Οι μεταπολεμικές βεβαιότητες αμφισβητούνται σε ολοένα περισσότερες χώρες, ενώ την εκπροσώπηση των αποκλεισμένων διεκδικεί η ευρωσκεπτικιστική (ακρο)δεξιά.

 

Στους ευρωπαϊστικούς κύκλους, τις πρόσφατες ολλανδικές εκλογές ακολούθησε ένας αναστεναγμός ανακούφισης –αν όχι κι ένας ενθουσιασμός– για το γεγονός ότι η ευρωσκεπτικιστική Ακροδεξιά του Κόμματος για την Ελευθερία δεν ήρθε πρώτη, όπως πολλοί φοβούνταν. Δύο παρατηρήσεις είναι απαραίτητες. Πρώτον, μολονότι δεν ήρθε πρώτο, αύξησε τη δύναμή του ανεβαίνοντας κατά 5%. Δεύτερον, η νίκη του Μαρκ Ρούτε, ο οποίος αν και πρώτος έχασε 8%, μπορεί τουλάχιστον εν μέρει να αποδοθεί στην υιοθέτηση πολλών πλευρών της ακροδεξιάς ατζέντας. Η τεχνική εδώ είναι προφανής: «Ας δεχτούμε να ενστερνιστούμε τις θέσεις της Ακροδεξιάς στο Προσφυγικό, ώστε να τους αποδυναμώσουμε στον βαθμό που να μην μπορούν να επιβάλουν τις υπόλοιπες θέσεις τους που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη». Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό είναι κάτι που συμβαίνει γενικότερα στην πολιτική της Ε.Ε. Οι πλευρές του «ευρωπαϊκού οράματος» που έχουν να κάνουν με τα ανθρώπινα δικαιώματα και κυρίως την υποχρέωση απέναντι στους πρόσφυγες πολέμου υποχωρούν, προκειμένου να μην καταρρεύσει η συναίνεση στις οικονομικές πολιτικές. Η επιτυχία αυτού του ελιγμού είναι, μέχρι στιγμής, οριακή. Ιδιαίτερα μετά το Brexit, όπου η αντιμεταναστευτική ρητορική και ο ευρωσκεπτικισμός ταυτίστηκαν με επιδεξιότητα στην καμπάνια του Leave, η μέχρι πρότινος αρραγής συναίνεση των ευρωπαϊστικών κομμάτων απειλείται σε πολλές χώρες, καθότι οι ευρωσκεπτικιστές δεν παραμένουν στο περιθώριο, αλλά εξακοντίζονται στην κεντρική πολιτική σκηνή και –σε κάποιες περιπτώσεις– απειλούν να πάρουν ακόμη και την εξουσία.

 

Η Γαλλία και οι άλλοι Η επόμενη τέτοια απειλή, σ’ αυτό το έτος ευρωπαϊκών εκλογικών αναμετρήσεων, έρχεται φυσικά από τη Γαλλία. Χαριτολογώντας – αλλά όχι και τόσο– θα έλεγε κανείς πως «ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την ΕΕ, το φάντασμα της Μαρίν Λεπέν». Φυσικά, πολλοί επισημαίνουν ότι αν και διάφορες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τη Μαρίν Λεπέν πρώτη, όλες οι προβολές τη θέλουν να χάνει στον β΄ γύρο εξαιτίας της συσπείρωσης των «δημοκρατικών δυνάμεων». Τούτου δοθέντος, δεν είναι λίγοι αυτοί που υπενθυμίζουν πως αυτήν των πρόσφατων αμερικανικών εκλογών, οι προβλέψεις που είχαν επικρατήσει για νίκη τόσο του Remain όσο και της Χίλαρι Κλίντον διαψεύστηκαν οικτρά. Και, βέβαια, άσχετα με το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα στη Γαλλία, το γεγονός ότι ο ευρωσκεπτικισμός φτάνει επανειλημμένα τόσο κοντά στην εξουσία δεν μπορεί παρά να προκαλεί μεγάλη ανησυχία στους υποστηρικτές της μέχρι πρότινος «αυτονόητης» πολιτικής διεύρυνσης και Εμβάθυνσης της ΕΕ.  Πόσω μάλλον που οι τάσεις αυτές δεν περιορίζονται στη Γαλλία. Στην Πολωνία, φυσικά, το ηπίως ευρωσκεπτικιστικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη κυβερνάει από το 2015. Στην Ιταλία, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο κονταροχτυπιέται για μια θέση στην κορυφή των δημοσκοπήσεων με τους Δημοκρατικούς του Ματέο Ρέντσι. Στη Γερμανία, το κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» έχει αγγίξει ως και το 15% στις δημοσκοπήσεις,  πολύ πιο ψηλά από τo 4,5% που πέτυχε στις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές, το2013. Από τότε, μάλιστα, έχει κερδίσει 7 έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο και εκπροσώπηση σε πολλά τοπικά Κοινοβούλια των ομόσπονδων κρατιδίων. Και στην Αυστρία, φυσικά, ο υποψήφιος του Κόμματος Ελευθερίας Νόρμπερτ Χόφερ έφτασε, το 2016, μία μόλις ανάσα από το να κερδίσει την προεδρία της χώρας. Στο ίδιο κόμμα ανήκει άλλωστε και ο ευρωβουλευτής Φραντς Ομπερμάγερ, ο οποίος προεδρεύει στο ευρωπαϊκό κόμμα Ευρωπαϊκή Συμμαχία για την Ελευθερία, με αντιπρόεδρο τη Μαρίν Λεπέν. Η δε ευρωομάδα Ευρώπη των Λαών και της Ελευθερίας, που προέρχεται από τη Συμμαχία μέσω του Κινήματος για την Ευρώπη των Εθνών και της Ελευθερίας, μπορεί να είναι η μικρότερη του Ευρωκοινοβουλίου, αριθμεί όμως 40 ευρωβουλευτές. Γενικά μιλώντας, το φαινόμενο ενός ευρωσκεπτικισμού που διατυπώνεται πλέον ανοικτά όχι μόνο στο εθνικό επίπεδο αλλά και σ’ αυτό των ευρωπαϊκών θεσμών είναι, αν μη τι άλλο, πρωτόγνωρο.

