Από τις «άτυπες» παρακολουθήσεις έως τα συστήματα υποκλοπών που διατηρούν γνωστοί επιχειρηματίες και άνθρωποι του υποκόσμου και την εμπλοκή των ΜΜΕ στη δημοσιοποίηση του «υλικού», η πρόσβαση στην ιδιωτική πληροφορία είναι ένα πολύτιμο όπλο σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων

Ποιος  ακούει  ποιον σε αυτή  τη χώρα; Οι πρώην αξιωματούχοι και αξιωματικοί της ΕΥΠ παρακολουθούν πολιτικούς, αλλά και άλλους υπαλλήλους, οι πολιτικοί άλλους πολιτικούς, οι επιχειρηματίες άλλους επιχειρηματίες,  τους πολιτικούς και τους δικαστικούς  – όλοι μαζί σε ένα ασταμάτητο παιχνίδι «καταρράκωσης»  κάθε νομιμότητας και εν τέλει υπονόμευσης του δημόσιου συμφέροντος.

Σύμφωνα με τον νόμο, η ΕΥΠ οφείλει να ζητά από τον εισαγγελέα  άρση του απορρήτου για λόγους  εθνικής  ασφάλειας. Για την ακρίβεια, η υπηρεσία ζητά εντολή από τον εισαγγελέα που εδρεύει στην  ΕΥΠ. Αυτή η εντολή  είναι  η προϋπόθεση για να γίνει οποιαδήποτε «συνακρόαση», όπως  είναι ο όρος που χρησιμοποιείται.  Τηρείται, όμως, η διαδικασία; Στο παρελθόν  όχι. Αντίθετα, δεκάδες αιτήματα για άνοιγμα κινητών αγνώστων λοιπών στοιχείων και χωρίς να υπάρχει  αιτιολογία για κάποιο αδίκημα οδηγούσαν στο άνοιγμα χιλιάδων τηλεφωνικών γραμμών. Από τη στιγμή που ανέλαβε την υπηρεσία  ο Ρουμπάτης η διαδικασία τηρείται με έλεγχο από τον ίδιο.

«Άτυπες» παρακολουθήσεις με το αζημίωτο

Η άλλη κατηγορία  «άτυπων» παρακολουθήσεων είναι αυτή που σχετίζεται με την –ας την πούμε έτσι– «ελεύθερη αγορά». Πολλοί επιχειρηματίες, πολιτικοί και διάφοροι υπηρεσιακοί παράγοντες  έχουν  προσωπικές σχέσεις με υπαλλήλους των σωμάτων ασφαλείας, νυν ή πρώην,  οι οποίοι έχουν πρόσβαση σε διάφορους  τομείς που ασχολούνται με τις παρακολουθήσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται  για οικονομική  συναλλαγή,  είτε με χρήματα είτε με άλλου είδους ανταλλάγματα, όπου παράγοντες της υπηρεσίας  πωλούν  πληροφορίες για ίδιον  όφελος. Και εκτός, βέβαια, από τους «ευυπόληπτους» επιχειρηματίες και πολιτικούς, υπάρχουν και στοιχεία του οργανωμένου εγκλήματος,  ακόμη και βαρυποινίτες, που έχουν επαφές  με υπαλλήλους των σωμάτων  ασφαλείας. Από τη μία, κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο έως ένα σημείο, διότι κάποιοι από αυτούς αποτελούν το δίκτυο πληροφοριοδοτών, από την άλλη, όμως, πολύ εύκολα οι σχέσεις αυτές οδηγούν σε άλλου είδους συναλλαγές. Ετσι, το κάθε τμήμα, ο κάθε υπάλληλος σχεδόν, μπορεί να κάνει περίπου ό,τι θέλει. Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο ξετυλίγεται το γαϊτανάκι των «άτυπων» ή μη παρακολουθήσεων, οι υπηρεσίες διατηρούν  τη δική τους προνομιακή σχέση με τα ΜΜΕ. Υλικό παρακολουθήσεων βρίσκει τον δρόμο του προς δημοσίευση  είτε μέσω των υπηρεσιών ασφαλείας, είτε μέσω εισαγγελικών πηγών –έστω κι αν κάτι τέτοιο απαγορεύεται αυστηρά– και αποτελεί εργαλείο πίεσης με ποικίλους τρόπους. Ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να «λερώσει» τη δημόσια εικόνα κάποιου, ο οποίος δεν θα καταλήξει να αντιμετωπίζει τη Δικαιοσύνη  είτε διότι δεν υπάρχουν στοιχεία είτε διότι η δημοσιοποίηση  αποτελεί απλώς  «παραγγελιά» κάποιου  αντιπάλου  του. Ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επηρεάσει την κοινή γνώμη και –κυρίως– το δικαστικό σώμα, ενόψει μιας δίκης – άσχετα από το αν τελικά το συγκεκριμένο υλικό θα καταλήξει να περιλαμβάνεται στη δικογραφία.

