Η συντονισμένη επίθεση στους Ρομά του Μενιδίου, με τις αστυνομικές δυνάμεις να παρακολουθούν αμέτοχες εμπρησμούς κατοικιών, έρχεται  να προστεθεί ως λιθαράκι σε μια μακραίωνη  σειρά διωγμών που οι νομάδες Ρομά υφίσταντο από τους εδραιωμένους κατοίκους των εθνών-κρατών

Η πρόσφατη υπόθεση του θανάτου του δεκάχρονου μαθητή στο Μενίδι από αδέσποτη σφαίρα λειτούργησε σαν ένας έτοιμος από καιρό καταλύτης. Σχεδόν σε χρόνο dt μια συντονισμένη επίθεση στους Ρομά του Μενιδίου πήρε διαστάσεις που θύμιζε πογκρόμ, με τις αστυνομικές δυνάμεις να παρακολουθούν αμέτοχες εμπρησμούς κατοικιών. Στο όνομα της κάθαρσης από τις εγκληματικές δυνάμεις που νέμονται την περιοχή -προϊόντα περίπλοκων διαδικασιών σύμπτωσης κοινωνικού αποκλεισμού και ανομίας- στον στόχο βρέθηκαν, χωρίς να εκπλήσσεται κανείς, οι Ρομά ως τέτοιοι και το αίτημα που, υποτίθεται, αυθόρμητα αναδύθηκε υπήρξε αυτό της επίλυσης του «τσιγγάνικου ζητήματος».

Το γεγονός, πέρα από το να αποτελεί μια πρωτόφαντη ιστορία, έρχεται να προστεθεί ως λιθαράκι σε μια μακραίωνη σειρά διωγμών που οι νομάδες Ρομά υφίσταντο από τους εδραιωμένους κατοίκους των εθνών- κρατών. Ο Κάιν φονεύει τον Αβελ, ο γεωργός τον νομά ποιμένα. Το ρίζωμα, η εδαφικοποίηση δεν ανέχονται αυτούς που κουβαλούν τις ρίζες τους από τόπο σε τόπο. Μαζί με τον Εβραίο ο Ρομά θα αποτελέσει τον ιδανικό αποδιοπομπαίο τράγο.

Ολοκαύτωμα

Σε αυτήν τη σειρά των διωγμών, βεβαίως, η ναζιστική γενοκτονία είναι η περισσότερο γνωστή. Η γενοκτονία των Ρομά, όμως, κατέστη δυνατή χάρη στις πολιτικές διακρίσεων που είχαν εφαρμοστεί από τις αρχές του 20ού αιώνα σε πολλές χώρες. Δυστυχώς η πορεία των Ρομά στην Ευρώπη είναι γεμάτη από ιστορίες εθνοκάθαρσης, βασανιστηρίων, απαγωγών, καταναγκαστικής εργασίας. Ο διωγμός των Τσιγγάνων έφτασε, όμως, στη κορύφωσή του στη ναζιστική Γερμανία. Οι εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ απέδωσαν στους Ρομά την ιδιότητα των κοινωνικών αποβλήτων. Είχε προηγηθεί, ωστόσο, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης: από το 1918 έως το 1933 επέβαλλε στους Ρομά να εγγράφονται σε ειδικά κρατικά μητρώα, τους απαγόρευε να ταξιδεύουν ελεύθερα, ενώ προέβλεπε και εγκλεισμό σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Όταν οι ναζί ήρθαν στην εξουσία, οι νόμοι αυτοί παρέμειναν σε ισχύ και επεκτάθηκαν, όπως ο νόμος του 1933, που επέβαλλε τη στείρωση στις γυναίκες Ρομά με τη βία. Αργότερα, το 1936, αποφασίστηκε και «κάθαρση των γερμανικών πόλεων από την υγειονομική μάστιγα των Τσιγγάνων», με απώτερο σκοπό να δοθεί «τελική λύση στο πρόβλημα των Ρομά», διαδικασία που κορυφώθηκε το 1942, όταν και ο Χίμλερ διέταξε τη μεταφορά των Ρομά στο Αουσβιτς Μπιρκενάου. Χιλιάδες Τσιγγάνοι της Γερμανίας οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και βρήκαν φρικτό θάνατο στα κρεματόρια. Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την επαναχάραξη των συνόρων, βρήκε το μεγαλύτερο μέρος των Τσιγγάνων που είχαν φτάσει στην Ευρώπη στα εδάφη κομμουνιστικών καθεστώτων. Εκεί θα βιώσουν και πάλι διωγμούς. Στη Ρωσία η νομαδική ζωή θα κηρυχθεί παράνομη, ενώ στην Πολωνία οι προσπάθειες ενσωμάτωσης μέσω εργασίας θα αποτύχουν. Οι χαμηλοί μισθοί θα σπρώξουν τους Ρομά στη νομαδική ζωή, που και εδώ θα απαγορευθούν. Παρόμοια και στις άλλες χώρες, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το ρουμανικό κράτος και τον Τσαουσέσκου, ο οποίος, από τη στιγμή που οι Τσιγγάνοι άρχισαν να κυριαρχούν στους αγροτικούς συνεταιρισμούς και ως βιομηχανικοί εργάτες, εφάρμοσε μια πολιτική αναγκαστικής μεταστέγασης, διασπώντας τους σε μεγάλες και διασκορπισμένες ομάδες. Στη Βουλγαρία απαγορεύθηκε η ιδιαίτερη γλώσσα τους, καθώς και η δυνατότητα οργάνωσής τους σε συλλόγους, ενώ, τέλος, στη Γιουγκοσλαβία, παρά την ελαστικότητα του κράτους, τα ρατσιστικά στερεότυπα τους οδήγησαν στην απομόνωση.