 

Λαός και λαϊκισμός

Φυσικά, τα προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης είναι πιο βαθιά – γι’ αυτό και η αντίδραση μερίδας της ευρωπαϊκής ελίτ, όπως εκφράζεται στον Τύπο, που αποδίδει την απειλή αορίστως στον «λαϊκισμό» που τάχατες πωλούν διάφοροι δημαγωγοί  στον απληροφόρητο λαό, όχι μόνο είναι άστοχη, αλλά τείνει να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Πολύ απλά, η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού μπορεί να παίρνει διάφορες επιθετικές, μισαλλόδοξες και ρατσιστικές μορφές, εκφράζει όμως ένα αίτημα που οι ευρωσυναινετικές δυνάμεις έχουν συστηματικά αγνοήσει και που θα μπορούσε, με μια έννοια, να νοηθεί ρεπουμπλικανικό την αντιπροσώπευση του λαού στην ισχύ του κράτους. Στην ολοένα εντεινόμενη απήχηση αυτού του αιτήματος έχουν συνεισφέρει τουλάχιστον τρία αλληλένδετα ζητήματα: η αδιαφάνεια των ευρωπαϊκών θεσμών και το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο• η φτωχοποίηση  ή η υπαγωγή σε καθεστώς ακραίας εργασιακής ανασφάλειας τμημάτων του πληθυσμού των ευρωπαϊκών χωρών –και όχι μόνο του Νότου– λόγω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ασκούνται τόσο από την Ε.Ε. όσο και από τις εθνικές κυβερνήσεις και της συνακόλουθης επίθεσης που εξαπέλυσαν στις δομές πρόνοιας• η οικονομική κρίση. Και τα τρία αυτά ζητήματα θα αρκούσαν από μόνα τους να αποσταθεροποιήσουν μια τόσο ετερόκλητη ένωση κρατών. Σ’ αυτά, όμως, ήρθαν να προστεθούν δύο ακόμη παράγοντες: αφενός η αποτυχία στον χειρισμό της οικονομικής κρίσης, συν τοις άλλοις και λόγω του ζουρλομανδύα που συνιστά η ευρωζώνη• και αφετέρου η προσφυγική κρίση, που αποτέλεσε την αφορμή για την όξυνση της εθνικιστικής ρητορικής και υποχρέωσε τις φιλοευρωπαϊκές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν μια φοβική στάση απέναντι σε ζητήματα που ως τότε θεωρούνταν κορωνίδες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, όπως η «ανοιχτή κοινωνία», η προστασία των προσφύγων και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ολως παραδόξως, η τροπή αυτή των γεγονότων –ιδιαίτερα μετά τη συνθηκολόγηση  των λίγων ευρωπαϊκών αριστερών δυνάμεων που διατηρούσαν έστω «αμφιβολίες» για την ευρωζώνη και την προσχώρησή τους στο άνευ όρων φιλοευρωπαϊκό στρατόπεδο– έχει φέρει τα δεξιά και ακροδεξιά ευρωσκεπτικιστικά κόμματα σε μια απρόσμενη θέση: εμφανίζονται υπέρμαχοι του κόσμου της εργασίας• υπερασπίζονται το κράτος πρόνοιας• και μιλούν «για τη δημοκρατία», διεκδικώντας την εκπροσώπηση των ανθρώπων που αισθάνονται αποκλεισμένοι από τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση. Το γιατί δεν έχει υπάρξει μια ισχυρή εκπροσώπηση αυτών των αδιαμφισβήτητα υπαρκτών αιτημάτων από αριστερή ή προοδευτική σκοπιά είναι κάτι που θα όφειλε να απασχολήσει τον αριστερό στοχασμό για πολλά χρόνια στο εξής, όμως σίγουρα σχετίζεται με τους εξής δύο παράγοντες: Πρώτον, για ιστορικούς λόγους, τα ρεύματα που επέζησαν στην Ευρώπη –ιδιαίτερα μετά την πτώση του Σοβιετικού Κομμουνισμού– ήταν φιλοευρωπαϊκά, οι δε πιο κεντρώες, σοσιαλιστικές, σοσιαλδημοκρατικές και σοσιαλφιλελεύθερες δυνάμεις συγκαταλέγονταν εξαρχής στους αρχιτέκτονες της Ε.Ε. Δεύτερον, η σχεδόν ανακλαστική υπαναχώρηση  στην υπεράσπιση του έθνους-κράτους στην οποία οδήγησε η δυσπιστία προς τη δυνατότητα των υπερεθνικών δομών να λειτουργήσουν δημοκρατικά εξυπηρετείται πολύ πιο εύληπτα και αποτελεσματικά στην αρένα του δημόσιου πολιτικού διαξιφισμού από τον δεξιό εθνικισμό παρά από τον αριστερό διεθνισμό. Πράγμα που γίνεται ακόμη πιο σαφές αν αναλογιστεί κανείς ότι την αντίθεσή τους στην Ε.Ε. την εξέφρασαν με –δεξιούς– εθνικιστικούς όρους ακόμη και αριστερά κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, το γεγονός ότι οι ευρωσκεπτικιστές αποτελούν απειλή για την Ε.Ε. και την ευρωζώνη δεν σημαίνει ότι εφόσον πάρουν την εξουσία, θα εφαρμόσουν μεμιάς και αυτονόητα μια πολιτική διάλυσης. Αφενός, όπως γνωρίζουμε και από την ελληνική εμπειρία, είναι διαφορετικό πράγμα το τι μπορείς να πεις για να πάρεις την εξουσία από το τι σου επιτρέπουν οι γεωπολιτικές ισορροπίες να πράξεις. Αφετέρου, δεν είναι τόσο εύκολο. Η Μαρίν Λεπέν, λόγου χάρη, ακόμη κι αν εκλεγεί πρόεδρος, πιθανότατα δεν θα έχει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να προχωρήσει στην αναθεώρηση του Συντάγματος που θα απαιτείτο για να αμφισβητηθεί η θέση της χώρας στην Ε.Ε. μέσω δημοψηφίσματος. Ισως γι’ αυτό και η ίδια προσφάτως άρχισε να αμβλύνει τη ρητορική της, μιλώντας για «επαναδιαπραγμάτευση» με την Ε.Ε.

