Από το 2009 μέχρι το 2015 οι θυσίες του ελληνικού λαού μοιάζει να χάθηκαν μέσα στο success story των κούφιων πλεονασμάτων. Μεταξύ Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΔΝΤ και ΕΚΤ, το ελληνικό χρέος έγινε το παιχνίδι ενός συστήματος που δημιουργεί πρωτόγνωρες κοινωνικές μεταβολές, τάζοντας απλώς ως Παράδεισο την περιβόητη πια «έξοδο στις αγορές»
Όταν πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 ο Γιώργος Παπανδρέου δήλωνε στη ΔΕΘ ότι «Λεφτά υπάρχουν», δεν μπορούσε σίγουρα να φανταστεί ότι η ρήση αυτή θα επανερχόταν ως ειρωνική επωδός τα επόμενα χρόνια σε κάθε νέο επεισόδιο του σισύφειου φαύλου κύκλου που ονομάστηκε «ελληνική κρίση χρέους» και αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν και επεκτάθηκαν οι μνημονιακές πολιτικές. Το σχήμα ήταν απλό: Το χρέος δεν είναι βιώσιμο, ο δανεισμός από τις αγορές αδύνατος, η προσφυγή σε σχηματισμούς σωτηρίας αναγκαία. Και το αντάλλαγμα σκληρό: Η προσαρμογή της χώρας μέσω μιας σειράς μεταρρυθμίσεων στη νεοφιλελεύθερη συνθήκη της εργασιακής εξαθλίωσης και της εξόντωσης του κράτους πρόνοιας. Ας δούμε, όμως, από την αρχή την πορεία του χρέους υπό τις πρώτες, κεντροδεξιές και κεντροαριστερές μνημονιακές κυβερνήσεις. Το πρόβλημα με το χρέος ξεκίνησε όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου, με υπουργό Οικονομικών τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου, ανακοίνωσε στις 20 Οκτωβρίου του 2009, στο Ecofin, ότι το έλλειμμα για το 2009 βρισκόταν στο 12,5% από 6% που το υπολόγιζε η προηγούμενη κυβέρνηση (τελικά το 2010 αναθεωρήθηκε στο 15,4%). Δύο ημέρες μετά, ο οίκος αξιολόγησης Fitch επίσης υποβάθμισε την Ελλάδα από Α σε Α-. Αυτό σήμανε και την αναθεώρηση του χρέους από το 110% του ΑΕΠ στο 125%. Οι χρηματοπιστωτικές αλλαγές μπήκαν σε ολομέτωπη δράση. Τον Fitch ακολούθησαν και οι υπόλοιποι, προβαίνοντας σε διαρκείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Αυτό οδήγησε σε ολοένα και μεγαλύτερα επιτόκια δανεισμού, ενώ ενεργοποιήθηκε και η αγορά παραγώγων (CDS, ασφάλιστρα κινδύνου). Σε αυτό το πολεμικό σκηνικό φτάσαμε στις κερδοσκοπικές επιθέσεις του 2010, που ανάγκασαν τη χώρα, στο πλαίσιο της επιθυμίας διάσωσής της, να συνομολογήσει στο 1ο Μνημόνιο. Ο μηχανισμός αυτός, επίθεση κερδοσκόπων, ένταση αγορών, δημοσιονομικό αδιέξοδο, επαναλήφθηκε και το 2012, ενώ και η μετέπειτα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δοκίμασε τη γεύση του, και μάλιστα δις.
