Από την υποδοχή που επιφύλαξε ο Τύπος στη διεθνούς κύρους έκθεση εύλογα θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η καλλιτεχνική χειρονομία που αυτή πρότεινε δεν φαινόταν να συμβαδίζει με τους προβληματισμούς του δημόσιου λόγου εν Ελλάδι. Λογικό εν μέρει για έναν κόσμο που έχει αναγκαστεί να διαθλά την καθημερινότητα μέσα από τα επίπονα βάρη της λιτότητας. «Πρώτο έρχεται το φαΐ, μετά η ηθική», όπως λέει και η αποστροφή του Μακχίθ στην «Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Για τους σχολιαστές εκ δεξιών, η Documenta 14 ερχόταν να δώσει καλλιτεχνικό στάτους στους προβληματισμούς που οι ίδιοι εκλαμβάνουν ως «νεοκομμουνιστική ανευθυνότητα». Για τους εξ ευωνύμων, η έκθεση ήταν λίγο-πολύ μια ελιτίστικη αποικιακή χειρονομία που αποκτούσε έως και προσβλητικό χαρακτήρα, χάριν της γερμανικής καταγωγής της διοργάνωσης. Οι πρώτοι, όταν εξεγέρθηκαν κατά της έκθεσης, αναφέρονταν ακόμα στα προεόρτιά της, τις «14 ασκήσεις ελευθερίας» που ανακοινώθηκαν παρουσία του δημάρχου Αθηναίων, Γιώργου Καμίνη, στο Πάρκο Ελευθερίας.
Οταν το κυρίως σώμα της έκθεσης ήρθε στην Ελλάδα, τον Απρίλιο, η στάση των μέσων ενημέρωσης που δυσφορούσαν φάνηκε να αλλάζει. Η έλευση του πλήθους των τουριστών επ’ αφορμή της έκθεσης στην Αθήνα ήταν αρκετή για να αλλάξει τη διάθεση ακόμα και των πιο δύσπιστων. Η «Καθημερινή», που είχε αναλάβει το κύριο μέρος της κριτικής στην έκθεση, άρχισε να γεμίζει με κείμενα αρθρογράφων που δήλωναν την ανοχή τους απέναντί της χάριν του πλήθους τουριστών που έχει προσελκύσει. Μάλιστα, στην πρόσφατη αρθρογραφία επ’ αφορμή της ολοκλήρωσης της έκθεσης, οι απαιτήσεις από την παρακαταθήκη της έκθεσης μοιάζουν να είναι ως επί το πλείστον οικονομικές. Χαρακτηριστικά, η επιμελήτρια της Locus Athens, Όλγα Χατζηδάκη, έγραφε: «Η Documenta 14 υπήρξε συστηματικά ενάντια και απαξιωτική σε οτιδήποτε ιδιωτικό (αγορά, ιδιωτικούς οργανισμούς) σε μια χώρα που βουλιάζει στον κρατισμό και ενώ η τέχνη παραδοσιακά ανασαίνει από την ιδιωτική στήριξη». Η δε Μαρία Κατσουνάκη χαρακτήριζε «δώρο» στην πόλη ότι οι διοργανωτές της «εγκατέστησαν την Αθήνα και τη σύγχρονη εικαστική δημιουργία της στο επίκεντρο του διεθνούς πολιτιστικού ενδιαφέροντος». Ο ενθουσιασμός αυτός είναι λογικός.
150.000 επισκέπτες από το εξωτερικό υπολογίζουν ορισμένοι πως βρέθηκαν στην ελληνική πρωτεύουσα για χάρη της έκθεσης. Οι περιοχές του κέντρου της Αθήνας γέμισαν με φιλότεχνους επισκέπτες, με ιδιαίτερα ορατό αποτύπωμα σε όποιον κυκλοφορούσε έξω. Οι ενοικιάσεις μέσω Airbnb ήταν τόσο πολλές που άνοιξαν τη συζήτηση για τη λειτουργία της συγκεκριμένης πλατφόρμας ως μείζον αστικό πρόβλημα, αντίστοιχο με αυτό που αντιμετωπίζουν η Νέα Υόρκη, το Βερολίνο και, ιδίως, η Βαρκελώνη. Η Aegean Airlines ανακοίνωσε την υποστήριξή της στην έκθεση με απευθείας πτήσεις μεταξύ Αθήνας και Κάσελ, προκειμένου να μεταφέρει επισκέπτες και δημοσιογράφους στους δύο προορισμούς της Documenta. Η ΕΡΤ αφιέρωσε μεγάλο μέρος του τηλεοπτικού της προγράμματος σε προβολές σχετικές ή σε συνεργασία με την έκθεση. Η Αθήνα αποδείχθηκε ευπροσάρμοστη στις απαιτήσεις της έκθεσης, αν όχι δελεασμένη οικονομικά και πολιτισμικά από αυτή.
Χαρακτηριστικότερη, όμως, είναι η κουβέντα που άνοιξε -με οικονομικούς ως επί το πλείστον όρους- για τη «Δημιουργική Ανοιξη της Αθήνας». Η ευεξία που προκαλούσε η είσοδος της Αθήνας στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη και το διαφορετικού τύπου τουριστικό κεφάλαιο που μπορούσε έτσι να προσελκύσει, σπάζοντας τα καθιερωμένα του φολκλόρ τουρισμού, προκαλούσαν μια τάση μονιμοποίησης αυτής της έλευσης.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, ελάχιστα δείχνει να συμμορφώνεται στο όραμα του πολιτιστικού τουρισμού και στο ευχολόγιο της «Δημιουργικής Ανοιξης». Η Documenta ενέτεινε τις εγχώριες καλλιτεχνικές διενέξεις, ενώ, επιλέγοντας μεμονωμένες περιπτώσεις, αντί να διερευνήσει και να αναδείξει ρεύματα της αθηναϊκής σκηνής, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αποδείξει στο κοινό του εξωτερικού ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει καλλιτεχνικά στην Αθήνα. Ενώ ένα πλήθος ιδιωτικών φορέων και ιδρυμάτων επιχειρεί να στηρίξει τους καλλιτέχνες, τα κεφάλαια που διοχετεύονται στον πολιτισμό είναι σημαντικά μειωμένα. Οι χώροι που μπορούν να υποστηρίξουν τη σύγχρονη τέχνη είναι ελάχιστοι και -με εξαίρεση το ΕΜΣΤ, το μέλλον του οποίου παραμένει άγνωστο μετά την Documenta- δεν έχουν υπολογίσιμο μέγεθος, για να αποτελέσουν πόλο έλξης. Η δε καλλιτεχνική παραγωγή μπορεί να είναι αριθμητικά ικανή, αλλά παραμένει θραυσματική, χωρίς να μπορεί να προβεί σε συλλογικές δηλώσεις, με τον ίδιο τρόπο που το πέτυχε το στυλ του «weird wave» για το ελληνικό σινεμά. Προκειμένου να έρθει μια πραγματική «δημιουργική άνοιξη» ή και ο πολιτιστικός τουρισμός που εποφθαλμιούν αρκετοί, απαιτούνται πολύ περισσότερα από την απλή αντικατάσταση του συμπλέγματος «συρτάκι-σουβλάκι», με performances και installations