Ρομά, Ε.Ε. και Ελλάδα

Με το άνοιγμα των συνόρων που επέφερε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ πολλοί Ρομά πέρασαν στη Δυτική Ευρώπη ελπίζοντας σε μια καλύτερη τύχη. Φευ! Τα τελευταία χρόνια ο αντιτσιγγανισμός φαίνεται να αποτελεί μια ανεπίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήδη από τον Μάιο του 2008 η Ιταλία, διά του υπουργού Εσωτερικών, διακήρυττε ότι «οι καταυλισμοί των Τσιγγάνων θα πρέπει να διαλυθούν αμέσως και οι ίδιοι να απελαθούν ή να κλειστούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης». Θα ακολουθούσε ο Νικολά Σαρκοζί, το 2010, με ένα ανελέητο πογκρόμ που οδήγησε σε χιλιάδες απελάσεις, με πρόσχημα την εγκληματικότητα:

«Δεν πρέπει να μείνει ούτε ένας καταυλισμός Τσιγγάνων στο γαλλικό έδαφος!», είχε δηλώσει τότε. Αυτή η εξάπλωση του αντιτσιγγανισμού άγγιξε μέχρι και τις πιο ανεκτικές, παραδοσιακά, χώρες, όπως η Δανία και η Σουηδία, ενώ η πάντα στιβαρή Γερμανία σχεδίαζε μεταφορά πλήθος Ρομά στο νεοσύστατο κρατίδιο του Κοσόβου.

Στην Ελλάδα η μοίρα των Ρομά δεν ήταν καλύτερη. Μόλις το 1955 το ελληνικό κράτος θα αποδώσει την ελληνική ιθαγένεια στους Τσιγγάνους που κατοικούν στην ελληνική επικράτεια με σχετικό νομοθετικό διάταγμα (Ν.Δ. 3370/55), το οποίο δημιουργεί το στοιχειώδες θεσμικό πλαίσιο για την αναγνώρισή τους ως πολιτών και άρα ως δικαιούχων, εν δυνάμει, βασικών και θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων. Από εκεί, ωστόσο, έως την καθημερινή πραγματικότητα η απόσταση είναι μεγάλη. Οι Ρομά θα βιώσουν κατ’ αρχάς έναν πολύπλευρο κοινωνικό αποκλεισμό, που αφορά τόσο την ελλιπή πρόσβαση στην Εκπαίδευση όσο και την προσπάθεια πειθάρχησης σε συγκεκριμένα οικιστικά πρότυπα, είτε με ρύθμιση της δομής των οικισμών είτε, ακόμα χειρότερα, με καταστροφή τους. Ταυτόχρονα θα αντιμετωπίσουν εργασιακή περιθωριοποίηση, καθώς τα κωλύματα αδειών στα παραδοσιακά εμπορικά τους επαγγέλματα θα είναι τέτοια που θα καθιστούν σχεδόν κάθε απόπειρα εκτέλεσής τους παράνομη: προϋποθέσεις επί προϋποθέσεων θα ωθήσουν όλο και πιο μεθοδικά στο περιθώριο κάθε απόπειρα πρόσκτησης κέρδους.

