Στελέχη της Αριστεράς που είχαν απορροφηθεί σε πιο κοµβικές θέσεις του κράτους άρχισαν να µετατοπίζονται σε πιο συντηρητικές απόψεις και να βλέπουν µε καχυποψία τα νεανικά κοινωνικά κινήµατα που είχαν αρχίσει να ανακύπτουν από τα απόνερα του διεθνούς κινήµατος κατά της παγκοσµιοποίησης
Παρότι οι λόγοι θα περίσσευαν, η δεκαετία του 2000 στην Ελλάδα δεν ξεκίνησε µε το αίσθηµα της αβεβαιότητας που γεννούσε η κατάρρευση της ΕΣΣ∆ δέκα χρόνια νωρίτερα. Οι όποιοι τριγµοί στην κανονικότητα φαίνονταν µικροί και αµελητέοι. Οι εθνικιστικές εξάρσεις της προηγούµενης δεκαετίας είχαν µερικώς καταλαγιάσει, ο ευρωπαϊκός προσανατολισµός θα επικυρωνόταν µε την επερχόµενη είσοδο στο ευρώ, ενώ σηµαντικό µέρος των ευρωπαϊκών κονδυλίων διοχετευόταν σε προγράµµατα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωµάτων. Τη γενικευµένη ευφορία συναινούσε και η προοπτική των Ολυµπιακών Αγώνων, η οποία φαινόταν να σηµατοδοτεί µια οικονοµική και πολιτισµική αναβάθµιση της χώρας. Απ’ τη σύλληψη της «17 Νοέµβρη» µέχρι την ανακίνηση του ζητήµατος της αναγραφής του θρησκεύµατος στις ταυτότητες, η πρώτη περίοδος της Μεταπολίτευσης έµοιαζε να σφραγίζεται µε ταχύτατους ρυθµούς. Το πρώτο µισό της δεκαετίας του 2000, η Αριστερά είχε έως έναν βαθµό κανονικοποιηθεί.
∆ηµόσια και επιδραστική υπήρξε η παρουσία της στις κινητοποιήσεις ενάντια στη µεταρρύθµιση του Ασφαλιστικού, που πρότεινε η δεύτερη κυβέρνηση Σηµίτη, και των νεότερων γενεών στις αντιπολεµικές διαδηλώσεις για τις εξορµήσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή µετά την 11η Σεπτεµβρίου, στις διαδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη του 2003 και σ’ έναν µικρότερο, αλλά σηµαντικό βαθµό, στις κινητοποιήσεις για τα εργατικά ατυχήµατα στα ολυµπιακά έργα. Ωστόσο, µέσα από τη σταδιακή απορρόφηση αριστερών σε θέσεις του κράτους είχε ανακύψει ως κάτι κοινό η φιγούρα του αριστερού διοικητικού υπαλλήλου, ο οποίος συχνά ήταν ο πιο φερέγγυος άνθρωπος µέσα στο χάος που αποτελεί το ελληνικό κράτος, τόσο από άποψη ικανοτήτων όσο κι από άποψη συγκρότησης. ∆εν θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι ήταν καταλυτικός ο ρόλος αυτών των ανθρώπων στο να προστατευθούν συγκεκριµένα κοινά κεκτηµένα, τα οποία ξεχαρβαλώνονται µαζικά σήµερα. Εκεί άρχισε να δηµιουργείται ένα σχίσµα. Στελέχη της Αριστεράς που είχαν απορροφηθεί σε πιο κοµβικές θέσεις του κράτους και είχαν προσχωρήσει οριστικά στη σηµιτική εκδοχή του εκσυγχρονισµού άρχισαν να µετατοπίζονται σε πιο συντηρητικές απόψεις, οικονοµικές και κοινωνικές, συχνά µε ιδιαίτερη έχθρα απέναντι στα διάδοχα νεανικά κοινωνικά κινήµατα που είχαν αρχίσει να ανακύπτουν από τα απόνερα του διεθνούς κινήµατος κατά της παγκοσµιοποίησης. Το σχίσµα αυτό συνέχισε να διογκώνεται, µέχρι του σηµείου που µε την κρίση έφτασε σε ένα τελµατικό σηµείο.
