Πέρα από τα στερεότυπα, οι Έλληνες Ρομά απαρτίζονται από μια πληθώρα διαφορετικών ανθρωπότυπων. Η αναγνώριση μόνο του «εγκληματία» κόβει τον γόρδιο δεσμό του στοιχήματος της ένταξής  τους, με οδυνηρά αποτελέσματα για τις κοινότητές τους και τον κοινωνικό ιστό εν συνόλω

Ο πρόσφατος  θάνατος του 11χρονου στο Μενίδι έστρεψε δημοσιογραφικές πένες, τηλεοπτικές κάμερες και φωτογραφικούς φακούς στην παραμελημένη περιοχή των Αχαρνών. Η άνιση ανάπτυξή της στις περιοχές όπου ζουν οι Ρομά είναι εμφανής σε κάθε περιγραφή και σε κάθε εικόνα που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες, όπου δίπλα σε χρέπια και χαμόσπιτα εμφανίζονται περιφραγμένες πολυτελείς κατοικίες, με υπέρμετρες προφυλάξεις. Μπορεί να μοιάζει με παραφωνία, αλλά στην πραγματικότητα αποτυπώνει  ιδανικά τα αντιφατικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων Ρομά, αλλά και των αντιλήψεων που κυριαρχούν γι’ αυτούς στην ελληνική κοινωνία: όπως ακριβώς στην εικόνα αυτής της περίεργης πολεοδομίας το βλέμμα επικεντρώνεται στο λουξ φρούριο που ξεπροβάλλει ανάμεσα στις ευτελέστερες, διαβλητές κατοικίες, έτσι και στα μαζικότερα πρότυπα που κυριαρχούν στην εγχώρια συλλογική συνείδηση για τους Ρομά δεσπόζουν τα αστυνομικά δημοσιεύματα, υπερκαλύπτοντας οτιδήποτε άλλο.

«Να βρεθεί ο δολοφόνος. Εδώ μένουν οικογένειες με μωρά παιδιά. Δεν είναι λύση να μας καίνε τα σπίτια. Ζητάμε από την Αυτοδιοίκηση να λύσει το πρόβλημα. Εμείς καταδικάζουμε το γεγονός. Δεν είμαστε δολοφόνοι». Ο Αχιλλέας Στρατής, που έκανε την παραπάνω δήλωση στο News247, είχε στο πλάι του μια διαδήλωση 100 περίπου Ρομά ενάντια στους εμπρησμούς των σπιτιών τους από κλιμάκια ακροδεξιών και πίσω του ένα πανό που έγραφε: «Δεν είμαστε δολοφόνοι – Θέλουμε δικαιοσύνη – Να βρεθεί ο φονιάς». Δεν είναι ότι τα αστυνομικά ρεπορτάζ κάνουν λάθος απαραίτητα όταν ισχυρίζονται ότι πράγματι υπάρχει ένα κύκλωμα οργανωμένου εγκλήματος στην περιοχή, που καταπιάνεται με το εμπόριο ναρκωτικών και οι επικεφαλής του είναι Ρομά• είναι ότι η ταύτισή του με το σύνολο ή έστω την πλειονότητα των ανθρώπων που μένουν στην περιοχή στρέφει τα βέλη σε λάθος ταμπλό, με αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζεται κανένα υπαρκτό ζήτημα και να τοποθετούνται στόχοι στις πλάτες ανθρώπων που δεν φέρουν την ευθύνη κανενός ποινικού αδικήματος.

Αφού το Μενίδι παρομοιάστηκε από πολλούς δημοσιογράφους με βραζιλιάνικη φαβέλα, η ΕΛ.ΑΣ. ανακοίνωσε το ελληνικό αντίστοιχο του pacification, των στρατιωτικού τύπου επιχειρήσεων ανακατάληψης που έλαβαν χώρα στο Ρίο ντε Τζανέιρο, με σκοπό να καθαρίσουν τις περιοχές που ήλεγχαν οι βαρώνοι των ναρκωτικών, και οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα δημόσιες ανταλλαγές πυροβολισμών.

