Πώς είδε ο δημόσιος λόγος τη μεγάλη διοργάνωση σύγχρονης τέχνης;
«Τα ζόμπι της αριστεράς στην Ντοκουμέντα». Έτσι επιγραφόταν το άρθρο της Μαργαρίτας Πουρνάρα στην «Καθημερινή» της 7ης Σεπτεμβρίου του 2016, όταν δινόταν και η πρώτη συνέντευξη Τύπου της Documenta 14, με πρωταγωνιστές τον Ανταμ Σίμτσικ και τον Πολ Πρεσιάδο και αμήχανο παρατηρητή επί σκηνής τον Γιώργο Καμίνη. «Μήπως, όμως, η έκθεση δεν θέλει να διδαχθεί από την Αθήνα, αλλά να επαναφέρει στη ζωή το κακοφορμισμένο σάπιο σκήνωμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς άλλων εποχών; Να μιλήσει για τα ιδεώδη της συλλογικής δράσης και της αναστολής της κρατικής βίας σε ένα μέρος όπου αναρχοαυτόνομοι καταλαμβάνουν πανεπιστήμια και ιδιωτικά κτίρια, ενώ ξυλοκοπούν τον διευθυντή της Τροχαίας σε δημόσιο χώρο;», αναρωτιόταν η κ. Πουρνάρα, δίνοντας και το στίγμα της φιλελεύθερης, μετριοπαθούς απαξίας για τον θεσμό, τουλάχιστον στην πρώτη φάση, όπου τα θεωρητικά κείμενα κυριαρχούσαν και η ριζοσπαστικότητα των διακηρύξεων ήταν τέτοια που όντως σόκαρε αυτούς που θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως φιλελεύθερα αστικά πνεύματα. Σε αυτό το πλαίσιο ακόμα και η παρουσία του Γιώργου Καμίνη, έστω και ως δημάρχου φιλοξενίας, αντιμετωπίστηκε σχεδόν σαν προδοσία.
Μετά την έναρξη της έκθεσης, ωστόσο, το Κέντρο άρχισε να αναθεωρεί. Στις σελίδες της «Καθημερινής», ο Δημήτρης Ρηγόπουλος εξομολογούνταν λίγες ημέρες μετά την έναρξη της έκθεσης: «Ανήκω στην κατηγορία εκείνη που αντιμετώπιζε την Documenta με επιφύλαξη, κυρίως ύστερα από εκείνο το ακατάληπτο, αριστερίστικο μανιφέστο της παρθενικής συνέντευξης Τύπου. Εξακολουθώ να μην έχω άποψη, αλλά παρακολουθώντας το χαρούμενο πλήθος των φίλων μας από το εξωτερικό να γεμίζουν με θετική ενέργεια τη συνήθως βαριά ατμόσφαιρα της πόλης, τείνω να γίνω πολύ πιο θετικός με τη διοργάνωση» (11/4/2017). Ομόθυμα με τον Δημήτρη Ρηγόπουλο, οι αναφορές στα ρεπορτάζ της εφημερίδας άρχισαν να αφορούν τον υψηλό τουριστικό αντίκτυπο της έκθεσης στην ελληνική οικονομία. Στις σελίδες για τις τέχνες και τον πολιτισμό άρχισαν να χωράνε σποραδικές αναφορές σε δρώμενα στο πλαίσιο της έκθεσης. Οι στήλες άποψης συνέχισαν να έχουν εχθρική διάθεση απέναντι στο περιεχόμενο της έκθεσης, αλλά το ύφος τους ήταν εμφανώς πιο εξημερωμένο πλέον.