Το µένος των καθηγητών Ισως το κατεξοχήν πεδίο στο οποίο η Αριστερά κατάφερε να έχει ηγεµονικό ρόλο ήταν το πανεπιστήµιο. Εχοντας µια µακρά παράδοση φίλιας διάθεσης προς την εκπαίδευση και τη θεωρία –εν αντιθέσει µε τον αντι-διανοουµενισµό που κυριαρχούσε και συνεχίζει να κυριαρχεί στην ελληνική ∆εξιά–, ήταν φυσιολογικό να αποτελέσει την κύρια δεξαµενή άντλησης καθηγητών για τα εκπαιδευτικά ιδρύµατα. Εξίσου φυσιολογικό ήταν, ειδικά αν συνυπολογίσουµε τη συνδροµή των ευρωπαϊκών κονδυλίων στα ερευνητικά προγράµµατα, αλλά και τον προνοµιακό ρόλο που έδωσε η κυβέρνηση Σηµίτη στους κοινωνικούς επιστήµονες, να αποτελέσουν και τον χώρο στον οποίο εµφανίστηκαν µεγάλα ποσοστά εναγκαλισµού µε το εκσυγχρονιστικό αφήγηµα. Η περιστολή των ερευνητικών κονδυλίων µε την αντικατάσταση του ΚΠΣ από το ΕΣΠΑ συνέπεσε αφενός µε την πρόθεση της κυβέρνησης της Νέας ∆ηµοκρατίας και της τότε υπουργού Παιδείας, Μαριέττας Γιαννάκου, να βάλει µπρος ένα πλάνο για την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστηµίων και αφετέρου µε την αναγέννηση µιας κινηµατικής Αριστεράς, φοιτητικού πια χαρακτήρα, που ανέλαβε -επιτυχώςνα οργανώσει τις αντιστάσεις ενάντια στον νόµο, σε µια κινητοποίηση που κράτησε δύο περίπου χρόνια.
Τα «φοιτητικά» του 2006-07 -ήταν το πρώτο από τα πολλά νεανικά κινήµατα που θα ακολουθούσαν- ήταν η πρώτη µεγάλη σύγκρουση της θεσµικής Αριστεράς µε την πιο αριστερίστικη εκδοχή της «απ’ τα κάτω». Τη στάση των πανεπιστηµιακών στο ζήτηµα αποτύπωνε ένα κείµενο 1.000 υπογραφών µε πρωτοβουλία του Θάνου Βερέµη, που καλούσε για άµεση µεταρρύθµιση των πανεπιστηµίων, για πάταξη της «βίας και ανοµίας» και για συµµετοχή της ιδιωτικής χρηµατοδότησης στη λειτουργία τους, µε µία περίτεχνη διατύπωση, που δεν το καθιστούσε άµεσα σαφές. Οι ίδιες οι διατυπώσεις επί των προβληµάτων των πανεπιστηµίων έκαναν το κείµενο να τάσσεται µε το «κόµµα της τάξης», που έδειχνε αρκετά επιθετική διάθεση προς τους διαδηλωτές. Αλλωστε, τον Σεπτέµβριο του 2006 που επέλεξαν οι καθηγητές να παρέµβουν, οι φοιτητές είχαν ήδη έξι µήνες στους δρόµους και η σύγκρουση µε την κυβέρνηση είχε αρχίσει να οξύνεται. Σε άρθρο του στην «Αυγή» την 1η Φεβρουαρίου του 2007, µε τίτλο «Η χυδαία χρήση των εν λευκώ υπογραφών», ο Νίκος Θεοτοκάς έγραφε: «Οι περισσότεροι από τους “1.000 πανεπιστηµιακούς” βρέθηκαν σήµερα, µήνες µετά την υπογραφή τους, να στηρίζουν ανεπίγνωστα τους πρετεντέρηδες της τηλεόρασης, την κ. Γιαννάκου, τον κ. Παπανδρέου, να υποστηρίζουν την αναθεώρηση του Αρθρου 16 και να δυσφηµούν τα ιδρύµατα, τους συναδέλφους, τους φοιτητές και το συνδικάτο τους. (…) Οι Γιώργος Γραµµατικάκης, Σωκράτης Κάτσικας, Βάσω Κιντή, Αντώνης Λιάκος, Γιώργος Παγουλάτος, Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Μαρία Ρεπούση και Κώστας Σοφούλης, τα µέλη της πρωτοβουλίας δηλαδή, φέρονται ότι υποστηρίζουν από κοινού το περίφηµο προσχέδιο νόµου της κ. Γιαννάκου και, µαζί µ’ αυτό, τις σχετικές ασυναρτησίες του ΠΑΣΟΚ». Ο Αντώνης Λιάκος, γνωστός πια στο ευρύ κοινό από τη θέση του ως επικεφαλής της Επιτροπής Εθνικού ∆ιαλόγου για την Παιδεία, είναι το πιο εµβληµατικό παράδειγµα της εποχής. Εχοντας µακρά παράδοση στην Αριστερά, που περιλαµβάνει τη φυλάκισή του από τη χούντα, αλλά και τον κοµβικό ρόλο του στη διερεύνηση των εργατικών κινηµάτων του Μεσοπολέµου κατά τη δεκαετία του 1990, έφτασε το 2007 να ανοίγει την κύρια σύγκρουση µε την ΠΟΣ∆ΕΠ, χωρίς να ασπάζεται απαραίτητα τη µεταρρύθµιση που προωθούσε το υπουργείο της Μ. Γιαννάκου. Οταν την ίδια περίοδο άρχισε η πρώτη σκληρή αστυνοµική καταστολή κατά των φοιτητών, πλήθος αριστερών πανεπιστηµιακών άρχισε να οδύρεται από τις σελίδες των εφηµερίδων για τις υπό κατάληψη σχολές και να καταδικάζει τους «δέκα κουκουλοφόρους» που προέβαιναν σε ταραχές, όπως το να πέφτουν σε ζαρντινιέρες και να δέχονται τόνους χηµικών.