Το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι επιβεβαίωνε το 2013, περίοδο κατά την οποία ο αντιτσιγγανισμός είχε και στην Ελλάδα βρεθεί και πάλι σε έξαρση, συνεπικουρούμενος τότε και από την άνοδο της Χ.Α., τους διωγμούς που υφίστανται οι Ρομά στην Ελλάδα. Παρατηρούσε ότι οι Αρχές τούς αρνούνται παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και τρεχούμενου νερού με όρους ανάλογους με εκείνους που ισχύουν για αυθαίρετες κατοικίες μη Ρομά. Υφίστανται συχνές, παράνομες εξώσεις χωρίς μετεγκατάσταση, όπως και παράνομο εσωτερικό εκτοπισμό. Η Αστυνομία προχωρά σε μαζικές επιδρομές σε καταυλισμούς με τη δικαιολογία της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, προσάγοντας χιλιάδες Ρομά στα αστυνομικά τμήματα, για να συλλάβει μόνο ένα 10% από τα προσαγόμενα άτομα, συχνά για αδικήματα συνδεδεμένα με την περιθωριοποίησή τους. Τέλος, η Ελλάδα αρνείται να εφαρμόσει καταδικαστικές αποφάσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ και να αποζημιώσει τους Ρομά που δικαιώθηκαν ως θύματα αστυνομικής βίας ή παράνομων εξώσεων. Υπενθύμιζε, δε, πως η Ελλάδα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό καταδικών από διεθνή δικαστήρια για παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Ρομά από οποιαδήποτε άλλη χώρα.

Ήταν η περίοδος που π.χ. στο Μενίδι, ύστερα από εκδήλωση της Χρυσής Αυγής, τον Ιούνιο του 2012, περαστικός Ρομά προπηλακίστηκε, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν ολονύκτιες συγκρούσεις στα Άνω Λιόσια, ενώ παρόμοιο σκηνικό στήθηκε και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς στο Αιτωλικό Αιτωλοακαρνανίας. Στην ίδια περιοχή, λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 2013, ομάδα περίπου 80 χρυσαυγιτών, με επικεφαλής τοπικά στελέχη της νεοναζιστικής οργάνωσης, έκαψε σπίτια των Ρομά. Τον Μάιο αφισοκολλήθηκε κείμενο που, μεταξύ άλλων, έγραφε: «Έξω οι γύφτοι, τελευταία ημέρα παραμονής τους σήμερα 31 Μαΐου 2013». Παρόμοια περιστατικά σημειώνονταν σε όλη την επικράτεια: από την Καλαμάτα, όπου τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ολόκληρος καταυλισμός κατεδαφίστηκε από τον δήμο, έως το Χαλάνδρι, όπου το σίριαλ της μετεγκατάστασης των Ρομά συνεχίζεται ακόμη. Θύματα τόσο αισθητικών όσο και ηθικών προκαταλήψεων, οι Ρομά θα κληθούν σε αυτές τις επιθέσεις να αποδείξουν τόσο τη συμβατότητα του τρόπου ζωής τους με το περιβάλλον τους όσο και το ότι η εγκληματικότητα δεν αποτελεί εγγενές στοιχείο της φύσης τους. Πράγματα μάλλον αυταπόδεικτα αλλά και τόσο εξωφρενικά σε ένα αναπαραστατικό περιβάλλον όπου το «τσαντίρι» κουβαλάει το στάτους του αισθητικού βδελύγματος και όπου η μάχη των Ρομά με τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής χαρακτηρίζεται από το πλήθος των σάιτ και ανθυποσάιτ που κυριαρχούν στα «χτυπήματα» ως βεντέτα.