Το αίτηµα ενός είδους επαναφοράς του ρεπουµπλικανισµού -της εκπροσώπησης του λαού στην ισχύ του κράτους- απέναντι στο έλλειµµα δηµοκρατικότητας των υπερκρατικών θεσµών της Ε.Ε. δεν θα εξαφανιστεί – όσο κι αν τονιστούν οι αποτρόπαιες πλευρές της Ακροδεξιάς

H Ευρώπη κρατάει την  ανάσα της.  ∆ικαίως. Εχει κάθε λόγο να αγωνιά. Η αγωνία της, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να περιορίζεται στο αποτέλεσµα των επικείµενων γαλλικών Προεδρικών εκλογών. Οι δυναµικές που έχουν ήδη αναπτυχθεί και ο τρόπος που έχουν διαµορφώσει την πολιτική αντιπαράθεση έχουν ήδη αλλάξει την Ευρώπη – άσχετα µε το τελικό αποτέλεσµα. Ακόµη κι αν -για ακόµη µία φορά- η δηµοκρατική αντισυσπείρωση στερήσει τη νίκη από το Εθνικό Μέτωπο, το ίχνος αυτής της εκλογικής αναµέτρησης είναι και θα παραµείνει βαθύ, ερχόµενο να προστεθεί σε µια σειρά από άλλες εξελίξεις, µαζί µε τις οποίες κλονίζει συθέµελα τις ευρωπαϊκές µεταπολεµικές βεβαιότητες.

∆εν θα ήταν υπερβολή να θεωρήσει κανείς τη Γαλλία ως τη «µητέρα» της σύγχρονης Ευρώπης. Η Γαλλική Επανάσταση αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την αµφισβήτηση του «παλαιού καθεστώτος» και το εργαστήριο εκλέπτυνσης όλων των εννοιών που αποτυπώθηκαν στα φιλελεύθερα Συντάγµατα και καθόρισαν τις σύγχρονες ∆ηµοκρατίες: της ελευθερίας, της ισότητας, της λαϊκής κυριαρχίας, των δικαιωµάτων του ανθρώπου. Την ίδια στιγµή, τις έννοιες αυτές, που συγκροτούσαν την ίδια την έννοια του «πολίτη», τις αντιλήφθηκε ως κεκτηµένα ενός Εθνους, µε το εθνικό κράτος ως κυρίαρχο εγγυητή τους. Αυτή παραµένει θεµελιωδώς η δοµή των ευρωπαϊκών ∆ηµοκρατιών µέχρι σήµερα: ο άνθρωπος µε τη γέννησή του εγγράφεται στο σώµα του Εθνους και µε αυτή την εγγραφή γίνεται πολίτης, ο οποίος κατέχει θεµελιώδη δικαιώµατα, που του τα εγγυάται το κράτος.

Είναι ίσως ειρωνικό το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση, αυτό το µεταπολεµικό πείραµα στη διακρατική και υπερεθνική συνεργασία, ήταν κι αυτό κατά βάση γαλλική έµπνευση. Κι ακόµη πιο ειρωνικό είναι το γεγονός ότι η πιο πρόσφατη κρίση, που πραγµατικά δοκιµάζει τις αντοχές της Ε.Ε. (και που αποτελεί το πιο πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη του ευρωσκεπτικισµού), είναι το προσφυγικό ζήτηµα. Ηδη από τα πρώτα χρόνια µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, η φιλόσοφος Χάνα Αρεντ είχε επισηµάνει πως η µορφή του πρόσφυγα συµπυκνώνει όλη την αντίφαση των «ανθρωπίνων δικαιωµάτων»: ο άνθρωπος που έχει στερηθεί τα πάντα και που κατεξοχήν δεν κατέχει τίποτε άλλο, παρά µόνο τα δικαιώµατα που φέρει στο σώµα του, τα στερείται διότι καµία πολιτική συγκρότηση –κανένα «κράτος»- δεν µπορεί να του τα εγγυηθεί. Μετά το βρετανικό δηµοψήφισµα, που έκανε πραγµατικότητα τον πιο µύχιο φόβο κάθε φιλοευρωπαϊστή, το ότι δηλαδή είναι δυνατόν ισχυρά κράτη να αποφασίζουν πλέον να εγκαταλείψουν το κοινό πλοίο, θεωρώντας ότι πια δεν είναι ο γιαλός που είναι στραβός, αλλά το αρµένισµα, κάθε νέα εκλογική αναµέτρηση προκαλεί ρίγη ανησυχίας. Με τον ευρωσκεπτικισµό να εξαπλώνεται ταχέως σε όλο και µεγαλύτερα τµήµατα του ευρωπαϊκού πληθυσµού, µε το κέντρο λήψης αποφάσεων να άγεται και να φέρεται από την ατελέσφορη σκληρή γερµανική γραµµή και µε το προσφυγικό ζήτηµα να θέτει και ταυτοτικά ζητήµατα, πέρα από τα οικονοµικά, οι ακραίες φωνές συσπειρώνονται και αποτελούν πλέον υπολογίσιµη δύναµη παντού. Από κάλπη σε κάλπη, όλη η ήπειρος κοιτάζει µε κοµµένη την ανάσα, και δη εκείνοι που επιµένουν ότι η κοινή πορεία παραµένει µια αναγκαιότητα, παρά τις ελλείψεις της.