Politics as usual
Οταν το συνέδριο του 2008 ανέδειξε τον 33χρονο Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του Συνασπισµού, είναι γνωστό ότι άρχισε ένα αµφίθυµο φλερτ, που «κοιτούσε» άλλοτε προς το ΚΚΕ και άλλοτε προς το ΠΑΣΟΚ. Γνωστός για την ικανότητά του ως εσωκοµµατικού ισορροπιστή –κάτι που αναφέρει στο πρόσφατο βιβλίο του και ο Γιάνης Βαρουφάκης για τις πρώτες συναντήσεις του µε τον νυν πρωθυπουργό–, ο νεαρός πολιτικός ηγέτης επιχειρούσε να συµβιβάσει τις αντιµαχόµενες φράξιες του κόµµατός του µεταξύ τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διασφαλίσει την εκλογική επιβίωση του Συνασπισµού στρέφοντάς τον προς τα αριστερά, σε οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, για χάρη ενός κοινού µετώπου. Ωστόσο, η λεγόµενη «ανανεωτική πτέρυγα», το κοµµάτι από τον παραδοσιακό κορµό του Συνασπισµού που βρισκόταν πιο κοντά στο ΠΑΣΟΚ, δεν έβλεπε µε τόσο καλό µάτι αυτές τις εξελίξεις – πολλώ γε µάλλον απ’ τη στιγµή που ο υποψήφιος αρχηγός της, Φώτης Κουβέλης, είχε ηττηθεί παταγωδώς από τον αριστερότερο Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές για την ηγεσία. Οταν ξέσπασε η εξέγερση του ∆εκεµβρίου του 2008, η ανανεωτική πτέρυγα έκοψε κάθε γέφυρα συνεννόησης µε την αριστερή πλειοψηφία. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στο στόχαστρο των ΜΜΕ και των υπόλοιπων πολιτικών δυνάµεων (συµπεριλαµβανοµένου του ΚΚΕ) ως «προστάτης των κουκουλοφόρων» για την επιλογή του να καταφερθεί ενάντια στην αστυνοµική βία και αυθαιρεσία, που στοίχισε τη ζωή στον 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο και που τώρα στρεφόταν εναντίον του µαζικού πλήθους, το οποίο αντιδρούσε στον άδικο θάνατό του. Η ανανεωτική πτέρυγα, αντιθέτως, προτιµούσε την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην καταδίκη της εξέγερσης οµόθυµα µε τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάµεις. Το γιατί συνέβαινε αυτό µπορεί να εξηγηθεί εύκολα, αν δει κανείς τα επαγγέλµατα των στελεχών που αποχώρησαν µαζικά από το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ το 2010 για να φτιάξουν τη ∆ΗΜ.ΑΡ., ένα κοµµατίδιο, που αποκρυστάλλωνε την ανανεωτική παράδοση απ’ τον λόγο µέχρι τη σύνθεσή της. Αρκεί να θυµηθεί κανείς τον καθηγητή Γιάννη Πανούση και τη µακρά του παρουσία στα έντυπα και τις εκδηλώσεις της ΕΛ.ΑΣ. ή τη Μαρία Ρεπούση, που είχε επωµισθεί το καθήκον της συγγραφής του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ ∆ηµοτικού επί των ηµερών µιας δεξιάς κυβέρνησης. Η ∆ΗΜ.ΑΡ. ήταν καθολικά το κόµµα του τµήµατος της Αριστεράς που πρέσβευε τον εκσυγχρονισµό και τον ευρωπαϊσµό και που τα στελέχη του είχαν διαµορφώσει τις αντιλήψεις τους πέριξ του κράτους – και που θα επέκτειναν αυτή τους τη γνώση ως κυβερνώντες πια στο κοινό τους σχήµα µε τη Νέα ∆ηµοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.
