Μήπως, όπως έχει παρατηρήσει και ο Γάλλος σημαντικός αναλυτής Olivier Roy, δεν έχουμε να κάνουμε με τη ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ, όπως θέλει να υποστηρίζει ο κυρίαρχος λόγος, αλλά πολύ περισσότερο με την «ισλαμοποίηση του ριζοσπαστισμού», δηλαδή με τον τρόπο που το Ισλάμ έρχεται να συναντηθεί με τις εκρηκτικές αντιφάσεις που διαπερνούν σήμερα τις δυτικές κοινωνίες;

Το μοτίβο, κοινό: Μια τρομοκρατική επίθεση, το αρχικό σοκ, οι φωτογραφίες των θυμάτων και μετά το προφίλ των θυτών. Για να αποκαλυφθεί ότι δεν πρόκειται για μαχητές μεγαλωμένους στην έρημο, στα σύνορα της Συρίας και του Ιράκ, ούτε στα βουνά και τις σπηλιές του Αφγανιστάν. Ούτε για κάποιους που έχασαν την οικογένειά τους σε έναν αμερικανικό βομβαρδισμό στη Μοσούλη ή στη Λιβύη. Μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών, φαινομενικά ενσωματωμένοι σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, ορισμένοι μάλιστα και στοιχεία «παραβατικά», συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης αλκοόλ, άλλοι με αγάπη στο… ποδόσφαιρο και ορισμένοι με οικογένεια και παιδιά.

Οι γείτονές τους τούς παρουσιάζουν ως κανονικούς, φιλικούς, που απλώς το τελευταίο διάστημα άλλαξαν συμπεριφορά, αποκτώντας ενασχόληση με τη θρησκεία και ακραίες πολιτικές απόψεις. Η Αστυνομία ανακοινώνει ότι είχε εντοπίσει την πολιτική μεταστροφή τους ή το «ύποπτο» τζαμί στο οποίο σύχναζαν, αλλά όχι σε βαθμό που να μπορεί να δικαιολογήσει την παρακολούθηση ή τη σύλληψή τους. Κοινώς, είχαν «ριζοσπαστικοποιηθεί», αλλά δεν φαινόταν ακόμη να αποτελούν κίνδυνο.

Με ανάλογο τρόπο γίνεται η περιγραφή των περιπτώσεων, χιλιάδων πια, Δυτικών, νεαρών ανδρών, αλλά και γυναικών, που ξεκίνησαν να πάνε εθελοντές κυρίως στη Συρία. Άλλωστε, κατά μια τραγική αντιστροφή, πλέον μπορούμε να μιλάμε για τη μεγαλύτερη στρατολόγηση εθελοντών από την εποχή του ισπανικού Εμφυλίου. Και πάλι ανάλογες οι ιστορίες. Ήταν ένα κανονικό παιδί, ίσως λίγο περισσότερο εσωστρεφές, και άλλαξε η συμπεριφορά του: Άρχισε να ασχολείται πολύ με τη θρησκεία και να πηγαίνει στο τζαμί, αλλά δεν φαινόταν κάτι άλλο πέραν αυτής της αλλαγής, μέχρις ότου μάθαμε ότι πήγε στην Τουρκία και αναζήτησε πέρασμα για τη Συρία ή, ακόμη χειρότερα, είδαμε τη φωτογραφία του ως «μάρτυρα».

Στη διεθνή βιβλιογραφία, σε ζητήματα καταστολής και τρομοκρατίας, αυτή η διαδικασία ονομάζεται «ριζοσπαστικοποίηση». Από τους αστυνομικούς έως τους εκπαιδευτικούς στα σχολεία, όλοι πλέον απαιτείται να είναι εκπαιδευμένοι και στο να αντιμετωπίζουν έγκαιρα τα «σημάδια της ριζοσπαστικοποίησης». Μικρή σημασία έχει εάν αρκετά από αυτά, όπως οι αλλαγές συμπεριφοράς, η απόκτηση ενδιαφερόντων που δεν είχαν πριν και η ταύτιση με σκοπούς και ιδεολογίες, είναι μάλλον κοινά χαρακτηριστικά της εφηβείας και των συγκρούσεων ανάμεσα σε γενιές. Το βασικό είναι έγκαιρα να εντοπιστεί και να αντιμετωπιστεί η ριζοσπαστικοποίηση που σχετίζεται με το «ριζοσπαστικό Ισλάμ».

Μήπως, όμως, όπως έχει παρατηρήσει και ο Γάλλος σημαντικός αναλυτής Olivier Roy, δεν έχουμε να κάνουμε με τη ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ, όπως θέλει να υποστηρίζει ο κυρίαρχος λόγος, αλλά πολύ περισσότερο με την «ισλαμοποίηση του ριζοσπαστισμού», δηλαδή με τον τρόπο που το Ισλάμ έρχεται να συναντηθεί με τις εκρηκτικές αντιφάσεις που διαπερνούν σήμερα τις δυτικές κοινωνίες; Ο αναγνώστης ας μη δει εδώ απλώς ένα παιχνίδι λέξεων. Η «ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ» σημαίνει ότι η βασική αιτία βρίσκεται στο ίδιο το Ισλάμ και στην πιθανότητα να αποκτήσει μια ριζοσπαστική πολιτική εκδοχή ακριβώς επειδή εμπεριέχει ως θρησκεία αυτή τη δυνατότητα. Επομένως, έχουμε να κάνουμε με έναν «πόλεμο πολιτισμών», έναν πόλεμο ανάμεσα στη Δύση και τον «Άλλο» της, εν προκειμένω το Ισλάμ.

Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με έναν πόλεμο ανάμεσα στη Δύση και τον εαυτό της, με την αποτυχία να διαμορφωθεί πραγματικά μια συνθήκη ενσωμάτωσης, αλληλεγγύης και κοινών προοπτικών. Στην πρώτη περίπτωση, η λύση είναι γνωστή – και μέχρι στιγμής αποτυχημένη: πολεμικές επεμβάσεις στο εξωτερικό και στο εσωτερικό και προσπάθεια να τεθεί ένα δίλημμα στους ισλαμικής αναφοράς πληθυσμούς: «Ή προσαρμόζεστε σε ένα κυρίαρχο πρότυπο συμπεριφοράς και “ενσωμάτωσης” ή θα βρεθείτε στο στόχαστρο και εσείς». Στη δεύτερη περίπτωση φεύγουμε από τα όρια της κλασικής «αντιτρομοκρατικής» δράσης και μπαίνουμε στα πραγματικά ελλείμματα των σύγχρονων δυτικών Δημοκρατιών.

Γιατί στην πραγματικότητα αυτό που σήμερα ζούμε είναι ο συνδυασμός ανάμεσα σε δύο τάσεις. Η μία αφορά τη μεγάλη απαξίωση που βιώνουν τα στρώματα της νεολαίας. Το γεγονός ότι όντως η πλειονότητα των Ευρωπαίων νέων γνωρίζει ότι θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της λέει πολλά για την πίεση που δέχεται και τη διαρκή διάψευση προσδοκιών. Αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο για τους νέους πολίτες που έχουν καταγωγή από μετανάστες. Μικρή σημασία έχει εάν είναι κάποια ή κάποιος δεύτερης ή ακόμη και τρίτης γενιάς. Ακόμη και σήμερα, ένας νέος με αραβικό όνομα στο Παρίσι εξακολουθεί να έχει μικρότερες πιθανότητες να κερδίσει μια θέση εργασίας εάν ανταγωνίζεται έναν «ευρωπαϊκής» καταγωγής συνομήλικό του με τα ίδια προσόντα, την ίδια ώρα που θα αισθανθεί δακτυλοδεικτούμενος για οτιδήποτε, από τη θρησκεία του έως τη μαντήλα που μπορεί να φοράει η σύντροφός του.

Αυτή η νεολαία και αυτά τα στρώματα λοιπόν καταρχάς είναι πιθανό να ριζοσπαστικοποιηθούν όντως, με την πλήρη σημασία της λέξης και όχι φυσικά με την καρικατούρα που χρησιμοποιούν οι υπηρεσίες ασφαλείας. Όχι εξαιτίας της θρησκείας φυσικά, αλλά της ανεργίας, της επισφάλειας και του ρατσισμού. Μόνο που αυτός ο ριζοσπαστισμός δεν κατορθώνει να συναντηθεί με ιδέες και πολιτικά ρεύματα που να μπορούν να τον μπολιάσουν με μια δημοκρατική, αγωνιστική οπτική χειραφέτησης. Αυτό τον κάνει ευάλωτο σε διάφορες ιδεολογικές μορφές, από την Ακροδεξιά για τους «ευρωπαϊκής καταγωγής» (ας θυμηθούμε τα στρώματα στα οποία έχει απήχηση π.χ. η Χρυσή Αυγή ή το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία) έως προφανώς τους στρατολόγους οργανώσεων όπως το «Ισλαμικό Κράτος». Δεν είναι δηλαδή το Ισλάμ ο «πυρήνας» της ριζοσπαστικοποίησης, αλλά η ιδεολογική «επένδυση» που μπορεί αυτή να αποκτήσει σε ορισμένες περιπτώσεις.

Και αυτό έχει σημασία για το πώς μπορούμε όντως να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο. Αντί για την ατελέσφορη επένδυση σε ολοένα και μεγαλύτερη παρακολούθηση και καταγραφή προσωπικών δεδομένων, αντί για τα εκατομμύρια των φακέλων και των «προφίλ», τους περίπλοκους αλγόριθμους για την εκτίμηση του κινδύνου «ριζοσπαστικοποίησης» και την παράταξη χιλιάδων αστυνομικών, οπλισμένων «έως τα δόντια», που παρ’ όλα αυτά δεν εξασφαλίζουν, όπως τραγικά ζήσαμε, την αποφυγή χτυπημάτων, θα ήταν πολύ προτιμότερο να επενδύσουμε στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην πραγματική ισότητα ευκαιριών, στην αποφυγή καταστροφικών πολιτικών θρησκευτικού στιγματισμού (νομοθεσίες για τη μαντήλα κ.λπ.) και στη δημιουργία πραγματικής ελπίδας για γενιές που τους έχουν στερήσει το μέλλον.

Γιατί τότε όντως ο στρατολόγος στο chat που θα προτείνει να ρίξει κάποιος το φορτηγάκι του στους απίστους θα ακούγεται ως ένας παρανοϊκός φανατικός και όχι ως αυτός που ίσως να δίνει διέξοδο με τις ρητορείες του περί τζιχάντ και παραδείσου για τους μάρτυρες.