Ετσι, µετά το αίσθηµα ανακούφισης από τα αποτελέσµατα των εκλογών της Ολλανδίας, που έστω συγκράτησαν τις έντονες σκέψεις για κάποιο πιθανό Nexit, και πριν από την επόµενη δοκιµασία των ιταλικών εκλογών, η Γαλλία είναι η επικείµενη στάση κινδύνου. Κανένας δεν κρύβει πως ένα πιθανό Frexit θα λειτουργούσε ως ντόµινο ραγδαίων εξελίξεων. Πρώτα από όλα, µια έξοδος της Γαλλίας από το κοινό νόµισµα θα επέφερε ένα συστηµικό σοκ που θα οδηγούσε σε απόλυτη αναρχία στον χρηµατοοικονοµικό κόσµο της Ευρώπης. Μετά από αυτό, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Με τη δεύτερη µεγαλύτερη οικονοµική δύναµη εκτός, το ευρωπαϊκό οικοδόµηµα θα κατέρρεε, µε τη Γερµανία να µένει ουσιαστικά µόνη.

Με τη Μαρίν Λεπέν να έχει για πρώτη φορά πολύ σοβαρές ελπίδες εκλογής στη γαλλική Προεδρία, αυτό το µέχρι πολύ πρόσφατα τελείως απίθανο σενάριο µοιάζει τώρα να έρχεται ολοένα πιο κοντά. Η Λεπέν επιχειρηµατολογεί υπέρ του Frexit στη λογική της ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Υποστηρίζει, ότι σε περίπτωση που επανέλθει η Γαλλία στο φράγκο, η αυτόµατη σχεδόν υποτίµηση θα είναι ευεργετική. Τα γαλλικά προϊόντα θα γίνονταν αµέσως πιο προσιτά στο εξωτερικό, µε την ανταγωνιστικότητα της γαλλικής οικονοµίας να ενισχύεται, κάτι που πιθανότατα θα διατηρούσε και τους µισθούς σε ικανοποιητικά επίπεδα. Επίσης, όπως λέει η Λεπέν στο ακροατήριό της, κάτι τέτοιο θα απελευθέρωνε τη χώρα από τον στενό έλεγχο των Βρυξελλών, επιτρέποντας πιο δηµιουργικούς χειρισµούς στο θέµα των ελλειµµάτων. Ιδού πεδίον δόξης λαµπρόν για επιδοτήσεις σε εγχώριες βιοµηχανίες και επιχειρήσεις – κάτι που ένα τµήµα της επιχειρηµατικότητας ακούει µε ενδιαφέρον.

Οι Βρυξέλλες ελπίζουν Η ελπίδα των Βρυξελλών είναι προφανώς η επικράτηση ενός κεντρώου, µετριοπαθούς, φιλελεύθερου ή σοσιαλδηµοκράτη. Μετά τη δηµοσκοπική καθίζηση του Φιγιόν και την εξαφάνιση σχεδόν του Αµόν, οι φιλοευρωπαίοι ρίχνουν το βάρος τους στον Εµανουέλ Μακρόν, τον τεχνοκράτη κεντρώο, που ενισχύει τη δύναµή του και προβάλλεται εξαντλητικά από το µιντιακό σύστηµα. Ακόµα και ο σκληρός Βόλφγκανγκ Σόιµπλε βρίσκει σε αυτόν έναν γοητευτικό υποψήφιο, που θα έπειθε και τον ίδιο, ενώ ακόµα κι ένας στοχαστής της κλάσης του Γιούργκεν Χάµπερµας συνοµιλεί µαζί του. Ο Μακρόν αντιµετωπίζεται φιλικά και από το DiEM25, την κίνηση που ίδρυσε ο Γιάνης Βαρουφάκης, το οποίο προφανώς  θεωρεί ότι, σε σύγκριση µε µια λεπενική έξοδο, ένας πιο ήπιος νεοφιλελεύθερος ευρωπαϊσµός φαντάζει προτιµότερος. Στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσµατος, ο επικεφαλής της Αριστεράς, Ζαν-Λικ Μελανσόν, συντάσσεται στην ευρωσκεπτικιστική γραµµή, ωστόσο προτείνει τουλάχιστον επαναδιαπραγµάτευση  των ευρωπαϊκών Συνθηκών. Εφόσον αυτό δεν µπορεί να λειτουργήσει, τότε προτείνει έξοδο από την ευρωζώνη. Οσο κι αν κάτι τέτοιο τροµάζει τους ακραίους φιλοευρωπαίους, που βλέπουν στο πρόσωπο του πρώην τροτσκιστή έναν επικίνδυνο, εκκολαπτόµενο Μαδούρο ή Τσάβες, κι όσο κι αν οι αγορές θα συγκρίνουν την πιθανότητα εκλογής του Μελανσόν µε το ενδεχόµενο πολέµου µε τη Βόρεια Κορέα, δεν είναι τόσο ο φόβος ενός πιθανού Frexit που τους καθηλώνει σε αυτή την περίπτωση. Μια νίκη του Μελανσόν θα ενίσχυε τις τάσεις εκείνες στην Ευρωπαϊκή Ενωση που βλέπουν µε µέγιστη πια καχυποψία τις σκληρές οικονοµικές πολιτικές των Βρυξελλών και της Γερµανίας και τρέφουν ελπίδες για µια σοσιαλδηµοκρατική στροφή. Ο Μελανσόν, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, θα λειτουργούσε περισσότερο ως ο παλιός µιτερανικός σοσιαλιστής, παρά ως ο ακραίος ριζοσπάστης. Τα παραδείγµατα τόσο των Ποδέµος στην Ισπανία όσο και του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα είναι µάλλον αρκετά για να πειστεί κανείς, εφόσον φυσικά δεν αντιµετωπίζει κάθε δήλωση -και δη πολιτική- στην ονοµαστική της αξία.

∆ιόλου τυχαία, ο ίδιος ο Μελανσόν αντιµετωπίζει αυτή την εκλογική αναµέτρηση µε πιο προσωποκεντρικό τρόπο, αλά αµερικανικά, αφήνοντας τα αριστερά συνδικάτα και τις οργανώσεις στο παρασκήνιο. Για τις Βρυξέλλες, φυσικά, το απολύτως εφιαλτικό σενάριο θα ήταν ένας β’ γύρος των γαλλικών εκλογών µε αντιπάλους τη Μαρίν Λεπέν και τον Ζαν-Λικ Μελανσόν. Κάτι τέτοιο θα καθιστούσε τον Μελανσόν αποδέκτη όλης της δηµοκρατικής αντισυσπείρωσης απέναντι στο Εθνικό Μέτωπο και θα νοµιµοποιούσε τον αριστερό ευρωσκεπτικισµό ως θεµιτή και σχετικά µετριοπαθή πολιτική επιλογή.

