Η συνθήκη της ταξικής ανισότητας έναντι των εξετάσεων για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι γνωστή αρκετές δεκαετίες τώρα. Όμως, το εντυπωσιακό είναι πώς κατορθώνει να αψηφά τις όποιες μεταρρυθμίσεις γίνονται με σκοπό να αντιμετωπιστεί

Σε όλη τη συζήτηση για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις και τον τρόπο εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση δύο ερωτήματα κυριαρχούν: Πώς θα αποφορτιστούν οι μαθητές από το άγχος και την πίεση της επιτυχίας και πώς το σύστημα επιλογής θα γίνει λιγότερο ταξικό, ώστε να μην ευνοούνται εξαρχής τα παιδιά που προέρχονται από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα σε βάρος των παιδιών από τα πιο λαϊκά στρώματα.

Βέβαια, ένα εξεταστικό σύστημα που κρίνει ποιοι θα έχουν πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και ποιοι όχι και από αυτούς που θα αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτήν ποιοι θα πάνε στις σχολές με τις καλύτερες προοπτικές και ποιοι σε αυτές με τις χειρότερες είναι με έναν τρόπο αντικειμενικά ανταγωνιστικό, πιεστικό και σε τελική ανάλυση ταξικό. Μια μαθήτρια που θα περάσει στην Ιατρική Σχολή έχει προφανώς πολύ καλύτερες επαγγελματικές και κοινωνικές προοπτικές από μια συμμαθήτριά της που θα περάσει στο ΤΕΙ Λογιστικής και αυτό εξηγεί γιατί μια οικογένεια θα επιδιώξει να δει το παιδί της να φοιτά σε μια Ιατρική, μια Νομική ή μια Πολυτεχνική Σχολή και άρα να προσπαθήσει να κάνει ό,τι μπορεί για να έχει μια καλύτερη επίδοση στις εξετάσεις. Πόσω μάλλον όταν με την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας των νέων είναι λίγες οι σχολές που δίνουν μια αξιοπρεπή επαγγελματική προοπτική και αυτή συχνά μόνο με όρους μετανάστευσης.

Είναι προφανές ότι, για να ξεπεράσουμε αυτού του είδους τον «δομικό» χαρακτήρα ταξικής επιλογής που έχει ένα ανταγωνιστικό σύστημα εισαγωγής για τμήματα ανώτατης εκπαίδευσης που δίνουν διαφορετικές προοπτικές, θα χρειαζόταν μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση, που θα αποτιμούσε με πιο ισότιμο τρόπο όλα τα επαγγέλματα και θα απέφευγε τις κάθετες ιεραρχίες, κοινώς αλλαγές που υπερβαίνουν τα όρια μιας «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης».

Όμως, υπάρχει και το πρόβλημα του άνισου τρόπου με τον οποίο φτάνουν οι μαθητές να δώσουν εξετάσεις. Η μία διάσταση ανισότητας αφορά το ίδιο το οικογενειακό περιβάλλον και τα μορφωτικά του χαρακτηριστικά. Εκ των πραγμάτων, παιδιά από μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα (στρώματα κατά τεκμήριο με περισσότερη -τυπική τουλάχιστονμόρφωση) φτάνουν στις εξετάσεις προικισμένα με περισσότερο «συμβολικό κεφάλαιο», γεγονός που εκφράζεται και ως καλύτερη ανταπόκριση στις απαιτήσεις του σχολείου. Όμως, η ανισότητα δεν τελειώνει εκεί. Τα πραγματικά εκπαιδευτικά και μορφωτικά ελλείμματα του δημόσιου σχολείου καθιστούν, ιδίως μπροστά στις εξετάσεις, αναγκαία την υποστήριξη με φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα, ενώ ευνοούν τους μαθητές των ιδιωτικών σχολείων. Μόνο που όλα αυτά αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό κόστος, που δεν μπορούν εύκολα να αναλάβουν οικογένειες από πιο λαϊκά στρώματα ή, τουλάχιστον, δεν μπορούν να συναγωνιστούν οικογένειες με άλλη κοινωνική και εισοδηματική κατάσταση (άλλο πράγμα το συνοικιακό φροντιστήριο, άλλο πράγμα το ιδιαίτερο μάθημα με έναν έμπειρο καθηγητή).

