Η στρατολόγηση γίνεται σε δύο επίπεδα: Σε ένα μικρότερο, αξιοποιώντας τα κενά των δυτικών χωρών, που δεν έχουν επιτρέψει τη θεσμική ένταξη των μουσουλμάνων, με την αποστολή σουνιτών ιμάμηδων σε αυτοσχέδιους χώρους λατρείας, όπου, ελεύθεροι ακόμα και από την εποπτεία της μουσουλμανικής κοινότητας, αναπαράγουν τη γραμμή του «Ισλαμικού Κράτους». Το μεγαλύτερο, ωστόσο, μέρος στρατολογείται διαδικτυακά, μέσα από ένα πολυσχιδές, υπερδραστήριο δίκτυο, που περιλαμβάνει το περιοδικό και τα βίντεο της οργάνωσης, λογαριασμούς στο twitter και διώρυγες επικοινωνίας μέσω dark web

Επτά ημέρες. Χρειάστηκε μόλις επτά ημέρες στον Λευκό Οίκο ο ευερέθιστος -και επικουρούμενος από πάμπολλα στελέχη της αμερικανικής Ακροδεξιάς- νέος πρόεδρος  των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για να ρίξει την πρώτη  μεγάλη «βόμβα» στην κοινωνία που τον εξέλεξε. Με το εκτελεστικό διάταγμα 13769  στις 27/1, απαγορεύτηκε σε όλους όσοι έχουν καταγωγή από τη Συρία, το Ιράκ, την Υε- μένη, τη Λιβύη, τη Σομαλία και το Σουδάν να εισέρχονται στην αμερικανική επικράτεια. Η προβλεπόμενη διάρκεια της απαγόρευσης ήταν αρχικά για 90 ημέρες, αλλά επιβίωσε μόλις για 50, και μάλιστα κουτσουρεμένα,  καθώς  η εκδίκαση της υπόθεσης «Ουάσινγκτον εναντίον Τραμπ» για παραβιάσεις  στο Σύνταγμα από την εφαρμογή του διατάγματος ήρθε μαζί με ασφαλιστικά μέτρα που ανάγκαζαν σε -μερική έστω- αναστολή του.

Όταν κλήθηκαν να υπερασπιστούν την επιλογή τους στην κοινή γνώμη, κατέφυγαν στον δημοφιλέστερο ισχυρισμό των ομοϊδεατών  τους ανά τη Δύση: Το διάταγμα είχε σκοπό να διασφαλίσει τις ΗΠΑ ενάντια  στην απειλή  της τρομοκρατίας, προστατεύοντας από τους τζιχαντιστές που θα επιχειρούσαν να εισέλθουν  στη χώρα. Είναι ένας ισχυρισμός που ακούστηκε σε διάφορα σημεία του κόσμου, παραμένοντας σε όλες τις περιπτώσεις αναληθής. Αν ήθελε να προστατέψει  κανείς τη χώρα  του από τζιχαντιστικές  επιθέσεις, θα έπρεπε να κοιτάξει στο εσωτερικό της· και, αντί να εξαπολύσει ένα άγονο ανθρωποκυνηγητό, που θα καταπατούσε κάθε πλαίσιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς αποτέλεσμα, να δουλέψει στην κατεύθυνση της καλύτερης  ένταξης των μουσουλμανικών πληθυσμών.

Η «γκρίζα ζώνη»

Αυτό που η Ευρώπη  πασχίζει και αποτυγχάνει παταγωδώς μέχρι στιγμής  να χτίσει, ο Ντόναλντ  Τραμπ το βρήκε έτοιμο – και πήγε  να το διαλύσει με το εκτελεστικό διάταγμα  13769. Δημοσκοπήσεις της τελευταίας  εξαετίας  έδειχναν ότι η συντριπτική πλειονότητα των μουσουλμάνων που ζουν στις ΗΠΑ δήλωναν σχετική ικανοποίηση με τη ζωή τους εκεί, αντίθετα με την Ευρώπη,  όπου οι έρευνες αποκάλυπταν μεγάλη  δυσαρέσκεια των  νεότερων ιδίως  μουσουλμάνων τόσο με τις συμπεριφορές που αντιμετωπίζουν όσο και με τις εργασιακές  συνθήκες. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αριθμοί των μουσουλμάνων που δηλώνουν αποδεκτοί στη χώρα όπου ζουν κινούνται σε ποσοστά που δεν υπερβαίνουν συνήθως το 25% στην Ευρώπη,  ενώ στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό κινείται ανάμεσα στο 66% και 75%.

