Ο πρόσφατος αποκλεισμός του Κατάρ από τη Σαουδική Αραβία, με πρόσχημα τη χρηματοδότηση του «Ισλαμικού Κράτους», αν δεν ήταν συνυφασμένος με μια τόσο τραγική υπόθεση, θα προκαλούσε εύκολα τον γέλωτα. Το «Ισλαμικό Κράτος», όπως και κάθε τρομοκρατική οργάνωση του μεγέθους του, λειτουργεί ως επιχείρηση. Παρουσιάζοντας στο κοινό ένα προϊόν που μπορεί να του φανεί χρήσιμο, προσπαθεί να αντλήσει από την εκμετάλλευσή του την αναχρηματοδότηση της δραστηριότητάς του. Στην περίπτωση του «Ισλαμικού Κράτους», τόσο μετά το 2014, οπότε και αυτοονομάστηκε έτσι, όσο και στην προγενέστερη δράση του, ένα από τα κρισιμότερα προϊόντα ήταν η αποσταθεροποίηση της Συρίας του Ασαντ. Μεγάλοι παίκτες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σαουδική Αραβία, που επιθυμούσαν έλεγχο επί της Συρίας, διέθεσαν αρκετά κεφάλαια προς αυτήν την κατεύθυνση. Όπως αποκάλυψε το WikiLeaks, την περίοδο από το 2006 έως το 2010 το αμερικανικό Δημόσιο έδωσε πάνω από 12 εκατ. για τη στήριξη ανταρτών και ακτιβιστών στη Συρία. Ένα μέρος από αυτά τα χρήματα κατέληξαν και στους τζιχαντιστές.

Επόμενος και μεγαλύτερος χρηματοδότης του «Ισλαμικού Κράτους» είναι η Σαουδική Αραβία, παρά την πρόσφατη συνειδητοποίηση και του κινδύνου για την ίδια από τη διαδικασία. Το γεγονός ότι τα 3/4 του συριακού πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι σουνίτες, αλλά η χώρα κυβερνάται από τη μειοψηφία των Αλεβιτών, ένα παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ, καθιστούσε το «Ισλαμικό Κράτος» φυσικό σύμμαχο για τη Σ. Αραβία. Παρά το γεγονός ότι στη Σαουδική Αραβία έχει περάσει νόμος που απαγορεύει τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων, δεν είναι μικρή η ροή από πετροδολάρια που κατευθύνθηκε για την κάλυψη των αναγκών του «Ισλαμικού Κράτους». Όπως αποκάλυψε πάλι το Wikileaks σε έγγραφο του State Department, που έφερε μάλιστα και την υπογραφή της Χίλαρι Κλίντον, η Σαουδική Αραβία μπορεί να μετέχει στον διάλογο για την καταπολέμηση του «Ισλαμικού Κράτους», ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο και με ανεξάρτητους Σαουδάραβες επιχειρηματίες, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, οι οποίοι συνδράμουν στην ενίσχυση των τζιχαντιστών. Ίδια τακτική ακολουθούν και άλλες χώρες του Κόλπου, όπως το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ.

Πέραν τούτων των εσόδων, το «Ισλαμικό Κράτος», σε αντίθεση με παρεμφερείς οργανώσεις, καταφέρνει και παράγει έναν ισχυρό κύκλο αυτοχρηματοδότησης, εκμεταλλευόμενο τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της επικράτειας που ελέγχει. Η σημαντικότερη πηγή είναι φυσικά το πετρέλαιο. Ελέγχοντας σημαντικό μέρος των πετρελαιοπηγών της Βόρειας Συρίας και του Ιράκ, το «Ισλαμικό Κράτος» παράγει, έστω και με όχι την καλύτερη δυνατή τεχνογνωσία, πετρέλαιο το οποίο πουλά σε πολύ καλή και ανταγωνιστική τιμή στη μαύρη αγορά. Οι τοπικές κοινωνίες εξαρτώνται από αυτό το εμπόριο, ενώ, σε μεγαλύτερη κλίμακα το εμπόριο συνεχίζεται σε εύρος που φτάνει έως την Τουρκία και την Ιορδανία.

Παράλληλα, η λεηλασία των τραπεζών στις περιοχές που καταλαμβάνει αποδίδει στο «Ισλαμικό Κράτος» ένα καλό απόθεμα εσόδων για την τροφοδότηση του μηχανισμού του. Ταυτόχρονα, η κατάληψη εδαφών συνδέεται και με τη λεηλασία ικανού μεγέθους οπλοστασίου. Χιλιάδες αμερικανικών όπλων και οχημάτων βρέθηκαν στην κατοχή των μαχητών του «Ισλαμικού Κράτους», με επόμενο βήμα την απεύθυνση στις διεθνείς μαύρες αγορές προς πώληση. Από τα παράδοξα αυτής της ιδιότυπης οικονομίας είναι ότι το «Ισλαμικό Κράτος» πουλάει όπλα και σε ομάδες ανταγωνιστικές σε αυτό, διαψεύδοντας το κλασικό φιλελεύθερο δόγμα πως το εμπόριο κερδίζει τον πόλεμο.

Σε αυτό θα πρέπει να προστεθούν τα έσοδα από εκβιασμούς και απαγωγές, αλλά, σε πλέον ορθολογική προοπτική και σταθερότητα, τα έσοδα από τη φορολογία που το «Ισλαμικό Κράτος» επιβάλλει στους διαμένοντες στην επικράτειά του, είτε για να ασκήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα είτε πάνω στην ίδια την κατανάλωση. Ενα σύστημα άμεσων, και έμμεσων φόρων, δηλαδή, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τη Δύση. Συνδυάζοντας, λοιπόν, «χορηγίες» και αυτοχρηματοδότηση, το «Ισλαμικό Κράτος» δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους ανεπτυγμένους κοινωνικούς σχηματισμούς της Δύσης στον τρόπο εξεύρεσης των αναγκαίων πόρων για την αναπαραγωγή του.