Όί αμυντικής δαπανάς παγκοσμίως θεωρούνται κατεξοχήν πεδίο στο οποίο υπάρχουν κάθε λογής παράνομες προμήθειες. Ο λόγος είναι προφανής: Αποτελούν ιδιαίτερα υψηλού κόστους κρατικές αγορές, με τα κριτή- ρια επιλογής να μην είναι αμιγώς αγοραία. Δηλαδή, μια χώρα δεν αναζητά απαραίτητα την πιο φτηνή λύση, αλλά αυτή που κρίνει ως την πιο αποτελεσματική, δηλαδή αυτή που δίνει, υποτίθεται, το μεγαλύτερο αίσθημα υπεροπλίας έναντι των πιθανών αντιπάλων. Μόνο που αυτό δεν είναι ένα εύκολα μετρήσιμο μέγεθος, αλλά κάτι που καθορίζεται από μια σειρά από κρίσιμες επιλογές σε διάφορα επίπεδα. Επιπλέον, σε αυτές τις επιλογές που αφορούν την αποτελεσματικότητα των οπλικών συστημάτων προστίθεται και άλλη μία παράμετρος: οι γεωπολιτικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η επιλογή προμήθειας εξοπλισμών από τη μία ή την άλλη χώρα. Και ξέρουμε καλά πως όταν έχουμε να κάνουμε με μεγάλες κρατικές δαπάνες, που κρίνονται σε τελική ανάλυση από τις επιλογές που θα κάνουν πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών προσώπων, και όχι κάποια ουδέτερα και απρόσωπα στοιχεία, τότε γεννιέται το έδαφος για να δοθούν μίζες.
Οι μεγάλες αμυντικές προμήθειες είναι διαδικασίες στις οποίες παίρνουν πολύ καιρό οι κρίσιμες επιλογές, αυτές που θα καθορίσουν τι και από πού θα το προμηθευτεί μια χώρα. Αρχικά, έχουμε τη γενική περιγραφή των προτεραιοτήτων και των αναγκών, κοινώς το γενικό περίγραμμα των αμυντικών αναγκών μιας χώρας για την επόμενη περίοδο. Επ’ αυτής γίνεται όλη η προ- εργασία πάνω στις προδιαγραφές που πρέπει να έχει ένα οπλικό σύστημα, είτε μιλάμε για το είδος φρεγατών και τα χαρακτηριστικά ενός καταδιωκτικού αεροπλάνου είτε για το είδος υποβρυχίου και το είδος αντιαεροπορικού συστήματος.
Στη βάση αυτών των αρχικών προδιαγραφών έρχεται η πολιτική ηγεσία και κάνει τις τελικές επιλογές, συνυπολογίζοντας τις εισηγήσεις, αλλά και άλλες παραμέτρους, που αφορούν γεωπολιτικές επιδιώξεις, ισορροπίες και σχεδιασμούς. Στην Ελλάδα αυτό σήμαινε την προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα στις ΗΠΑ, τις δυτικοευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες και τη Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο προκηρύσσονται οι διαγωνισμοί. Σε έναν διαγωνισμό υπάρχει μια διαδικασία αξιολόγησης των διαφόρων προσφορών ως προς την ποιότητα, αλλά και την τιμή, αξιολόγησης που θα κρίνει τελικά και ποιος θα πάρει την προμήθεια.
Σε όλα αυτά τα στάδια, ενίοτε και πριν από αυτά, δίνονται μίζες. Αυτό διευκολύνεται παγκοσμίως από τον ρόλο των αντιπροσώπων των εταιρειών οπλικών συστημάτων. Οι αντιπρόσωποι των αμυντικών βιομηχανιών έχουν ως βασικό καθήκον να πιέζουν ώστε να γίνονται οι «ορθές» επιλογές.
Η ίδια η «Διεθνής της Διαφάνειας» (Transparency International) έχει τονίσει πως όταν υπάρχουν «τρίτοι» και μεσάζοντες στις αμυντικές δαπάνες και γενικά στις δημόσιες προμήθειες, το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν μορφές χρηματισμού. Ο χρηματισμός επιδιώκεται να αφορά τους πάντες: τους αξιωματικούς που κάνουν τους αρχικούς σχεδιασμούς και θέτουν τις αρχικές προδιαγραφές, αυτούς που διαμορφώνουν τους όρους των διαγωνισμών, αυτούς που αξιολογούν τις προσφορές και, φυσικά, τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, που παίρνει και τις τελικές αποφάσεις. Η διαδικασία αυτή διευκολύνεται από το γεγονός ότι οι αμυντικές βιομηχανίες διαθέτουν μεγάλους πόρους και δυνατότητα να τροφοδοτούν τους μεσάζοντες αντιπροσώπους με αρκετό «μαύρο» χρήμα. Δεν είναι τυχαίο ότι πάγια πρακτική τους και στην Ελλάδα και διεθνώς είναι να προσλαμβάνουν και απόστρατους αξιωματικούς, ανθρώπους δηλαδή που ξέρουν τον χώρο, έχουν προσβάσεις και μπορούν να επηρεάσουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Η ανάπτυξη, δε, της τεχνογνωσίας για το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος και την ίδρυση εταιρειών offshore διευκόλυνε ακόμη περισσότερο τέτοιες πρακτικές.
Ομως, οι μίζες δεν περιορίζονται στο «παράνομο» χρήμα που διακινείται. Το καθεστώς των αντισταθμιστικών ωφελημάτων επιτρέπει και νόμιμες μορφές χρηματισμού, μέσα από τον τρόπο που διακινούνται τα σχετικά ποσά.