Η μεγάλη  αναλογία  χτυπημάτων στην Ευρώπη  μπορεί  να εξηγηθεί  εν μέρει από  αυτό το απλό  γεγονός.  Το επίσημο περιοδικό  του «Ισλαμικού Κράτους», «Νταμπίκ», δήλωνε  ρητά το 2015  σε ενδιαφερόμενους και υποστηρικτές του ότι σκοπός του είναι να διαλύσει την «γκρίζα ζώνη» της συνύπαρξης μεταξύ μουσουλμάνων και «απίστων» – άρα και να υπονομεύσει οποιαδήποτε «προοδευτική» πολιτική  ένταξης στις δυτικές χώρες. Το σχέδιο αποτελεί κατάλοιπο των πρακτικών της «Αλ Κάιντα», η οποία εισήγαγε πρώτη  ακόμα και τις επιθέσεις κατά άλλων μουσουλμάνων, με την ελπίδα ότι τέτοιου είδους αιματηρές προβοκάτσιες θα στρέψουν τον μουσουλμανικό πληθυσμό προς τους ένοπλους σουνίτες για προστασία. Σε αυτό το πλαίσιο, έλαβε χώρα και η ανατίναξη στο Χρυσό Τζαμί της Βαγδάτης το 2006, την οποία η οργάνωση επιχείρησε ανεπιτυχώς να αποδώσει στις αμερικανικές δυνάμεις. Αυτή η προσπάθεια  αποτελεί δηλωμένη στρατηγική του «Ι.Κ.» για τις ευρωπαϊκές χώρες, όχι τόσο με επιθέσεις κατά ομόθρησκών τους, αλλά με δράσεις οι οποίες θα έχουν ως αντίποινα την καταστολή των μουσουλμάνων.

Το γόητρο

Ούτως  ή άλλως,  τα δεδομένα  από  τις έρευνες  των μυστικών  υπηρεσιών μέχρι τώρα δείχνουν ότι, πράγματι,  οι περισσότερες πιθανότητες να στρατολογηθεί κάποιος  στο «Ι.Κ.» είναι αν βγει από την «γκρίζα ζώνη» της ειρηνικής συνύπαρξης. Σε έρευνα του Εθνικού Κέντρου Οικονομικής  Έρευνας  του Ισραήλ βρέθηκε ότι οι μεγαλύτερες στρατολογήσεις κατά ποσοστό γίνονται  από χώρες  στις οποίες οι μουσουλμάνοι  αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες ένταξης. Το Βέλγιο πιάνει ένα από τα μεγαλύτερα  ποσοστά ως δεξαμενή  μαχητών για το ISIS, ενώ και άλλες χώρες  υψηλού «εθνικού φρονήματος»,  όπως  η Σουηδία, η Φινλανδία και η Ιρλανδία, τροφοδοτούν με τους δικούς τους αγανακτισμένους μουσουλμάνους  – με ποσοστά της τάξης του 0,03%-0,06% επί του μουσουλμανικού πληθυσμού της κάθε χώρας και πολύ μικρότερα επί του συνολικού.

Ακόμα και συμβάντα του παρελθόντος φαίνεται  να παίζουν έναν ρόλο στα προνομιακά σημεία για τη στρατολόγηση τζιχαντιστών.  Η γειτονική  Βοσνία, όπου το 1995  Σέρβοι εθνικιστές  με τη συνδρομή ομοϊδεατών τους από διάφορες χώρες (μεταξύ των οποίων  φυσικά και η Ελλάδα) δολοφόνησαν 8.000 μουσουλμάνους στη Σφαγή  της Σρεμπρένιτσα, έχει αποδειχθεί  φυτώριο  τζιχαντιστών.  Από το 2014  μέχρι τα μέσα του 2015  υπολογιζόταν ότι 200-300 μουσουλμάνοι  είχαν φύγει  από τη Συρία για να πολεμήσουν στο πλευρό  του «Ισλαμικού Κράτους», νούμερο που φαίνεται  να αυξήθηκε  εκθετικά το επόμενο διάστημα. Ήδη από τις ημέρες του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου, οι εντάσεις μεταξύ εθνικιστών  και μουσουλμάνων ήταν έντονες και μόνο χειρότερες έγιναν από όταν οι ΗΠΑ εισήγαγαν τάγματα μουτζαχεντίν για να πολεμήσουν τους Σέρβους. Όπως ήταν αναμενόμενο, την πλήρωσαν οι 8.000 άμαχοι της Σρεμπρένιτσα, ανοίγοντας ένα τραύμα που δεν έχει ακόμα επουλωθεί.

Οι περισσότεροι που εγκαταλείπουν την Ευρώπη  για το Ιράκ και τη Συρία έχουν μια κάπως  «χαλαρή» σχέση με τις διδαχές του Ισλάμ. Οι «μοναχικοί λύκοι» που πραγματοποιούν επιθέσεις σαν αυτές στη Βρετανία και τη Γαλλία, έχουν ωστόσο διαφορετικό προφίλ. Η ταύτισή τους με τη θρησκευτική τους ταυτότητα φαίνεται να αναπληρώνει την πολιτισμική τους αποξένωση. Αυτοστρατολογούνται  στη βάση μιας φονταμενταλιστικής πίστης, πρακτική την οποία καλωσόρισαν  τόσο η «Αλ Κάιντα» όσο και το «Ισλαμικό Κράτος», δίνοντας  το δικαίωμα  σε οποιονδήποτε ασπάζεται τη ρητορική  τους να προβεί σε μια βίαιη ενέργεια  ως καμικάζι και να την αποδώσει  στους ίδιους. Το κοινό στοιχείο των στρατιωτών  που ταξιδεύουν στη Μέση Ανατολή με τους «μοναχικούς λύκους» παραμένει  η απόσυρση από την «γκρίζα ζώνη» της ένταξής  τους στις χώρες όπου ζουν.

