Με φόντο ένα σκηνικό στο οποίο οι παραδοσιακές γραμμές των δύο μεγάλων κομμάτων της Βρετανίας τέμνονται από τις σχέσεις της χώρας με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, ενώ προσπαθούν ταυτόχρονα να σφηνωθούν στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και να υπηρετήσουν το Brexit, η πορεία της Τερέζα Μέι προς τις κάλπες, την οποία η ίδια αποφάσισε, φαίνεται ξαφνικά ότι δεν θα είναι τόσο εύκολη όσο φαινόταν…
Κανένας δεν αρνήθηκε ποτέ πως το δημοψήφισμα για την αποχώρηση ή την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ένας τακτικός ελιγμός του πρώην πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, με τον οποίο προσπάθησε να δώσει διέξοδο στην κρίση ταυτότητας του Συντηρητικού Κόμματος, ιδιαίτερα μετά την πρωτιά του ακροδεξιού UKIP (Κόμματος Ανεξαρτησίας) στις ευρωεκλογές του 2014. Ο Κάμερον θέλησε να επανασυσπειρώσει τη βρετανική Δεξιά, δίνοντας βήμα έκφρασης στον βαθύ συντηρητικό ευρωσκεπτικισμό, ο οποίος στη Μ. Βρετανία είναι «παραδοσιακή ιδιοκτησία» των Συντηρητικών, διατηρώντας ταυτόχρονα τη χώρα στην Ε.Ε. Επρόκειτο για έναν ελιγμό που εκτροχιάστηκε με παραδειγματικό τρόπο, διευρύνοντας μια εσωκομματική κρίση σε βρετανικό και εν συνεχεία πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Η ασυμμετρία των αντίπαλων πλευρών κατά την προεκλογική εκστρατεία του δημοψηφίσματος ήταν πρόδηλη: Το «Bremain», δηλαδή την παραμονή στην Ε.Ε., στήριξαν ο ίδιος ο Κάμερον, αλλά και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, Τζέρεμι Κόρμπιν, καθώς και η επικεφαλής της κυβέρνησης της Σκωτίας, Νίκολα Στέρτζον. Μαζί τους συντάχθηκε η συντριπτική πλειονότητα των ηγετών άλλων χωρών του κόσμου, μαζί με τους επικεφαλής του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ και τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, χρηματοπιστωτικά κέντρα (από το Σίτι του Λονδίνου έως την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), τα στελέχη των σημαντικότερων βρετανικών επιχειρήσεων, ανθρώπους της διανόησης και σταρ του θεάματος, καθώς και σύσσωμο τον έγκυρο Τύπο. Το αντίπαλον δέος ήταν λιγοστοί πολιτικοί με το στίγμα του «γραφικού», όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ, επικεφαλής του UKIP, το οποίο δεν είχε καν έδρες στο βρετανικό Κοινοβούλιο, και ο πρώην δήμαρχος του Λονδίνου, Μπόρις Τζόνσον.
