Τα Θρησκευτικά και η διδασκαλία τους στη σύγχρονη Ελλάδα
Μοιάζει παράδοξο, αλλά αυτό είναι που συγκροτεί την ιδιαίτερη και δυναμική σχέση που κατέχει στη σύγχρονη Ελλάδα του έθνους-κράτους το μάθημα των Θρησκευτικών στον δημόσιο λόγο: το μακρύ χρονικό διάστημα από την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έως τη σύσταση του Κράτους, αν και η Εκκλησία ουσιαστικά έχει αναλάβει την εκπαίδευση, άτυπη ως επί το πλείστον, μάθημα των Θρησκευτικών δεν υπάρχει. Ο διαχωρισμός των Θρησκευτικών ως μαθήματος προκύπτει από τη σύσταση του Κράτους και καλύπτει την ανάγκη του για μια σχέση με την Εκκλησία που θα είναι σχέση ελέγχου, αλλά και αξιοποίησής της για τις ανάγκες του. Η σημασία του μαθήματος και η ένταση της διδασκαλίας του ακολουθούν έκτοτε τις κυρίαρχες στάσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Ο «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός»
Με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους η Εκκλησία παραχωρεί στην Πολιτεία τα όποια προνόμια διέθετε. Μεταξύ αυτών και την ευθύνη για την οργάνωση και τη λειτουργία των σχολείων. Τότε θα εισαχθούν στο δημόσιο σχολείο τα Θρησκευτικά. Αρχικά με την ίδρυση σχολείων από τον Καποδίστρια και, λίγο μετά, με την οργάνωση της Παιδείας από τη βαυαρική αντιβασιλεία. Την περίοδο αυτή η κυριαρχία των ιδεών του Διαφωτισμού θα επιφυλάξει στο μάθημα μια δευτερεύουσα θέση, με τα εγχειρίδια να απηχούν μια περιγραφική αντίληψη της διδασκαλίας της θρησκείας. Είναι η περίοδος κατά την οποία η αντιβασιλεία θα επιβάλει την αυτονόμηση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο, τοποθετώντας στην κορυφή της τον βασιλιά και θέτοντας την Ιερά Σύνοδο ως ανώτερο όργανό της. Το πρώτο «πάντρεμα», λοιπόν, Εκκλησίας και Κράτους γίνεται με πρωτοβουλία του Κράτους. Το πρώτο Σύνταγμα του 1844 θα αναγνωρίσει την παραδοσιακή θεσμική θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία. Την περίοδο εκείνη σημειώνεται μια στροφή από την κυριαρχία των ιδεών του Διαφωτισμού, που θα αντικατασταθεί από τον Ρομαντισμό, κυρίαρχο άλλωστε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι η περίοδος κατά την οποία τονίζεται η διαχρονική συνέχεια της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο έως τον νέο Ελληνισμό. Για πρώτη φορά το 1852 πλάθεται και χρησιμοποιείται ο όρος «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» από τον Σπ. Ζαμπέλιο. Βασική διάσταση είναι εδώ η γλωσσική: η γλώσσα των εκκλησιαστικών κειμένων, αρχαΐζουσα, θα συγκροτήσει μαζί με την καθαρεύουσα τον αρμό πάνω στον οποίο θα αρμολογηθεί το ιδεολόγημα της συνέχειας, απαραίτητο εξάλλου για την κατασκευή μιας εθνικής ταυτότητας. Η ελληνική Εκκλησία θα ξανασυνδεθεί πνευματικά με το Πατριαρχείο και το θρησκευτικό μάθημα ανακτά μια οργανική πλέον σχέση στα αναλυτικά προγράμματα της Εκπαίδευσης. Αν το αρχαίο κλέος θα αναδειχθεί ως το ένα σκέλος της εθνικής ταυτότητας, ο Χριστιανισμός θα αποτελέσει το άλλο. Αυτό θα κωδικοποιηθεί και σε εξωτερικά της διδασκαλίας του μαθήματος χαρακτηριστικά της οργάνωσης του σχολείου, που αποτελούν, θα λέγαμε, τη συνέχιση του μαθήματος των Θρησκευτικών με άλλα μέσα. Ετσι, το 1853, θα εισαχθεί ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός κάθε Κυριακή, ενώ το 1857 θα καθιερωθεί με Βασιλικό Διάταγμα η πρωινή προσευχή, που επιβιώνει ακόμη έως τις μέρες μας.
Η φιλελευθεροποίηση
Μέχρι την περίοδο χονδρικά του 1910 ο βασικός προσανατολισμός του μαθήματος των Θρησκευτικών θα είναι ηθικιστικός. Η θρησκεία είναι τρόπος συμπεριφοράς και πειθάρχησης του κοινωνικού υποκειμένου. Δεν μαθαίνει τόσο όσο διαμορφώνει στάσεις.