«Τουριστικά» προγράμματα για τζιχαντιστές

Στα τέλη του 2014, ένα βίντεο κυκλοφόρησε απευθυνόμενο σε μουσουλμάνους που ζουν στον Καναδά. Το βίντεο περιστρεφόταν γύρω  από έναν νεαρό Καναδό μουσουλμάνο  που αποφάσισε  να εγκαταλείψει το χόκεϊ και τα ποτάμια της χώρας για να πάει στη Συρία. Το lifestyle προσανατολισμού βίντεο αφηγείται το πώς εγκατέλειψε όλα όσα αγαπούσε προκειμένου να πάει να πολεμήσει ως τζιχαντιστής, πράγμα που τον έκανε πιο ευτυχισμένο.  Είναι μια ένδειξη  μόνο των μέσων με τα οποία το επικοινωνιακά πολύ  προηγμένο ISIS απευθύνεται στους δυνητικούς υποστηρικτές του, μιλώντας  μια μιντιακή  γλώσσα την οποία μπορούν να καταλάβουν. Άλλωστε, η μεγαλύτερη καταβύθιση  στις διδαχές  του Ισλάμ θα τους έπεφτε  κάπως δύσκολη. Έρευνες βρήκαν ότι οι περισσότεροι επίδοξοι τζιχαντιστές  από τη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική, ως τελευταία πράξη της κοσμικής ζωής τους, παρήγγειλαν από διαδικτυακά βιβλιοπωλεία τα ποπ εγχειρίδια «Το Ισλάμ για ανίδεους» και «Το Κοράνι για ανίδεους». Βρετανοί ιμάμηδες είχαν καταγγείλει ήδη από την πρώτη  εμφάνιση του «Ισλαμικού Κράτους» τη μικρή σχέση που είχαν οι νεοσύλλεκτοι τζιχαντιστές με το Ισλάμ, θεωρώντας και οι ίδιοι ότι δεν είναι θρησκευτικός, αλλά κοινωνικός ο λόγος που κάποιοι αφήνουν τις ζωές τους στις δυτικές χώρες και πηγαίνουν να καταταγούν στις τάξεις της οργάνωσης.

Η στρατολόγηση  γίνεται  σε δύο επίπεδα: Σε ένα μικρότερο, αξιοποιώντας τα κενά των δυτικών χωρών,  που δεν έχουν  επιτρέψει τη θεσμική ένταξη των μουσουλμάνων, στέλνουν σουνίτες ιμάμηδες σε αυτοσχέδιους χώρους  λατρείας,  όπου, ελεύθεροι  ακόμα  κι από  την  εποπτεία της μουσουλμανικής κοινότητας,  αναπαράγουν  τη γραμμή  του «Ισλαμικού Κράτους». Το μεγαλύτερο, ωστόσο, μέρος τους στρατολογείται  on line, μέσα από ένα πολυσχιδές, υπερδραστήριο δίκτυο, που περιλαμβάνει  το περιοδικό  και τα βίντεο της οργάνωσης, λογαριασμούς στο twitter, διώρυγες επικοινωνίας μέσω dark  web, αλλά και εγχειρίδια  τα οποία  κυκλοφορούν οι ίδιοι στο Διαδίκτυο, δίνοντας οδηγίες στους επίδοξους συμμάχους τους για την ασφαλή  τους μετάβαση στο Ιράκ και τη Συρία. Ένα τέτοιο ήρθε στη δημοσιότητα το 2015, εξηγώντας από τα ενδυματολογικά μέχρι τα κρυπτογραφικά προαπαιτούμενα για να συναντηθεί ο επίδοξος μαχητής με τον υπεύθυνο στρατολόγησής του, με τη συνάντηση να γίνεται συνήθως σε τουρκικό έδαφος. Ένα άλλο, το «Πώς να επιβιώσετε στη Δύση», το οποίο είχε εμφανιστεί την ίδια περίπου περίοδο, δίνοντας οδηγίες για επιθέσεις «μοναχικών λύκων», αποδείχθηκε πλαστογράφημα φασιστικής οργάνωσης. Οι αυτοστρατολογούμενοι καμικάζι έχουν  μόνο την έμπνευση από το «Ι.Κ.», όχι κάποια σαφή αρωγή•  εξ ου και η πολυμορφία των επιθέσεων και ο τρόμος που προκαλούν στο ευρύ κοινό.