Ταυτοτικά ζητήµατα

Το οικονοµικό σκέλος της αναµέτρησης δεν είναι το µόνο. Οι γαλλικές εκλογές θέτουν στο προσκήνιο ταυτοτικά ζητήµατα περί της ουσίας τού να είναι κανείς Ευρωπαίος σε σχέση µε την εθνική του ταυτότητα, καθώς και ζητήµατα ιδεολογικά, ειδικά όσον αφορά την προσφυγική κρίση και την τροµοκρατία. Υπό αυτό το πρίσµα, το αποτέλεσµα των εκλογών ίσως καταστεί καταλυτικό για την ιδεολογική διαπάλη σε ολόκληρη την ήπειρο. Ο κίνδυνος, έτσι, επιπλέον ενίσχυσης µιας «∆ιεθνούς της Ακροδεξιάς» φαντάζει πιο πιθανός από ποτέ. Με σκληρή αντιισλαµιστική γραµµή, µε ακραίες θέσεις για την αντιµετώπιση των προσφύγων και της τροµοκρατίας, παίζοντας µάλιστα το «χαρτί» της υπεράσπισης των οµοφυλοφίλων και των γυναικών  από το Ισλάµ, η ακροδεξιά ατζέντα προσποιείται µια «φιλελευθεροποίηση» και τείνει να επιβάλει στο κέντρο της πολιτικής διαπάλης ένα ψευδές πολωτικό δίπολο: αυτό που ανάγει τις διαφορές και τις πιθανές λύσεις στην αντιπαράθεση Ακροδεξιάς – Ισλάµ. Το τι µορφή θα έδινε σε αυτό το ιδεολογικό σχήµα µια ανοικτή πολιτική επικράτηση του Εθνικού Μετώπου είναι η µία πλευρά του ζητήµατος. Η άλλη είναι πως ήδη η ατζέντα αυτή επηρεάζει τις πολιτικές, καθώς αποδεικνύεται πως τέτοια ιδεολογήµατα µπορούν να λειτουργήσουν και σε φιλοευρωπαϊκό πλαίσιο, αν η εθνική ταυτότητα αντικατασταθεί απλώς µε µια κλειστή ευρωπαϊκή. Αυτό που κατέστη σαφές στις πρόσφατες ολλανδικές εκλογές, λόγου χάρη, ήταν πως η βασική τακτική αποδυνάµωσης του Γκέερτ Βίλντερς από τον Μαρκ Ρούτε ήταν η σε µεγάλο βαθµό υιοθέτηση της ατζέντας του.

Από την άλλη, η επικέντρωση στη µισαλλόδοξη, ακροδεξιά ρητορική συχνά συσκοτίζει κάτι θεµελιώδες: η άνοδος της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία απευθύνεται σε ένα απολύτως πραγµατικό κενό εκπροσώπησης µεγάλων τµηµάτων του πληθυσµού. Το αίτηµα ενός είδους επαναφοράς του ρεπουµπλικανισµού -της εκπροσώπησης του λαού στην ισχύ του κράτους- απέναντι στο έλλειµµα δηµοκρατικότητας των υπερκρατικών θεσµών της Ε.Ε. δεν θα εξαφανιστεί – όσο κι αν τονιστούν οι αποτρόπαιες πλευρές της Ακροδεξιάς. ∆εν είναι άλλωστε τυχαίο -ή στενά επικοινωνιακό- που και ο Μελανσόν αφήνει κατά µέρος τις αναφορές σε σκληρές αριστερές έννοιες και µιλά για «ανυπότακτη Γαλλία». Το εθνικό κράτος ως έδρα της λαϊκής κυριαρχίας αποδεικνύεται πολύ λιγότερο ξεπερασµένο από όσο το θέλει η φαντασίωση των ευρωπαϊκών ελίτ.

Τέλος, το αποτέλεσµα των γαλλικών εκλογών ενδιαφέρει την Ευρώπη και σε επίπεδο δοµής και λειτουργίας του πολιτικού συστήµατος. Η επικράτηση των αουτσάιντερ, που φαντάζει σχεδόν βέβαιη, ανεξαρτήτως αποτελέσµατος, αν ιδωθεί σε σχέση και µε αντίστοιχα αποτελέσµατα σε άλλα κράτη, αρχής γενοµένης από την επικράτηση ήδη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, συστηµατοποιεί την επέκταση της αντισυστηµικότητας. Η βασική δοµή, είτε µε καθαρότητα κοµµάτων είτε µε συνασπισµούς, που διέτρεχε όλη την Ευρώπη, ανάµεσα σε Κεντροδεξιά και Κεντρο- αριστερά, καταρρέει διαρκώς, µε το ερώτηµα τι θα τη διαδεχθεί να παραµένει ανοιχτό. Πάµε προς µια περίοδο αβεβαιότητας, µέχρι να επέλθει µια νέα µορφοποίηση του πολιτικού παιχνιδιού ή οι «ακραίες» τάσεις θα µετριαστούν από τις κεντροµόλες δυνάµεις; Η Γαλλία θα δώσει τώρα µια πρώτη απάντηση.