Ξεκινάει αυξάνοντας την παρουσία της Αστυνομίας στις επίμαχες περιοχές των Αχαρνών, τόσο σε επίπεδο δρόμου, με ομάδες ΔΙΑΣ και ΟΠΚΕ, όσο και με την ίδρυση ενός νέου κέντρου επιχειρησιακού σχεδιασμού Δυτικής Αττικής, με έδρα το Μενίδι, που θα εποπτεύει τη δράση των αστυνομικών. Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Τόσκας, προανήγγειλε με σαφήνεια τις επιθετικές εκκαθαρίσεις περιοχών στις οποίες ακμάζει το εμπόριο ναρκωτικών, χωρίς να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Στις πρώτες κινήσεις του, ωστόσο, υπήρξε επικοινωνία με τους εκπροσώπους των Ρομά, στη βάση της οποίας αποφασίστηκε η από κοινού συνεργασία.

Η εξάρθρωση μιας μεγάλης μαφιόζικης οργάνωσης των Ρομά τον περασμένο Νοέμβριο αποκάλυψε ένα δίκτυο διαρρήξεων και κλοπών, λαθρεμπορίου των κλοπιμαίων και διακίνησης ναρκωτικών που δρούσε ανενόχλητο για παραπάνω από τριάντα χρόνια, με οικογενειακή διαδοχή και δύο κεφαλές, μοιρασμένες ανάμεσα στον Ασπρόπυργο και τη Δυτική Αττική. Η οργάνωσή τους αποδείχθηκε ιδιαίτερα «σκληρή» στις μεταξύ τους επικοινωνίες και τις επαφές εντός της ΕΛ.ΑΣ., που προσέφεραν την αναγκαία κάλυψη. Θυμίζοντας τις ιστορίες και τον τρόπο οργάνωσης της ιταλικής μαφίας, αποτελούσαν ένα τρομακτικό δίκτυο, η εξάρθρωση του οποίου μόνο ανακούφιση μπορούσε να προσφέρει στο ευρύ κοινό. Στην πραγματικότητα, όμως, αποτελούσε μια ιδιαίτερα μειοψηφική εκδοχή της εγκληματικότητας στις κοινότητες των Ρομά. Οι έρευνες δείχνουν ότι η περιβόητη εγκληματικότητα των Τσιγγάνων δεν είναι υψηλής έντασης ή παραβατικότητας, αλλά ανήκει περισσότερο στην κατηγορία της μαύρης εργασίας. Αποκλεισμένοι από την αγορά εργασίας και στιγματισμένοι κοινωνικά, αρκετοί που στερούνται του αρχικού κεφαλαίου με το οποίο να μπορούν να οργανώσουν δικές τους επιχειρήσεις καταφεύγουν στο μικρής κλίμακας λαθρεμπόριο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πριν από μερικά χρόνια, όταν πολλοί αρθρογράφοι εφημερίδων άρχισαν να μιλούν εξοργισμένοι για την εγκληματικότητα των Ρομά, γρήγορα έκαναν τον αναγνώστη να ανακαλύψει ότι αναφέρονταν στο αφορολόγητο εμπόριο μεταχειρισμένης λαμαρίνας, με σίδερα τα οποία μάζευαν συνήθως από τα σκουπίδια.

Από την περιθωριοποίηση στην ένταξη

Αν και μέχρι να δούμε απτά αποτελέσματα είναι δύσκολο να θεωρήσουμε δεσμευτική την από κοινού εξαγγελία του υπουργού Εσωτερικών, Πάνου Σκουρλέτη, του υπουργού Παιδείας, Κώστα Γαβρόγλου, του υφυπουργού Αθλητισμού, Γιώργου Βασιλειάδη, της αναπληρώτριας υπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώς Φωτίου, και του υπουργού Προστασίας του Πολίτη μαζί με την Περιφέρεια Αττικής, τα μέτρα που εξήγγειλαν φάνηκαν να κινούνται σε αποδοτική για την ένταξη των Ρομά κατεύθυνση.