Η συνθήκη ταξικής ανισότητας έναντι των εξετάσεων για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι γνωστή αρκετές δεκαετίες τώρα. Όμως, το εντυπωσιακό είναι πώς κατορθώνει να αψηφά τις όποιες μεταρρυθμίσεις γίνονται με σκοπό να αντιμετωπιστεί. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η αποτυχία της μεταρρύθμισης του Γεράσιμου Αρσένη το 1997-98 να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Το πνεύμα εκείνης της μεταρρύθμισης ήταν πως, εάν αυξήσουμε τον αριθμό των μαθημάτων που εξετάζονται και απλώσουμε τις εξετάσεις και στα τρία χρόνια του Λυκείου, εάν οι μαθητές έχουν να αντιμετωπίσουν έναν τόσο μεγάλο όγκο μαθημάτων, θα σταματήσουν να πηγαίνουν φροντιστήριο και απλώς θα διαβάζουν για το σχολείο και άρα θα έρθει η «αποφόρτιση». Στην πράξη συνέβη το ακριβώς αντίθετο: Οι μαθητές κατέφυγαν μαζικά στα φροντιστήρια, τα τελευταία προσέφεραν προγράμματα για όλο το πλήθος των μαθημάτων που εξετάζονταν πανελλαδικά, αυξάνοντας σημαντικά το προσωπικό τους, ενώ οι Ελληνες μαθητές κέρδισαν τον τίτλο των «πιο σκληρά εργαζόμενων Ευρωπαίων». Εξ ου και η σταδιακή μείωση των πανελλαδικά εξεταζόμενων μαθημάτων και ο περιορισμός των εξετάσεων μόνο στη Γ’ Λυκείου.

Αντίστοιχα, ιδέες που κατά καιρούς ακούγονται ωραίες, όπως είναι η διάχυση της εξεταστικής διαδικασίας σε όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς ή η μεγαλύτερη αποτίμηση περισσότερο «δημιουργικών» πλευρών (εργασίες, projects κ.λπ.) για τον υπολογισμό του βαθμού πρόσβασης, στην πραγματικότητα ενέχουν επίσης τον κίνδυνο της ταξικής επιλογής: Πάλι τόσο το συμβολικό (αναβαθμισμένο μορφωτικό περιβάλλον) όσο και το υλικό κεφάλαιο (ικανότητα φροντιστηριακής υποστήριξης) θα παίζουν ρόλο στην αναβαθμισμένη επίδοση. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πιο ακριβά ιδιαίτερα μαθήματα σήμερα είναι αυτά για το International Baccalaureate, που προσφέρουν ορισμένα ιδιωτικά σχολεία. Οσο για ιδέες που υπόσχονται «αποφόρτιση» του Λυκείου, όπως η πρόταση που συχνά επανέρχεται για προπαρασκευαστικό έτος στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, απλώς μεταφέρουν χρονικά τη στιγμή της επιλογής, δεν την αναιρούν.

Είμαστε, επομένως, σε ένα αδιέξοδο και άρα δεν έχει νόημα οποιαδήποτε συζήτηση; Οχι, υπάρχουν πράγματα που μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση, ακόμη και χωρίς… κοινωνική επανάσταση. Η εμπειρία έχει αναδείξει δύο κρίσιμα πεδία: Το πρώτο αφορά το περιεχόμενο των εξετάσεων. Σε πείσμα όσων θεωρούν ότι είναι δικαιότερο ένα σύστημα που θα μετρούσε την «πρωτοτυπία» ή τη «δημιουργικότητα», χωρίς βέβαια να διευκρινίζουν πώς αυτό μπορεί να γίνει με μετρήσιμο και αντικειμενικό τρόπο, η εμπειρία έχει δείξει ότι εξετάσεις σε βασικά μαθήματα, με άξονα βασικές γνώσεις, κατανόηση της θεωρίας, ικανότητα επίλυσης ασκήσεων, κοινώς εξετάσεις που να ανταμείβουν την προσπάθεια του μαθητή και την καλή διδασκαλία, είναι κοινωνικά πιο δίκαιες από εξετάσεις που αποτιμούν στην πραγματικότητα το κοινωνικό και μορφωτικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Το δεύτερο και σημαντικότερο ίσως αφορά την προσφορά από το ίδιο το σχολείο όλου του αναγκαίου διδακτικού έργου που απαιτεί η προετοιμασία για εξετάσεις. Το να το αναλάμβανε αυτό το δημόσιο σχολείο, προσφέροντας δωρεάν τα επιπλέον προπαρασκευαστικά μαθήματα, θα ήταν μια πολύ μεγάλη οικονομική ανακούφιση για τις οικογένειες των λαϊκότερων στρωμάτων και θα αναιρούσε σημαντικές πλευρές ταξικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Βέβαια, είναι ένα ερώτημα το τι μπορεί να κάνει μέσα σε μια συνθήκη όπου οι δαπάνες για την εκπαίδευση περικόπτονται για να βγουν τα πρωτογενή πλεονάσματα…