 

Τέλος της εύνοιας των ΗΠΑ;

Ταυτόχρονα, όμως, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα είχε πάντοτε την υψηλή εύνοια των ΗΠΑ, εύνοια που επί προεδρίας Τραμπ μοιάζει να χάνει. Μπορεί η δήλωση του εκλεκτού του προέδρου, υποψήφιου πρεσβευτή στην Ε.Ε., Τεντ Μάλοχ, ότι «η ευρωζώνη θα έχει διαλυθεί σε 18 μήνες», να εμπεριέχει αρκετή δόση υπερβολής, η σχετική απόσυρση της εμπιστοσύνης, ωστόσο, είναι σαφής. Η δε επιθετικότητα του Τραμπ προς τη Γερμανία, καθώς την κατηγορεί ότι δεν είναι συνεπής προς τις υποχρεώσεις της στο ΝΑΤΟ, προαναγγέλλει μια τελείως διαφορετική σχέση ανάμεσα στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ. Η δε γερμανική δέσμευση ότι θα ανεβάσει τις αμυντικές δαπάνες της στο 2% του ΑΕΠ θα πρέπει να διαβαστεί πλάι στη συζήτηση που έχει ξεκινήσει για ευρύτερη στρατιωτική εμπλοκή της σε διεθνή θέατρα, εγκαταλείποντας εν μέρει το «πασιφιστικό δόγμα» που έχει κυριαρχήσει ως συνέπεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως βλέπουμε, οι μεταπολεμικές βεβαιότητες στην Ευρώπη αμφισβητούνται από περισσότερες από μία πλευρές. Όλα αυτά δείχνουν ότι ένα Grexit, μακράν του να είναι η θρυαλλίδα για μια διάλυση της ευρωζώνης ή της Ε.Ε., όπως ίσως πιστευόταν το μακρινό 2010, τώρα είναι πιο πιθανό ως επίπτωση μιας αποσταθεροποίησης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, στην οποία η Ελλάδα παίζει μάλλον περιφερειακό ρόλο. Από τη δική μας σκοπιά εδώ, ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: Έστω κι αν εμείς παραμείνουμε πιο ευρωπαϊστές απ’ όλους και το ευρώ το «εθνικό μας νόμισμα» μέχρι τέλους, έχουμε την παραμικρή ιδέα τι θα κάνουμε αν ο ευρωπαϊκός ουρανός αρχίσει να μας πέφτει στο κεφάλι;