Συμφώνα με ένα αφήγημα που έγινε η κυρίαρχη τεχνολογία της εξιστόρησης της κρίσης, αν έμπαινε κάποιος σε μια χρονοκάψουλα και επέστρεφε όχι πολύ μακριά, στις αρχές του 2000, προσγειωνόμενος σε ένα μεσοαστικό σπίτι, θα αντίκριζε λίγο-πολύ το ακόλουθο θέαμα: την τηλεόραση να παίζει Mega, τον σύζυγο να διαβάζει κάποια εφημερίδα του Χρηματιστηρίου, πλάι σε μια αθλητική, τη σύζυγο να δοκιμάζει τις νέες peep toe γόβες της και τα παιδιά να βρίσκονται στη δεύτερη τηλεόραση παίζοντας με πάθος κάποιο video game. Το καλοκαίρι, η οικογένεια θα επιβιβαζόταν στο μεγάλο τζιπ της και θα αναχωρούσε για κάποιον «in» προορισμό, θαυμάζοντας τα μεγάλα έργα στους δρόμους. Σε κάποια παραλιακή ταβέρνα, θα έκαναν στάση για να απολαύσουν μια αστακομακαρονάδα, συνοδευόμενη από ένα εκλεκτό λευκό κρασί.
Η εικόνα αυτή είναι αληθής, αλλά μόνο εν μέρει, γεγονός που την καθιστά εντέλει προβληματική. Μπορεί κάποιος με ασφάλεια να υποστηρίξει ότι αυτά τα στιγμιότυπα οικογενειακής ζωής αποτελούν την τελείωση του ατομικιστικού, καταναλωτικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, που είχε ξεκινήσει ήδη από τα τέλη των ’80s, με εμβληματική ασφαλώς αναφορά τα πρώτα ιλουστρασιόν περιοδικά του lifestyle. Αυτό, ωστόσο, που τότε δειλά παρουσιαζόταν ως αίτημα, έμελλε να θέλει λίγο χρόνο να πραγματωθεί. Εξάλλου, τότε γεγονότα υπήρχαν ακόμα. Από το σκάνδαλο Κοσκωτά ως το Μακεδονικό, πολιτικά και εθνοταυτοτικά ζητήματα μπορούσαν ακόμη να ταρακουνήσουν την ήσυχη επιφάνεια της καθημερινής λιμνάζουσας ζωής. Μόνο με τον εκσυγχρονισμό μπόρεσε η επιφάνεια αυτή να χάσει κάθε βάθος και να γίνει διαδοχή στατικών εικόνων. Η πρόσδεση στη μακάρια ευρωπαϊκότητα, η οικονομική μεγέθυνση με τον τρόπο που έγινε και η αποπολιτικοποίηση των καθημερινών συζητήσεων σε μια ομαλή, πλην κενή, δικομματική αντιπαράθεση, πρόσφεραν το υπόβαθρο της εκδίπλωσης των ατομικών επιδιώξεων ευημερίας ως τον μοναδικό αρμό οικοδόμησης της προσωπικής ταυτότητας. Ευημερία μετρημένη με την απτή κατανάλωση, η οποία υποβοηθούνταν από μια πρωτόγνωρη αύξηση της πίστης (είτε μέσω καρτών είτε μέσω μιας πληθώρας ειδικών δανείων). Η εποχή είχε το χρώμα του χρυσού και της πλατίνας – ασχέτως του ότι, αν κάποιος δοκίμαζε να την ξύσει λίγο, θα του έμενε στο χέρι λίγο από το χρώμα.
Αυτό το χρώμα, όμως, δεν είναι δευτερεύον. Γιατί αν εντέλει κάποιοι μπόρεσαν να ζήσουν έτσι, αυτό συντελέστηκε όχι μέσω μιας Θείας Πρόνοιας, αλλά στη βάση δεδομένων κοινωνικών συνθηκών. Ο ξαφνικός πλουτισμός ήταν η απόρροια μιας «φούσκας», η οποία όταν έσκασε άφησε τον κοινωνικό σχηματισμό μπροστά σε μια τεράστια αναδιανομή πλούτου. Η αστακομακαρονάδα των μεν έγινε το σκέτο βραστό μακαρόνι των δε. Η εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού απέδειξε τα πήλινα πόδια αυτού του ευημερούντος γίγαντα. Η αύξηση των ελλειμμάτων και του χρέους, η είσοδος σε υφεσιακή οικονομία και η κρίση μετέτρεψαν αυτόν τον όγκο των αγαθών σε ένα βάρος για τη χειμαζόμενη πλέον μεσοαστική οικογένεια, που πετώντας κοντά στον ήλιο έβλεπε τα φτερά της να λιώνουν.
Το παράδοξο είναι πως πλέον εκείνοι που θριαμβολογούσαν για την πρότερη κατάσταση βρέθηκαν στη θέση του τιμητή, απευθύνοντας την κατηγορία σε εκείνους που ώθησαν στη μέθη της κατανάλωσης πως δεν ήταν, οι τάλανες, αρκούντως νηφάλιοι. Και το γεγονός πως η ιλουστρασιόν απεικόνιση της πραγματικότητας αφήνει πιο ισχυρό αποτύπωμα από την ψύχραιμη αποτίμηση επέτρεψε στην εικόνα της αστακομακαρονάδας να γίνει το σύμβολο του «μαζί τα φάγαμε», να γίνει δηλαδή ένα τιμωρητικό αφήγημα που θα συνοδεύει τις ακραίες πρακτικές του κοινωνικού μετασχηματισμού την εποχή των Μνημονίων.
Η περίοδος, έτσι, του εκσυγχρονισμού κληροδοτεί το εξής αντινομικό δίπολο: την υπόσχεση μιας ηδονοθηρικής καταναλωτικής ευδαιμονίας, μέσω μιας ριζικής αναδιανομής, και ταυτόχρονα την ένοχη συνείδηση ότι την ευθύνη για αυτήν τη αναδιανομή φέρουν εντέλει τα θύματά της.