Έτσι, τη σκυτάλη του μίσους παρέλαβαν οι σωτήρες του έθνους και της ταυτότητάς τους. Τρανό το παράδειγμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που είδε στην έκθεση «μια ωμή απόβαση στη χώρα από εκείνους που διεκδικούν (…) το ιστορικό ξέπλυμα και την ηθική νομιμοποίηση των εγκλημάτων του Γ’ Ράιχ και την επανάληψή τους με άλλα μέσα». Όπως επισημάνθηκε πολλάκις, τα πορτρέτα του Χίτλερ στον χώρο της έκθεσης, τα οποία έδωσαν την αφορμή για το σχόλιο της πρώην προέδρου της Βουλής, δεν ήταν υμνητικά, αλλά, αναγράφοντας τα ονόματα νεκρών πάνω από τις προσωπογραφίες του ηγέτη των ναζί, καταφέρονταν ενάντια στα εγκλήματα που διέπραξε το Γ’ Ράιχ κατά των ομοφυλόφιλων. Όχι ότι αυτό θα είχε αλλάξει κάτι στην παρέμβαση. Άλλωστε, η γραμμή κριτικής που έβαζε η Ζωή Κωνσταντοπούλου βρήκε πλήθος ένθερμων υποστηρικτών και αναπαράχθηκε ακόμα και από ανθρώπους που δεν είχαν υπόψη τους το εν λόγω έργω των McDermott και McGough.
Στα «Επίκαιρα» της 12ης Μαΐου η Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, υπό τον τίτλο «Εκκωφαντικά και άλλα τινά στην πόλη του Παρθενώνα», μιλάει για μια Documenta και συναφή σε αυτήν εγχειρήματα, όπως η πρώτη Biennale του 2007 «Destroy Athens», ως «προμελετημένες, στοχευμένες επιθέσεις με ευνόητο στόχο όχι μόνο την ισοπέδωση, παράλυση, εκμηδένιση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και ιδιαιτερότητας, αλλά και τον αφανισμό αυτού καθαυτού του DNA μας». Στη συνέχεια του άρθρου, επιχειρείται να αποδειχθεί η σύνδεση της έκθεσης «με τον οικονομικό πόλεμο και τη συναφή σε αυτόν γενοκτονία», λίγο-πολύ μέσα από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της Documenta, η Μαίρη Ζυγούρη διοργάνωσε την πολυσυζητημένη περφόρμανς «Κοκκινιά 1979 – Κοκκινιά 2017», μνημονεύοντας το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Για τη συγγραφέα του άρθρου, αυτό ήταν ένα «απαράδεκτο χάπενινγκ στον βαμμένο με ελληνικό αίμα» ιστορικό χώρο, παρότι οι μαρτυρίες όσων την παρακολούθησαν τείνουν να την περιγράφουν ως ανατριχιαστική.
Παράλληλα με την εχθρότητα σε επίπεδο πολιτικής πρόσληψης αναπτύχθηκε και ένα εσωκαλλιτεχνικό μίσος. Η Biennale της Αθήνας στην Ομόνοια, μετά από αποτυχημένες απόπειρες σύμπραξης με την Documenta, έχτισε όλο το θέμα της ως κριτική σε αυτή. Υπό τον τίτλο «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», διοργάνωσε δράσεις όπως το εύστοχο «Indigenous Queer Catwalk», το οποίο ειρωνευόταν ευθέως την έκκληση του υπευθύνου των «34 Ασκήσεων Ελευθερίας», Πολ Πρεσιάδο, να αναζητήσει τις queer, αυτόχθονες αφηγήσεις στην Αθήνα.
Κοινή συνισταμένη όλων των επιθέσεων στην Documenta αποτελεί η συνειδητοποίηση πως όντως αυτή ήρθε να «κάνει κάτι». Είτε αυτό είναι μια έμφαση σε μορφές σκέψης και δράσεις που κάποιοι θεωρούν ότι τους ανήκουν, άρα και θα πρέπει να καταδικαστούν, είτε επειδή κάποιοι άλλοι διέγνωσαν σωστά την πολεμική στο συγκεκριμένο πεδίο της καλλιτεχνικής δημιουργίας που η Documenta δημιούργησε ακριβώς επειδή ήρθε να αλλάξει τη διανομή του συμβολικού κεφαλαίου εντός του. Δεν έλειψαν, εξάλλου, και οι κακεντρεχείς που επισήμαναν πως πλείστοι από τους Έλληνες συμμετέχοντες χωρίς την αναβάπτιση από την Documenta δύσκολα θα έβρισκαν να εκθέσουν. Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση.