι όταν ήρθε η ώρα, τους µετέτρεψαν στο αναλώσιµο υλικό των Μνηµονίων, και µάλιστα µε το στίγµα τού «Μαζί τα φάγαµε».

Οι τυπικές δηµοκρατικές ελευθερίες και ο κοινοβουλευτισµός αποκαταστάθηκαν, αλλά στα περισσότερα κόµµατα κυριάρχησαν όλες οι στρεβλώσεις του αρχηγισµού, του διαδροµισµού, της πάλης για εσωκοµµατική πάλη και επιρροή, των τεχνικών της εσωκοµµατικής αλληλοϋπονόµευσης, της ρητής ή σιωπηρής πρόσδεσης στον έναν ή τον άλλο πόλο της οικονοµικής εξουσίας. Πολύ πριν υπογράψουν Μνηµόνια αυτοί που θα τα «έσκιζαν» είχαν υπάρξει αρκετά χρόνια που το «άλλα λέµε στο µπαλκόνι και άλλα συζητάµε στο Υπουργικό Συµβούλιο» ήταν κανόνας άσκησης πολιτικής, εθίζοντας την κοινωνία στον κυνισµό και το πολιτικό ψεύδος.

Οσο για τον Τύπο, πολύ πριν από το όργιο παραπληροφόρησης την περίοδο του δηµοψηφίσµατος του 2015 είχαµε ζήσει ουκ ολίγες περιπτώσεις που η αντικειµενική ενηµέρωση είχε θυσιαστεί στον βωµό πολιτικών σκοπιµοτήτων, επιχειρηµατικών βλέψεων ή απλώς της επίτευξης θεαµατικότητας µε κάθε τρόπο. Η ελληνική κοινωνία ποτέ δεν ενηµερώθηκε πλήρως για το τι σήµαιναν το Μάαστριχτ και η εξέλιξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

∆έχτηκε πλύση εγκεφάλου για το Χρηµατιστήριο, για να δει µετά τις αποταµιεύσεις της να γίνονται καπνός, την ώρα που άλλοι έκαναν τεράστιες περιουσίες. ∆εν ενηµερώθηκε ποτέ για το τεράστιο τίµηµα που επρόκειτο να πληρώσει για την εποποιία των Ολυµπιακών Αγώνων του 2004. Το όργιο υπερκοστολογήσεων και στηµένων διαγωνισµών πίσω από τα «Μεγάλα Εργα» δύσκολα µπορούσαν να το αποκαλύψουν τηλεοπτικά κανάλια που ανήκαν στους εργολάβους που θησαύρισαν από αυτά. Το δηµόσιο χρέος παρέµεινε ένοχο µυστικό αυτών που χάρη σε αυτό συνέχισαν να παίρνουν επιδοτήσεις και δηµόσιο χρέος.

Πολλοί ήταν εκείνοι που τα τελευταία χρόνια µίλησαν για το «τέλος της Μεταπολίτευσης». Οµως, θα ήταν καλύτερο να λέµε για το ανεκπλήρωτο αίτηµα µιας Μεταπολίτευσης που το καλοκαίρι του 2015, ανάµεσα στην ανάταση και στη συνθηκολόγηση, πήρε άλλη µία αναβολή…