Η στρατηγική ξεκινούσε από την ισχυρότερη «πρόσδεση» των παιδιών των Ρομά στο σχολείο, με ολιγομελή τμήματα για καλύτερη επικοινωνία με τους καθηγητές, κοινωνικούς λειτουργούς, που θα είναι σε τακτική επαφή με την οικογένεια, διευκόλυνση της εισαγωγής των Ρομά στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, σχολικά γεύματα για τους μαθητές και λειτουργία σχολών γονέων, που θα συμβουλεύουν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας στην ανατροφή των παιδιών. Παράλληλα, ο υπουργός Εσωτερικών δήλωσε πως εξετάζεται η αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου για την παράνομη οπλοκατοχή, το υπουργείο Υγείας και η Περιφέρεια Αττικής εξήγγειλαν πρόγραμμα αναβαθμίσεων των υποδομών της περιοχής, ενώ ο υφυπουργός Αθλητισμού πρότεινε τη θέσπιση ειδικών προγραμμάτων για την πρόσβαση των Ρομά στον αθλητισμό και την πιθανή ίδρυση αθλητικών εγκαταστάσεων σε περιοχές όπου υπάρχουν κοινότητες. Το διυπουργικό σχέδιο της κυβέρνησης είναι αναμφίβολα αμερικανικής έμπνευσης, πράγμα διόλου κακό, αν αναλογιστούμε ότι οι ΗΠΑ σε πολλές περιπτώσεις  έχουν αποτελέσει τη μήτρα εξαιρετικά επιτυχημένων  προγραμμάτων ένταξης. Σε περίπτωση που δεν αποτελέσει άλλο ένα πολιτικό πυροτέχνημα που έμεινε στα χαρτιά ή κόλλησε στο «σφιχτό» χέρι των δανειστών, το πρόγραμμα  θα μπορούσε πράγματι να επιτύχει, καθώς αγγίζει όλο το φάσμα των μηχανισμών περιθωριοποίησης των Ρομά, στην ύπαρξη των οποίων συμφωνεί το σύνολο των σχετικών ερευνών.

Η χαλαρή «πρόσδεση» των παιδιών των Ρομά στο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να ξεκινάει μεν από το οικογενειακό περιβάλλον, που είναι αποθαρρυντικό, αλλά ολοκληρώνεται από διάφορες κινήσεις αποβολής αυτών από τα σχολεία ή ακόμα κι από παιδικούς σταθμούς. Η επιλογή των Τσιγγάνων να συσπειρώνονται σε κοινότητες μπορεί να συντηρεί μια παράδοση, αλλά το γεγονός ότι οι περιοχές που επιλέγουν για την εγκατάστασή τους είθισται να εγκαταλείπονται από το κράτος διευκολύνει την γκετοποίηση, με όσα αυτή συνεπάγεται.

Οχι ότι τα προγράμματα ένταξης θα είναι χωρίς εμπόδια, βέβαια. Αν κρίνουμε από το περιβόητο ψήφισμα του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του 7ου και 10ου Δημοτικού Σχολείου Χαλανδρίου τον Οκτώβριο του 2012, όταν 234 ψήφισαν ενάντια στην αποδοχή των παιδιών των Ρομά στο σχολείο και μόλις 4 υπέρ, δύσκολα φαίνεται ότι θα ήταν εύκολο να τους δεχθούν ως μαθητές με ειδικά προνόμια. Η δε προτεραιότητα που έχει το σόι απέναντι στην πυρηνική οικογένεια για τους Ρομά καθιστά αμφίβολη την επιτυχία ενός προγράμματος κατάρτισης των δύο γονέων. Όσο για το ζήτημα των κατοικιών, το Χαλάνδρι έδωσε και τη δεύτερη ένδειξη των πιθανών δυσκολιών που θα αντιμετωπίσει το πρόγραμμα ένταξης: το 2014, όταν επιχειρήθηκαν η διάλυση του καταυλισμού των Ρομά στο Κάτω Χαλάνδρι και η μετεγκατάστασή του σε ένα βουνό μακριά από τον αστικό ιστό, πλήθος φωνών ζητωκραύγαζε υπέρ του διωγμού και της απομόνωσης των ανεπιθύμητων γειτόνων. Η επένδυση σε υποδομές που θα μονιμοποιήσει τους καταυλισμούς είναι αναμενόμενο ότι θα καταπολεμηθεί από διάφορους αγκιτάτορες, που εξυπηρετούν τις ακροδεξιές ατζέντες στο συγκεκριμένο ζήτημα και ευρύτερα.