«Σωτηρία» μέσω δανεισμού
Ο τρόπος που επελέγη η «σωτηρία» ήταν ο δανεισμός της χώρας, παρότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν ήταν εκτεθειμένη στα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Οι προϋποθέσεις, δε, του δανεισμού είναι γνωστές: σκληρές πολιτικές απορρύθμισης και επίθεση σε κεκτημένα δικαιώματα, εποπτευόμενες μάλιστα από την τρόικα, μια επιτροπεία που ακολουθεί και κατευθύνει σημαντικά την κυβέρνηση. Μετά την ψήφιση των πακέτων διάσωσης, ακολούθησαν δύο αναδιαρθρώσεις χρέους, με ανταλλαγή ομολόγων την πρώτη φορά και επαναγορά τη δεύτερη. Η πρώτη έγινε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2012. Η αναδιάρθρωση έχει να κάνει με το 57% του χρέους, εκ του οποίου το 27% αφορά εγχώριους και το 30% ξένους επενδυτές. Ομόλογα των οποίων η συνολική αξία ανερχόταν περίπου στα 200 δισ. ευρώ αντηλλάγησαν με ομόλογα αξίας περίπου 60 δισ., καθώς και με ομόλογα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αξίας περίπου 30 δισ. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος της ανταλλαγής ανήλθε σε περίπου 90 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, αξιοσημείωτο είναι ότι στην αναδιάρθρωση δεν συμμετείχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία, κατέχοντας το 16% περίπου των ελληνικών ομολόγων, περιορίστηκε στην είσπραξη της ονομαστικής αξίας των ομολόγων. Παράλληλα, καταβλήθηκαν και ασφάλιστρα κινδύνου 2,5 δισ. με τα οποία «ανακουφίστηκαν» οι αγορές. Στον αντίποδα, η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποστεί το βρετανικό Δίκαιο κατά τη σύναψη της συμφωνίας, το οποίο και δυσχεραίνει μια πτώχευση που θα αποσταθεροποιούσε τα συμφέροντα των δανειστών. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η εξυπηρέτηση του χρέους δεν ελαφρύνθηκε και άμεσα.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους είχαμε τη νέα αναδιάρθρωση, η οποία έγινε με επαναγορά ομολόγων. 11 περίπου δισεκατομμύρια από το β’ πακέτο χρησιμοποιήθηκαν για την επαναγορά περίπου 30 δισ. ομολόγων. Η τιμή δεν είχε οριστεί από πριν, αφήνοντας στους δανειστές την ευκαιρία για νέα κέρδη. Χαρακτηριστικό είναι ότι, μετά την πρόθεση επαναγοράς, η τιμή αυξήθηκε γύρω στο 20%. Επίσης, σημαντική ήταν και η συμμετοχή των τραπεζών, κίνηση που αναγκαστικά αντισταθμίστηκε από τη στήριξη του β’ πακέτου.
Οι αναδιαρθρώσεις αυτές δεν κατέστησαν το χρέος βιώσιμο. Καθυστερημένες, ελλιπείς, μιας και πολλά ομόλογα έμειναν εκτός, στηριγμένες στον δανεισμό και με κακούς όρους, συντήρησαν μια κατάσταση εξάρτησης της χώρας από τον πανάκριβο βραχυχρόνιο δανεισμό. Εκεί που έταζαν στον Σίσυφο της ελληνικής οικονομίας το τέλος των βασάνων του, του έριχναν και πάλι την πέτρα στα ριζά του βουνού. Παράλληλα, η εκταμίευση των δόσεων των δύο πρώτων πακέτων θα γίνει: σπασμένη σε πολλά κομμάτια, θα οδηγηθεί σε ολοκλήρωση μόνο μετά τους συνεχείς εξευτελισμούς στην κοινωνική συνοχή μέσα από τις σκληρές μεταρρυθμίσεις.
Έτσι, το χρέος μήτε ελαφρύνθηκε μήτε μπήκε σε τροχιά χαλάρωσης. Προϊόν κερδοσκοπικών κύκλων, το σκάσιμο της βόμβας συνέπεσε με τη σκληρή ευρωπαϊκή γραμμή που ήθελε δημοσιονομική πειθαρχία πάση θυσία. Η επιλογή του δανεισμού για την κάλυψή του απλώς μετατόπισε το πρόβλημα στους πολίτες της Ένωσης, προσφέροντας νέα κέρδη και οφέλη στους πιστωτές. Οι κυβερνήσεις δε στάθηκαν, αν όχι ενδοτικές, σίγουρα ανίκανες να διαπραγματευτούν με τρόπο που να αποφέρει εντέλει κάτι το θετικά απτό. Από το 2009 μέχρι το 2015 οι θυσίες του ελληνικού λαού μοιάζει να χάθηκαν μέσα στο success story των κούφιων πλεονασμάτων. Μεταξύ Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΔΝΤ και ΕΚΤ, το ελληνικό χρέος έγινε το παιχνίδι ενός συστήματος που δημιουργεί πρωτόγνωρες κοινωνικές μεταβολές, τάζοντας απλώς ως Παράδεισο την περιβόητη πια «έξοδο στις αγορές».