Τι κανείς όταν το παγκόσµιο γεωπολιτικό  κέντρο της ιδεολογίας σου καταρρέει; Αυτό ήταν το ερώτηµα που είχε να απαντήσει  η δυτική Αριστερά στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Την εποµένη της κατάρρευσης του ανατολικού µπλοκ, πλήθος σηµαντικών µετατοπίσεων λάµβανε χώρα εντός κι εκτός της Ελλάδας, σχηµατίζοντας ένα νέο τοπίο. Την ίδια εποχή που το πρώτο µεταναστευτικό ρεύµα από την Αλβανία γινόταν βορά στην ξενοφοβία, το Μακεδονικό και τα Ιµια είχαν ξυπνήσει τις εθνικιστικές εξάρσεις µε ιδιαίτερη ένταση. Η δε αποδιοργανωµένη Αριστερά, που µαζί µε την απώλεια της ΕΣΣ∆ είχε ταραχτεί κι από τη µετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ και την επάνοδο της ∆εξιάς, είχε βρει ως προνοµιακό πεδίο της νέας έκφρασής της ζητήµατα πολιτισµού – και αναπόφευκτα εκσυγχρονισµού. Ο εκσυγχρονισµός ήταν πολιτικό πρόγραµµα που ούτως ή άλλως υπήρχε στην ατζέντα της Αριστεράς ή τουλάχιστον του κοµµατιού της που παρακολουθούσε τις ιδεολογικές  επεξεργασίες σε Γαλλία, Ιταλία, Γερµανία και Αµερική τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Υπήρχε και µε πολύ διαφορετική µορφή από αυτή µε την οποία θα έµενε γνωστή  και στην πλατφόρµα του Ανδρέα Παπανδρέου. Υποδήλωνε µια έµφαση στα ατοµικά δικαιώµατα, στην κοινωνική  συνοχή και στις δηµοκρατικές ελευθερίες, παράλληλα µε µια εξυγίανση του κράτους, πάντα µε άξονα την προστασία των αδυνάτων. Στο πλαίσιο της αποχουντοποίησης, που ήταν αναπόδραστο στάδιο ενός τέτοιου εκσυγχρονιστικού εγχειρήµατος, η Αριστερά είχε ενεργητική  συµµετοχή. Την εξέλιξη της σύνδεσης των πανεπιστηµίων µε την Αριστερά έχει περιγράψει  ιδανικά ο δηµοσιογράφος Παντελής Μπουκάλας, µιλώντας για τον ιστορικό «Πολίτη», το περιοδικό που εξέδιδε ο Αγγελος Ελεφάντης, εµβληµατικός διανοούµενος του χώρου:

«Στον ύστατο “Πολίτη”, πολλά από τα κείµενα γράφονταν, τουλάχιστον κατά τον Ελεφάντη, για να προαχθείς  στο πανεπιστήµιο,  για να γίνεις  επίκουρος, όπως έλεγε». Ανατρέχοντας στον λόγο του ίδιου του Ελεφάντη, εύκολα βρίσκει κανείς στοιχεία που αργότερα ταυτίστηκαν µε τον εκσυγχρονισµό• η κριτική του λαϊκισµού είναι το πιο χαρακτηριστικό απ’ αυτά. Με την έλευση του Κώστα Σηµίτη στην πρωθυπουργία, πολλές απ’ τις ιδέες που υπερασπίστηκε  µια κάποια Αριστερά άρχισαν να επανέρχονται παραµορφωµένες  ως κυβερνητικό πρόγραµµα. Τον εκσυγχρονισµό και ευρωπαϊσµό  του νέου  πρωθυπουργού  συµπλήρωναν  άλλωστε ευρωπαϊκά προγράµµατα που αναβάθµιζαν τα πανεπιστήµια και πολύ συχνά επενδύονταν σε προγράµµατα ευαισθητοποίησης για τα δικαιώµατα των µειονοτήτων – κάτι που για την ελληνική Αριστερά είναι επιτακτικό ζήτηµα, ύστερα απ’ τη ρατσιστική και εθνικιστική έξαρση της δεκαετίας.

 

Οι προβληµατισµοί του ίδιου του Κ. Σηµίτη κατά το διάστηµα 1987-1993, απ’ όταν καθαιρέθηκε από υπουργός Οικονοµίας µέχρι την επάνοδό  του στην τελευταία κυβέρνηση Παπανδρέου, συναντήθηκαν µε αυτούς της Αριστεράς σε µεγάλο βαθµό: ο ίδιος συνέγραφε και αρθρογραφούσε πλειστάκις ενάντια στον λαϊκισµό, τον εθνικισµό και υπέρ ενός κάποιου «δικαιωµατικού» εκσυγχρονισµού.

Οµως, η απλή ιδεολογική συγγένεια δεν έµεινε εκεί. Με την άνοδό του στην εξουσία, ο Κώστας Σηµίτης διάλεξε τον κόσµο αυτής της προοδευτικής  Αριστεράς για να στελεχώσει την κρατική διοίκηση. Πλήθος ιστορικών στελεχών του Συνασπισµού πήρε το δεύτερο µεγάλο µάθηµά του στο κράτος ύστερα από τη συµµετοχή του στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα. Μέσω αυτού του µηχανισµού, ο εκσυγχρονισµός ταυτίστηκε µε τον εξευρωπαϊσµό της οικονοµίας και του πολιτισµού της Ελλάδας, άλλο αν σε µαζική κλίµακα ο πρωθυπουργός δεν φοβήθηκε να «παίξει» µε ένα καινούργιο  είδος λαϊκισµού, που ευνοούσε τους αυτοδηµιούργητους και τους καταφερτζήδες – τη φαντασιακή εικόνα που έχουν οι Ελληνες για τις ευρωπαϊκές  κοινωνίες, κοινώς.

Η συνεργασία αυτή είχε ως φόντο την εποχή  της παγκοσµιοποίησης,  εκεί όπου η Αριστερά, µε την πολύ ευρεία της σηµασία, µετατοπίστηκε σε πιο συντηρητικές  θέσεις. Πολλάκις έχει γίνει αντικείµενο επικρίσεων  η ταύτισή της µε τις ΜΚΟ, τα πανεπιστήµια και άλλες επαγγελµατικές  θέσεις γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώµατα – και κατά πολλούς σ’ αυτή την εγκατάλειψη οφείλεται η σηµερινή πρόοδος που σηµειώνει η λαϊκιστική Ακροδεξιά σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Για την ελληνική Αριστερά, η εµπειρία του σηµιτικού εκσυγχρονισµού ήταν καθοριστική και µέχρι σήµερα είναι εµφανής η ξεχωριστή γοητεία που της άσκησε το πρόγραµµα του κεντροαριστερού της συµµάχου.