Αυτή η κύρια τάση θα τροποποιηθεί μετά την άνοδο στα πολιτικά πράγματα του Ελευθερίου Βενιζέλου και, συνακόλουθα, τη σχετική ηγεμόνευση πιο φιλελεύθερων πολιτικών αντιλήψεων. Μην ξεχνάμε πως πρόκειται για μια εποχή κατά την οποία το κίνημα του δημοτικισμού βγαίνει δυναμικά να διεκδικήσει όχι μόνο ιδεολογική, αλλά και θεσμική σημασία. Το περιστατικό που έχει εδώ κομβική σημασία είναι η περίπτωση των διαβόητων «αθεϊκών», που σχετίζεται με την ίδρυση, δράση και καταστολή του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου του Βόλου. Το Παρθεναγωγείο αποτέλεσε έναν σταθμό στα της διδασκαλίας στη νεότερη Ελλάδα. Με διευθυντή τον δημοτικιστή και μεταρρυθμιστή Αλέξανδρο Δελμούζο απετέλεσε ένα πρότυπο σχολείο, όπου η μαθησιακή δραστηριότητα ξέφυγε από τα στεγνά εγχειρίδια για να αναπτύξει μια δυναμική σχέση διδασκαλίας. Η έμφαση στη δημοτική με περιορισμό της διδασκαλίας αρχαίων κειμένων έφερε γρήγορα το Παρθεναγωγείο στο κέντρο του τυφώνα της αντίδρασης. Το σχολείο δίδασκε και Θρησκευτικά με βάση το κείμενο των Ευαγγελίων, τα τοποθετούσε, ωστόσο, σε σαφώς δεύτερη μοίρα. Οι αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων έκαναν το σχολείο να αντέξει μόλις τρία χρόνια.
Το αποτύπωμα ωστόσο δεν χάθηκε. Τα προγράμματα των Θρησκευτικών αλλάζουν μορφή και περιεχόμενο και προσλαμβάνουν πλέον γνωσιακό και πληροφοριακό περιεχόμενο. Τα Αναλυτικά Προγράμματα των ετών 1913, 1914, 1931 γίνονται πιο ακαδημαϊκά σε μια προσπάθεια να μετριαστεί ο ηθικισμός της πρώτης περιόδου στη χριστιανική διδασκαλία, ενώ παράλληλα εισάγεται για πρώτη φορά και η διδασκαλία άλλων θρησκειών.
Η αντίδραση
Μεταπολεμικά οι νικητές του Εμφυλίου θα επιστρέψουν σε μια ηθικιστική θεώρηση των Θρησκευτικών. Πλέον θα αρχίσουν να «ανθίζουν» διάφορες θρησκευτικές αδελφότητες, οι οποίες με συγκεκριμένα πολιτικά πιστεύω θα σκληρύνουν τη στάση της Εκκλησίας και θα επαναφέρουν το πρότυπο του «ελληνοχριστιανικού ιδεώδους». Και εδώ ωστόσο η επιβολή αυτή θα συναντήσει αντιστάσεις – και μάλιστα σε θεσμικό επίπεδο. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των Παπανδρέου Παπανούτσου το 1964 θα αποτελέσει άλλη μία τομή. Και εδώ, όπως και στην περίπτωση του Παρθεναγωγείου, τα Θρησκευτικά θα υποστούν υποβάθμιση ως μάθημα όχι τόσο λόγω μιας κάποιας πεποίθησης θεολογικής φύσης, αλλά ως παρεπόμενο μιας γλωσσικής στάσης. Πράγματι, καθιερώνοντας τη δημοτική ως ισότιμη της καθαρεύουσας, η μεταρρύθμιση των Παπανδρέου – Παπανούτσου θα προμοτάρει τα μαθήματα εκείνα που είναι πιο εύκολο να στηρίξουν τις γλωσσικές πεποιθήσεις της.
Η μεταπολίτευση
Μετά την Παλινόρθωση που θα επιφέρει η χούντα, η Μεταπολίτευση θα θεσπίσει λίγο-πολύ τη σημερινή κατάσταση. Με συνταγματικές διατυπώσεις που κινούνται ανάμεσα στο κανονιστικό και το περιγραφικό μπορούν να υποστηριχθούν επιχειρήματα που θα ικανοποιούν τόσο αυτούς που εμμένουν σε μια πιο χριστιανοδογματική ερμηνεία του μαθήματος όσο και αυτούς που θα ήλπιζαν σε μια θρησκειολογική μετατόπιση του μαθήματος, αφήνοντας το δογματικό κομμάτι στην Εκκλησία. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός πως στη δεύτερη κατηγορία συντάσσονται ουκ ολίγοι θεολογίζοντες και θρησκευόμενοι. Ενδεικτικό είναι το ρεύμα των αποκαλούμενων «νεο-ορθοδόξων», οι οποίοι αναγνωρίζοντας τις κρατικές μεθοδεύσεις στην ίδια τη γέννηση και εξέλιξη της Εκκλησίας της Ελλάδος ζητούν μια πιο άμεση επαφή με την παράδοση της Ορθοδοξίας, η οποία εκφράζεται τόσο με πιο δημοτικιστικές, ως πιο άμεσες στο αίσθημα, παραδόσεις, όσο και με μια πιο προοδευτική αντίληψη για το μάθημα των Θρησκευτικών. Τέτοια φαινομενικά παράδοξα εκπλήσσουν μόνο όσους βλέπουν μονομερώς τη σχέση Κράτους και Εκκλησίας ως ιδεολογική, παραβλέποντας το σύνθετο πλέγμα των εξουσιαστικών ανάμεσά τους διαμεσολαβήσεων. Είναι αλήθεια ότι η διαμάχη φαίνεται να αποκτά έναν τόσο ευθύ χαρακτήρα όταν π.χ. ηγούνται της Εκκλησίας άνθρωποι σαν τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και του Κράτους πολιτικοί σαν τον Κώστα Σημίτη.
Όμως ας μη ξεχνούμε ότι και τότε, παρά την ένταση για τις ταυτότητες, ζητήματα τόσο πιο ελάσσονα, όπως το μάθημα των Θρησκευτικών, όσο και μείζονα, όπως ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, μόνο σε αφηρημένη βάση τέθηκαν ως αντιθετικά, δηλώνοντας έτσι πως με κάποιον τρόπο η ίδια η ύπαρξη των αντιμαχόμενων στην απολυτότητα της διαμάχης προϋποθέτει η διαμάχη αυτή να μη γίνει ποτέ πολύ συγκεκριμένη.