Η δεύτερη άλωση του κράτους
Η συνέχεια είναι γνωστή. Μετά την αποχώρηση της ανανεωτικής πτέρυγας, ο ΣΥΡΙΖΑ στράφηκε στο αριστερό του αφήγηµα, εκπροσωπώντας πια εκλογικά µεγάλο µέρος της Αριστεράς που είχε αρχίσει να συγκρούεται µε τις θεσµικές, παλαιότερες εκδοχές της – τις οποίες επίσης ενσωµάτωσε σε µεγάλο βαθµό στο εντυπωσιακό εκλογικό του τόξο.
Οταν έγινε κυβέρνηση, η πρόσβαση αριστερών στελεχών και ιδεών στον κρατικό µηχανισµό αναβαθµίστηκε µόνο τυπικά. Με το αφήγηµα ενός αριστερού τεχνοκρατισµού – που ούτε τεχνοκρατισµός αποδείχθηκε και πολύ λιγότερο αριστερός– άφησε όλο το πρακτικό κοµµάτι της διακυβέρνησης σε µια δεξαµενή στελεχών που προέρχονταν από το ύστερο ΠΑΣΟΚ ή, ακόµα και σε µερικές περιπτώσεις, από τη ∆εξιά. Μέχρι σήµερα, η Αριστερά που αποτελούσε τον κορµό του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να σµιλεύει περισσότερο τον λόγο παρά το έργο της κυβέρνησης. Τη δε υποχώρηση του 2015 ακολούθησε η εσωτερική εκκαθάριση, αποδυναµώνοντας περαιτέρω τα αριστερά κοµµάτια και τις ιδέες τους. Η διχοτόµηση της Αριστεράς συνεχίστηκε µετά την υπογραφή του τρίτου Μνηµονίου. Μια –βαλλόµενη από την κρίση– βάση είχε πια να συγκρουστεί µε µια τάξη στελεχών που επιχειρούσε να επιτύχει τον έλεγχο του επιτηρούµενου από την τρόικα κράτους. Σε γεγονότα όπως η δηµοπράτηση των τηλεοπτικών αδειών άρχισαν να εµφανίζονται επιδραστικά πρόσωπα µε συγγένειες µε την Αριστερά, όπως ήταν ο επιχειρηµατίας Χρήστος Καλογρίτσας, που θα επιχειρούσε ένα ακόµα -βραχύβιο- άνοιγµα στα µίντια µε τη συµµετοχή του στην έκδοση της εφηµερίδας «Documento». Προοδευτικά, το µοντέλο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αποµακρύνεται όλο και περισσότερο από το αριστερό παρελθόν του Συνασπισµού• ταυτόχρονα, δίνει στην πλειονότητα των ιστορικών στελεχών της Αριστεράς προνοµιακές θέσεις του κράτους, ακόµα κι αν δεν υπάρχει κανένα περιθώριο διαφορετικής διαχείρισής τους.
Ο πολιτικός λόγος των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να κρατήσει ζωντανό το ιδεολογικό του παρελθόν, αν και είναι πολλές οι στιγµές στις οποίες οι κυβερνητικές ανάγκες υπονοµεύουν ακόµα κι αυτή την απόπειρα. Κατά έναν πολύ παράδοξο τρόπο, τόσο επί των ηµερών του Ανδρέα Παπανδρέου όσο και επί αυτών του Κώστα Σηµίτη η ελληνική Αριστερά κατάφερνε να ασκήσει πολύ πιο ουσιώδες κυβερνητικό έργο, επηρεάζοντας πολύ περισσότερους τοµείς του κράτους απ’ όταν έλαβε δύο λαϊκές εντολές υπέρ µιας τέτοιας διακυβέρνησης. Πλήθος κεκτηµένων από αυτή την παρουσία της Αριστεράς πέριξ του κράτους τα τελευταία 36 χρόνια ξηλώνονται τώρα σωρηδόν µε τη σφραγίδα της. Στον αντίποδα, ένα µεγάλο πλήθος που οικειοποιήθηκε πριν ή µετά την κρίση τις ιδέες της αναγκάζεται να κοιτάει αποσβολωµένο αυτή την εξέλιξη, µε µια απόλυτα δικαιολογηµένη ανησυχία για το µέλλον.