Παγκόσμιος σεισμός
Όταν διεξήχθη το δημοψήφισμα, η επικράτηση με ποσοστό περίπου 52% της επιλογής εξόδου από την Ε.Ε. προκάλεσε παγκόσμιο σεισμό. Οι έντονες διαιρέσεις που διέτρεχαν τη χώρα ήρθαν στην επιφάνεια με θεαματικό τρόπο. Οι μόνες περιοχές όπου επικράτησε το Bremain ήταν το Λονδίνο, η Σκωτία και η Βόρεια Ιρλανδία. Παρά την ενεργό υποστήριξη υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην Ε.Ε., που έδειξαν το Σίτι του Λονδίνου και όλοι οι μεγάλοι χρηματοοικονομικοί όμιλοι, παρά την ενεργό στράτευση σε αυτή την κατεύθυνση των Εργατικών, των συνδικάτων, μεγάλου μέρους τους Τύπου, παρά τη συστράτευση του κύριου όγκου των Συντηρητικών και των περισσότερων υπουργών, παρά την ωμή παρέμβαση του Μπαράκ Ομπάμα και των ΗΠΑ υπέρ του Bremain με το επιχείρημα ότι η «ειδική σχέση» Βρετανίας-ΗΠΑ εξακολουθεί να έχει ως αναγκαία συνθήκη την παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε., παρά τις εκτεταμένες δυνατότητες αυτοεξαίρεσης που εξασφάλισε ο Κάμερον από την Ε.Ε., οι Βρετανοί ψήφισαν Brexit. Οι «ηττημένοι της παγκοσμιοποίησης», οι άνθρωποι χαμηλού οικονομικού και μορφωτικού επιπέδου, συμπύκνωσαν όλη τους τη δυσφορία στο ζήτημα της Ε.Ε. και θεώρησαν ότι μόνο μια μεγάλη αναταραχή μπορεί να αλλάξει την απουσία προοπτικής που βιώνουν. Η αντιμεταναστευτική υστερία της προεκλογικής εκστρατείας του Brexit βρήκε απήχηση ακόμη και σε… μεταναστευτικές κοινότητες, ωστόσο οι έρευνες κοινής γνώμης έδειξαν ότι τα κίνητρα των ψηφοφόρων ήταν περισσότερο η αγωνία για την οικονομική κατάσταση των οικογενειών και των παιδιών τους και η επιθυμία να διασωθεί ό,τι έχει μείνει από το κράτος πρόνοιας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το Brexit ήταν πλειοψηφικό σε μεγάλο μέρος των παραδοσιακών οχυρών του Εργατικού Κόμματος στην Αγγλία και την Ουαλία, παρά τη στράτευση του Τζέρεμι Κόρμπιν στην υπόθεση της παραμονής. Τριάντα χρόνια μετά το ξεκίνημα της μετάβασης από την ΕΟΚ στην Ε.Ε., μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα, και μάλιστα αυτή που διεκδίκησε και πήρε τις μεγαλύτερες παραχωρήσεις από την Ενωση, αποφάσισε με προσφυγή στη λαϊκή ψήφο να φύγει. Μία από τις παραμέτρους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που οι υπεύθυνοί της πάντοτε αποσιωπούν, είναι ότι όποτε πλευρές της τέθηκαν άμεσα στην κρίση των πολιτών, αυτοί αποφάσιζαν κατά της ολοκλήρωσης. Για αυτό και η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία δεν έμεινε διόλου αδρανής…
Τόσο ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, όσο και ο ειδικός διαπραγματευτής των Βρυξελλών για το ζήτημα, Μισέλ Μπαρνιέ, τόνισαν ότι πριν συζητηθούν όλες οι υπόλοιπες εκκρεμότητες για την αποχώρηση της Βρετανίας, θα πρέπει να ρυθμιστούν τρία βασικά ζητήματα: τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών στη Βρετανία και αντίστοιχα των Βρετανών που διαμένουν στην ηπειρωτική Ευρώπη, το θέμα του προϋπολογισμού της Ε.Ε. και των βρετανικών εισφορών σε αυτόν και το ζήτημα των συνόρων στη Βόρεια Ιρλανδία. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορούσαν να διευθετηθούν τα ζητήματα της αποχώρησης. Επρόκειτο, όμως, για προϋποθέσεις που η βρετανική κυβέρνηση έμοιαζε ανέτοιμη να εκπληρώσει – δίχως όμως να είναι σε θέση να αντιπροτείνει οτιδήποτε.
Εκλογικός αιφνιδιασμός
Τότε, παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές, το επιτελείο της Ντάουνινγκ Στριτ επέλεξε τον αιφνιδιασμό: Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, που είχε διαδεχτεί τον Ντέιβιντ Κάμερον, απέδωσε την απόφασή της να προκηρύξει εκλογές-αστραπή στα εμπόδια που προβάλλουν η αντιπολίτευση, η Βουλή των Λόρδων και οι Εθνικιστές της Σκωτίας στην κυβέρνησή της σχετικά με τις διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε.