Και, φυσικά, το «λέρωμα» της δημόσιας εικόνας ή ο επηρεασμός της δικαστικής κρίσης είναι μάλλον οι πιο «ευγενείς» πλευρές  της σχέσης  των  υπηρεσιών με τα ΜΜΕ. Διότι, πέραν αυτών, υπάρχουν και περιπτώσεις κοινότατων  και στυγνών εκβιασμών, στους οποίους συγκεκριμένοι  δημοσιογράφοι ειδικεύονται. Η τακτική εδώ είναι συνήθως η δημοσιοποίηση μιας «προειδοποίησης» («σε τόση ώρα» ή «σε τόσες μέρες» θα σας αποκαλύψουμε το τάδε), συχνά και με μια πρόγευση  του «υλικού» που έχει ο δημοσιογράφος στα χέρια του. Αν το θύμα ενδώσει –και πληρώσει–, το υλικό δεν δημοσιεύεται  ποτέ. Αλλιώς… Επίσης μία ακόμη περίπτωση είναι οι «άτυπες» παρακολουθήσεις πολιτικών. Το σκεπτικό ήταν στο παρελθόν  ότι οι υπηρεσίες  παρακολουθούν πολιτικούς που είναι ευάλωτοι  και θα μπορούσαν να πέσουν θύματα εκβιασμού και να θέσουν σε κίνδυνο  την εθνική ασφάλεια. Αν κάποιος  είναι, ας πούμε, «σεξουαλικά εκτεθειμένος»  ή έχει κάποιο πρόβλημα εθισμού σε ουσίες ή στον τζόγο. Το υλικό αυτών των παρακολουθήσεων μπορεί, κατά περίπτωση, να χρησιμοποιηθεί είτε ως βάση περαιτέρω  διερεύνησης είτε ως μοχλός εκβιασμού. Ταυτόχρονα, όμως, οι «ιδιώτες» μπορούν  να παρακολουθήσουν  και πολιτικούς  που διατηρούν  –στ’ αλήθεια  ή κατά φαντασίαν– σχέσεις με υπόπτους για τρομοκρατία, με την έννοια  του να έχουν  εμφανιστεί  ως μάρτυρες  σε δίκες τους ή να υπερασπίζονται δημοσίως  τα δικαιώματά  τους ως κρατουμένων.

Από το  Λουτράκι με… συντροφική αγάπη

Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας, τον Ιανουάριο  του 2015,  ο Αλέξης Τσίπρας, ανάμεσα στα άλλα, φρόντισε να τοποθετήσει κι έναν δικό του άνθρωπο στον νευραλγικό τομέα των πληροφοριών: έτσι, ο Γιάννης Ρουμπάτης έγινε διοικητής της Εθνικής  Υπηρεσίας Πληροφοριών, της ΕΥΠ. Στο διάστημα της θητείας του ο Ρουμπάτης έχει κάνει κινήσεις «αποστρατικοποίησης» της ΕΥΠ, απομακρύνοντας από νευραλγικές θέσεις της υπηρεσίας  αξιωματικούς που προέρχονταν, εθιμικώ δικαίω, από τον Στρατό. Παράλληλα, δοκίμασε να αναπτύξει  απευθείας διαύλους επικοινωνίας με το εξωτερικό, κόβοντας τους «μεσάζοντες» της Αστυνομίας και του Στρατού.

Οι κινήσεις  αυτές ήταν λογικό να δυσαρεστήσουν τον εταίρο της συγκυβέρνησης, Πάνο Καμμένο. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, που δεν έχει κρύψει την πρόθεσή του  να δημιουργήσει κάτι σαν ΕΥΠ του Στρατού, από την αρχή είδε στον Γιάννη Ρουμπάτη  έναν επικίνδυνο αντίπαλο. Η έκρηξη μιας διαμάχης  που ήταν θέμα χρόνου συνέβη μετά από μια συνάντηση του Γιάννη Ρουμπάτη  με τον τότε υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Γιάννη  Πανούση, το φθινόπωρο του 2015: ο Πάνος Καμμένος θεωρούσε  αδιανόητη  μια τέτοια ανταλλαγή πληροφοριών. Δεδομένου ωστόσο του ότι η συνάντηση υπήρξε ιδιωτική, αναρωτιέται  κανείς πόσο η αλληλοπαρακολούθηση στελεχών της ίδιας κυβέρνησης έχει προχωρήσει.  Το μέλλον προβλέπεται εξόχως πολλά υποσχόμενο

Παρακολουθείται το  Κόμμα του Λαού; Δεν έχει δα περάσει και πολύς καιρός από τότε που το να είσαι μέλος του ΚΚΕ συνεπέφερε μια σειρά από όχι και τόσο ευχάριστες παράπλευρες απώλειες, όπως π.χ. το να έχεις φάκελο στην Ασφάλεια με τις κινήσεις σου καταγεγραμμένες. Οι καταγγελίες, έτσι, που πρόσφατα  ανατάραξαν  τη δημοσιότητα, πως  δηλαδή  στα τηλεφωνικά κέντρα του Περισσού άκουγαν… Νέα Δημοκρατία  και Ενωση Κεντρώων, προκάλεσαν την εύλογη διερώτηση: πόσο μακριά φτάνουν οι υποκλοπές;  Το ΚΚΕ ήδη από τον Δεκέμβριο έχει προβεί σε καταγγελίες και προέβη  σε νέες τον Απρίλιο. Πέντε μήνες μετά ωστόσο καμία απάντηση δεν έχει δοθεί. Δυνατότητα νόμιμης συνακρόασης έχουν διάφορες υπηρεσίες σε ένα γαϊτανάκι αρμοδιοτήτων  που συνήθως καλύπτει  τα ίχνη  και δημιουργεί τετελεσμένα. Η αίσθηση ότι το «βαθύ κράτος» ξέρει είναι μια σχεδόν κοινή, άρρητη αλήθεια που συνέχει το κράτος. Το γεγονός  ότι φαίνεται ειδικά εδώ να προτάσσεται μια συνέχεια του κράτους αποτελεί μια λυπηρή τροπή στο πολλά υποσχόμενο  πολιτικό σίριαλ που θα ήθελε ίσως με την κυβέρνηση της Αριστεράς να «είμαστε κάθε λέξη του Συντάγματος» – γραμμένη και όχι υποκλεμμένη. Δεδομένης πάντως  της καφκικής διάρθρωσης των υπηρεσιών, δεν αποκλείεται και εδώ να αγνοεί η Αριστερά τι ποιεί το σύμπαν όλο.

Επισυνδέσεις και βαλιτσάκια

Η ΕΥΠ προμηθεύτηκε το πρώτο της σύγχρονο σύστημα συνακροάσεων κατά τη διακυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, το 2007.  Πρόκειται για ένα σύστημα «επισύνδεσης», σταθερό, που στεγάζεται στον 15ο όροφο του κτιρίου της Κατεχάκη. Κόστισε περίπου  3,5 εκατομμύρια  ευρώ. Η Αντιτρομοκρατική  Υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. προμηθεύτηκε ένα ίδιο, έναν χρόνο αργότερα.

Το σύστημα λειτουργεί ως εξής: Όταν ληφθεί η απόφαση  για «συνακρόαση» –βάσει του νόμου, πρέπει  να υπάρχει  εισαγγελική εντολή, αλλά, όπως  είδαμε, αυτό είναι κάτι που «ξεπερνιέται»–, η υπηρεσία ζητά από τον πάροχο να «κουμπώσει», όπως λένε, τη γραμμή. Στη συνέχεια, κάθε συνομιλία στη συγκεκριμένη γραμμή καταγράφεται.

Όταν παραγγέλθηκε αρχικά το σύστημα, είχε τη δυνατότητα  να καταγράφει  οκτακόσιες διαφορετικές συνομιλίες  ταυτόχρονα. Έκτατε, έχει αναβαθμιστεί. Πληροφορίες λένε ότι εδώ και κάποια χρόνια έχει δυνατότητα  5.000 ταυτόχρονων συνακροάσεων.

Αρκετά νωρίτερα, την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, η ελληνική κυβέρνηση είχε δεχτεί πιέσεις από παράγοντες των ΗΠΑ να προμηθευτεί η ΕΥΠ ένα σύστημα παρακολούθησης το οποίο τελικά αγόρασε μεταχειρισμένο από αμερικανική εταιρεία προς 400 χιλιάδες δολάρια περίπου. Η συσκευή αυτή σάρωνε το φάσμα των εκπομπών και είχε τη δυνατότητα  εντοπισμού στίγματος, δηλαδή  της θέσης κάποιου. Δεν ήταν όμως ιδιαίτερα αποτελεσματική. Λειτουργούσε ικανοποιητικά μόνο σε ανοικτούς χώρους, ενώ σε αστικό περιβάλλον, με πολλές παρεμβολές, απαιτούσε πολύ χρόνο, με αμφίβολα αποτελέσματα. Μπορούσε σε κάποιες περιπτώσεις να καταγράψει συνομιλίες, αλλά με μεγάλη δυσκολία. Είχε, επίσης, μικρή σχετικά εμβέλεια και γι’ αυτό η χρήση της γινόταν από ένα βανάκι.

Αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο πρόβλημα: Όταν ανάμεσα στο κινητό τηλέφωνο και στην κυψέλη  παρεμβάλλεται  η συσκευή, αν το σύστημα δεν είναι αρκετά καλό, δεν είναι «παθητικό», όπως  είναι ο όρος που χρησιμοποιείται,  αυτός που μιλάει μπορεί να αντιληφθεί την παρακολούθηση. Όσο πιο σύγχρονο  και ακριβό το σύστημα, τόσο πιο «παθητικό» είναι.

Από τον πρώτο  εθνικό προϋπολογισμό της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, με υπουργό Προστασίας του Πολίτη τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ο προϋπολογισμός της ΕΥΠ αυξήθηκε. Παρά τις διάφορες αιτιάσεις παραγόντων για τον σκοπό της αύξησης, ειδικά εν μέσω κρίσης, ουδέποτε υπήρξε πειστική απάντηση.  Πληροφορίες,  ωστόσο, μαρτυρούν  ότι από εκείνη την περίοδο και μετά η ΕΥΠ προμηθεύτηκε τα συστήματα παρακολούθησης που έχει σήμερα. Τα συστήματα αυτά δεν είναι σαν τον ηλικιωμένο προκάτοχό τους. Και δεν απαιτούν καμία συνεργασία  με τον πάροχο. Σαρώνουν  κι αυτά εκπομπές και εντοπίζουν στίγμα, αλλά μπορούν  επίσης να καταγράψουν 10.000  συνομιλίες ταυτόχρονα, με άριστη ποιότητα και αφαίρεση θορύβου, έχουν δυνατότητα αναγνώρισης φωνής και εντοπισμού  λέξεων-κλειδιών στο φάσμα εκπομπής, με εμβέλεια που μπορεί να φτάσει τα 30 χιλιόμετρα. Η τιμή του καθενός από αυτά μπορεί να ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο – αν και υπάρχουν και «φτηνά», προς μόλις 100.000.

Λεφτά υπάρχουν… Ο κυκεώνας υποκλοπών και παρακολουθήσεων, ωστόσο, που κυριαρχεί  στο πολιτικό σύστημα και στο επιχειρηματικό κατεστημένο δεν σχετίζεται φυσικά μόνο με την τεχνική υποδομή  της ΕΥΠ, καθώς αντίστοιχος εξοπλισμός κυκλοφορεί στην αγορά. Οποιοσδήποτε με αρκετά χρήματα μπορεί να προμηθευτεί ένα «βαλιτσάκι» και, σύμφωνα με πληροφορίες, τουλάχιστον οκτώ κυκλοφορούν εκεί έξω. Βρίσκονται στα χέρια ορισμένων  από τους επιφανέστερους επιχειρηματίες της χώρας και χειριστές τους είναι νυν ή πρώην υπάλληλοι μυστικών υπηρεσιών, που έχουν εκπαιδευτεί  να τα χρησιμοποιούν. Το θέμα αυτό είχε θίξει με ηχηρό  τρόπο ο τότε βουλευτής  της Ν.Δ. και σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας,  Προκόπης Παυλόπουλος,  ο οποίος, κατά τη συζήτηση επί της έκθεσης πεπραγμένων του 2011 της Αρχής Διασφάλισης  του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), η οποία είχε γίνει το 2013, είχε ρωτήσει: «Η εισαγωγή  ή η κατασκευή ενός τέτοιου μηχανήματος αποτελεί εγκληματική ενέργεια; Εχει ποινικοποιηθεί η παράνομη εισαγωγή και η παράνομη χρησιμοποίηση του μηχανήματος;». Για να λάβει την απάντηση από τον πρόεδρο  της ΑΔΑΕ, Ανδρέα Λαμπρινόπουλο, ότι «δεν καλύπτεται από το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο» ώστε να προχωρήσει σε τέτοιου είδους ελέγχους. Αξίζει να σημειωθεί  ότι στο παρελθόν και ο πρόεδρος  του ΣΥΡΙΖΑ και σημερινός πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, έχει απευθύνει ερώτηση  σχετικά με τα κενά στη νομοθεσία και με ζητήματα διασφάλισης του απορρήτου μετά από καταγγελίες της ΑΔΑΕ. Θα έλεγε, βέβαια, κανείς ότι ένα από τα καθήκοντα  της ίδιας της ΕΥΠ θα ήταν να φροντίσει να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αλλά η τήρηση αυτού του καθήκοντος είναι πρώτιστα ζήτημα πολιτικής βούλησης. Και τέτοιου είδους πολιτική βούληση φαίνεται ότι δεν υπάρχει.