Οι περισσότεροι αναλυτές συμφώνησαν πως η κίνηση της Μέι είχε ως κύρια αιτία την αναζήτηση ισχυρότερης «εντολής» για το Brexit. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τις τότε δημοσκοπήσεις, οι Συντηρητικοί είχαν αδιαμφισβήτητες πιθανότητες να κερδίσουν. Και, φυσικά, η Μέι φάνηκε να έχει μάθει καλά από το πάθημα του Γκόρντον Μπράουν, του πρωθυπουργού που είχε διαδεχτεί τον Τόνι Μπλερ, ότι η ανάληψη της πρωθυπουργίας χωρίς ανάδειξη από εκλογές έχει σύντομη ημερομηνία λήξης. Εν μέσω του προεκλογικού πυρετού, οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο ήρθαν να περιπλέξουν την κατάσταση, απευθύνοντας συνεχείς προκλήσεις στο Λονδίνο. Η Άγκελα Μέρκελ ανέβασε τους τόνους, προειδοποιώντας ότι η Βρετανία κάνει λάθος να θεωρεί πως θα διατηρήσει τα προνόμια της ελεύθερης αγοράς, εάν δεν τακτοποιήσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις προς τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, προτού αποχωρήσει. Την ίδια στιγμή, οι Βρυξέλλες έστειλαν ένα πολύ πιο «άκομψο» μήνυμα: εμφάνισαν ένα κείμενο το οποίο αμφισβητούσε την εδαφική κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, κάνοντας λόγο για το ενδεχόμενο να ενωθεί η Βόρεια Ιρλανδία με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Φυσικά, το 62% των κατοίκων της Βόρειας Ιρλανδίας απορρίπτει την επανένωση, η συμπερίληψη όμως της σχετικής αναφοράς σε έγγραφα της συνόδου των «27» ήταν μια συμβολική «κήρυξη πολέμου» προς τη Βρετανία. Άλλωστε, η Ε.Ε. είχε στείλει ανάλογο μήνυμα και στην περίπτωση του Γιβραλτάρ. Σε παλαιότερη ανακοίνωσή της, σημείωνε ότι καμία συμφωνία μεταξύ της Ε.Ε. και του Ηνωμένου Βασιλείου δεν ισχύει στην έκταση του Γιβραλτάρ χωρίς σχετική συμφωνία του Βασιλείου της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι κινήσεις αυτές της Ε.Ε. χαροποίησαν ιδιαίτερα, όπως είναι λογικό, το ηττημένο στρατόπεδο του Bremain. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ενεργοποίησαν τα εθνικιστικά αντανακλαστικά όχι μόνο του ευρύτερου πληθυσμού, αλλά και του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου που στήριξε το Brexit. Η Ε.Ε., στην προσπάθειά της να στείλει το μήνυμα στις υπόλοιπες 26 χώρες της Ένωσης ότι θα πρέπει να ξεχάσουν κάθε σχέδιο απαγκίστρωσης, επέλεξε τη σφοδρή σύγκρουση με το Λονδίνο. Στο εσωτερικό μέτωπο, και τα δύο κόμματα, οι Συντηρητικοί και οι Εργατικοί, ακολουθούν τον δρόμο που άνοιξε το UKIP, το οποίο δημοσκοπικά έχει εξαφανιστεί. Και οι δύο αντίπαλοι προσπαθούν να πείσουν ότι είναι οι κατάλληλοι να χειριστούν ένα Brexit, που κανένας τους δεν ήθελε. Η Τερέζα Μέι ελπίζει να συγκεντρώσει σχεδόν το σύνολο του δεξιού, εθνικιστικού ευρωσκεπτικισμού του UKIP. Ο Τζέρεμι Κόρμπιν υπολογίζει στην αντίδραση απέναντι στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που εκφράζει η Ε.Ε. – την οποία, όμως, ο ίδιος δεν είχε υποστηρίξει όταν κάλεσε τους Εργατικούς να ψηφίσουν υπέρ της παραμονής, αν και άλλα στελέχη του κόμματός του υποστήριξαν μια εκδοχή «μαλακού» Brexit. Ως βασική επιδίωξη των Εργατικών παρουσιάζεται η διατήρηση της πρόσβασης στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά, στην οποία κατευθύνεται το 44% των βρετανικών εξαγωγών. Ταυτόχρονα, οι Εργατικοί υπόσχονται να διατηρήσουν το Σίτι ως κομβικό χρηματοπιστωτικό κέντρο για τα ευρωπαϊκά κεφάλαια, σε μια περίοδο που η Φρανκφούρτη διεκδικεί την ολοκληρωτική κυριαρχία σε αυτόν τον χώρο. Από την άλλη, η Τερέζα Μέι φαίνεται να «φλερτάρει» με εκείνα τα τμήματα των επιχειρηματιών που θέλουν αδιαμεσολάβητη επαφή με οικονομικά κέντρα στην Ασία και την Αμερική, ενώ ο Κόρμπιν απευθυνόταν στο τμήμα του κεφαλαίου που εξαρτάται από την Ε.Ε.
Ή κρίση οξύνεται Με τις δύο μείζονες πολιτικές δυνάμεις να βρίσκονται, θέλοντας και μη, στον δρόμο του Brexit, οι δυνάμεις του Bremain συγκροτούν συμμαχίες στο εσωτερικό των μεγάλων κομμάτων, καθώς και στα τοπικά κόμματα της Ουαλίας και της Σκωτίας. Συμμαχίες των οποίων η σημασία μπορεί να φανεί μετά τις εκλογές, ανατρέποντας σε ακόμα μία χώρα το πολιτικό σύστημα που κυριαρχεί από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Στον αντίποδα, ένα σημαντικό τμήμα της οικονομικής ελίτ της Βρετανίας αποφάσισε να θυμηθεί ότι έχει τις δικές του εθνικές μάχες να δώσει απέναντι στο Παρίσι και το Βερολίνο, τις οποίες εγκαινίασε με υπόγεια χτυπήματα εναντίον του νέου προέδρου της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, καθώς όλο και περισσότεροι έβλεπαν το ενδεχόμενο ο ευρωπαϊστής πολιτικός να αναστήσει κάποιο είδος γαλλογερμανικού άξονα, που αργά ή γρήγορα θα βρισκόταν σε ανοιχτή ρήξη με τον αγγλοσαξονικό άξονα Βρετανίας-ΗΠΑ.
Με φόντο ένα σκηνικό στο οποίο οι παραδοσιακές γραμμές των δύο μεγάλων κομμάτων της Βρετανίας τέμνονται από τις σχέσεις της χώρας με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, ενώ προσπαθούν ταυτόχρονα να σφηνωθούν στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και να υπηρετήσουν το Brexit, η πορεία της Τερέζα Μέι προς τις κάλπες, την οποία η ίδια αποφάσισε, φαίνεται ξαφνικά ότι δεν θα είναι τόσο εύκολη όσο φαινόταν. Χαρακτηριστική της επισφαλούς θέσης της Βρετανίδας πρωθυπουργού ήταν η απροθυμία της να συμμετέχει σε προεκλογικό ντιμπέιτ κόντρα στους αντιπάλους της, οι οποίοι κλείνουν την ψαλίδα όλο και περισσότερο. Στις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η διαφορά που κάποτε μετρούσε 16 μονάδες, με προβάδισμα των Συντηρητικών, είχε μειωθεί στις 5, η οποία μεταφράζεται σε πλειοψηφία μόλις δύο βουλευτών στη Βουλή των Κοινοτήτων. Κι όταν τελικά η Τερέζα Μέι εξαναγκάστηκε να συζητήσει μπροστά στην κάμερα με τον πρόεδρο των Εργατικών, την περασμένη Δευτέρα, έχασε πανηγυρικά τις εντυπώσεις, αντιμετωπίζοντας μέχρι και το γέλιο του κοινού.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική κρίση στο Ηνωμένο Βασίλειο οξύνεται. Τα αδιέξοδα στα οποία έχουν οδηγήσει οι αλλεπάλληλοι ελιγμοί του πολιτικού συστήματος, με πρώτο το δημοψήφισμα, εμποδίζουν όχι μόνο τη λύση των πραγματικών προβλημάτων, αλλά ακόμη και την εκτόνωση της ολοένα εντεινόμενης οργής του πληθυσμού.