Αν και αναμφίβολα οικείοι ως κοινότητες, τα βασικά χαρακτηριστικά των πληθυσμών των Ρομά παραμένουν άγνωστα στους πολλούς

Πέρα από την  προσβλητική σημασία που έχει προσλάβει ο ένας όρος, αυτό που διαχωρίζει τον «Γύφτο» από τον «Τσιγγάνο» δεν είναι μόνο η προαίρεση αυτού που εκφέρει την κάθε λέξη. Ακόμα κι αν οι χαρακτηρισμοί θεωρούνται λίγο-πολύ  ταυτόσημοι πλέον, σε παλαιότερες εποχές οι σημασίες τους υπήρξαν ριζικά διαφορετικές, με αποκαλυπτικό  τρόπο για τις αντιλήψεις που κυριαρχούν σήμερα. Η λέξη «Τσιγγάνος» αναφερόταν  στους Ρομά που επέμεναν στα νομαδικά χαρακτηριστικά των κοινοτήτων τους, εμμένοντας στη συνεχή μετακίνηση και τα προσωρινά  καταλύματα. Αντιθέτως, «Γύφτοι» ήταν αυτοί που εγκατέλειπαν τον περιπλανητικό βίο για χάρη μιας πιο σταθερής ζωής, αυτοί που εγκαθίσταντο σε σπίτια και ακολουθούσαν μια πιο «μικροαστική» ζωή, με εκπαίδευση, μόνιμη απασχόληση κ.ο.κ. Ενδεικτικό της ταραχώδους  σχέσης των Ρομά με την ελληνική  κοινωνία  είναι το γεγονός ότι από τους δύο όρους, ο μανδύας της προσβολής  έμελλε να τυλίξει αυτούς που επιθυμούσαν μια πιο «κανονική» ζωή από αυτή που ακολουθούσαν οι αεικίνητοι νομάδες της Ιστορίας. «Γύφτος», συνώνυμο  του κακού χαρακτήρα και της μικροπρέπειας, έγινε αυτός που διεμβολίζει τη ζωή μιας περιοχής  ή μιας επαρχίας,  με διάθεση μονιμότητας,  ως απρόσκλητος  και ανεπιθύμητος επισκέπτης, με έντονο το στίγμα του στην προϋπάρχουσα καθημερινότητα. Μια ονομασία που κάποτε επέλεγαν οι ίδιοι οι Ρομά, υποστηρίζοντας  τη θεωρία που τους θέλει καταγόμενους από την αρχαία Αίγυπτο, έγινε τελικά η άγραφη  πλάκα στην οποία χαράσσονταν όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά – και η οποία, έχοντας διαμεσολαβήσει  μια ατελής  απόπειρα ένταξης στον ελληνικό κοινωνικό  ιστό, έφτασε να ταυτίζεται με κάθε λογής απειλή για τους «προϋπάρχοντες» κατοίκους.

Ο «Τσιγγάνος», από την άλλη, έμεινε ένα ονειρικό πρότυπο. Ταυτισμένος με την «ελευθερία» και την «ανεμελιά», εμφανίστηκε σε πλήθος  τραγουδιών,  ενώ κατά τη δεκαετία  του ’90, μέσα από τους «Ψιθύρους  καρδιάς», αποτέλεσε και τη βάση ενός δημοφιλούς τηλερομάντζου, που ενέτεινε τη φαντασίωση της μοιραίας Τσιγγάνας, που μετατρέπεται σε αντικείμενο του πόθου για τον αστό αρχιτέκτονα, τον οποίο ενσάρκωνε ο νυν δήμαρχος  της Στυλίδας, Απόστολος Γκλέτσος. Ο Τσιγγάνος, άλλωστε, δεν ήταν  Γύφτος: Τη μία στιγμή περνούσε και έφερνε μουσική και ερωτισμό, αλλά την άλλη έφευγε  για νέο προορισμό, αφήνοντας τον τόπο υποδοχής στην ησυχία του. Ηταν πιο εύκολο να γίνει αποδεκτός  ως περαστικός από ό,τι ως  ριζωμένος  κάτοικος  κάποιος που για τους εκάστοτε ντόπιους έχει διαφορετική εμφάνιση, ομιλία, ήθη και έθιμα, συμπεριφορά  και γλώσσα, αλλά δεν μπορεί να απομονωθεί  με την ταμπέλα του μετανάστη, καθώς δεν έχει σαφώς εθνοτικά προσδιορισμένο τόπο καταγωγής.

Αυτό είναι και το μεγάλο παράδοξο των Pομά, καθώς επίσης ο «τοίχος» που βρίσκουν τα διάφορα προγράμματα αφομοίωσής τους. Το σύνηθες διαπραγματευτικό χαρτί που επιτρέπει την παραμονή σε μια χώρα με αντάλλαγμα την κατάργηση της διαφορετικότητας  του κάθε πληθυσμού είναι άχρηστο σε αυτές τις περιπτώσεις. Μεγάλο μέρος των Ρομά έχει τελείως διαφορετική κουλτούρα από αυτές που συνήθως γίνονται αποδεκτές ως «ελληνικές», αλλά δεν υπάρχει καμία νόμιμη αμφισβήτηση του δικαιώματός τους στην παραμονή στη χώρα. Ετσι, οι παραδοσιακές στρατηγικές των εκάστοτε κυβερνώντων τείνουν  να αποτυγχάνουν συστηματικά, όταν δεν αφήνουν περιθώρια στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των Ρομά να επιβιώσουν  από οποιαδήποτε προσπάθεια  συμφιλίωσής  τους με τον ευρύτερο κοινωνικό ιστό.

Μόνιμοι ξένοι

Εξαιρετικά οικεία είναι η εικόνα της Τσιγγάνας μάντισσας που λέει τη μοίρα και το ριζικό αυτού που πληρώνει ή εξαπολύει κατάρες όταν κανείς αρνηθεί την πληρωμή. Αν το στερεότυπο της σχέσης των Ρομά με τη μαγεία μοιάζει αφελές και καλοπροαίρετο, η καταγωγή του φαίνεται να διαψεύδει  αυτή την παρανόηση.  Από την εποχή  του Βυζαντίου, όταν έγινε η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά  σε πληθυσμό  με τα χαρακτηριστικά των Τσιγγάνων, αυτοί παρουσιάζονται  ως αιρετικοί συνωμότες ενάντια στην επίσημη θρησκεία και υφίστανται  τις ανάλογες  διώξεις. Με την πάροδο των αιώνων, ο μύθος αυτός διανθίζεται με διάφορες καταγωγές: Οι Τσιγγάνοι κατηγορούνται ως απόγονοι του σιδερά που έφτιαξε τα καρφιά για τη σταύρωση του Ιησού, πράγμα για το οποίο τιμωρήθηκαν με την κατάρα του Θεού να περιφέρονται αέναα, χωρίς να μπορούν  να στεριώσουν κάπου. Χαρακτηριστικό είναι ότι μια ελαφρώς μεταγενέστερη παραλλαγή του μύθου που ασπάζονται κάποιες ομάδες των Pομά ισχυρίζεται ότι πράγματι πρόγονός τους ήταν ο σιδεράς που έφτιαξε τα καρφιά της σταύρωσης,  αλλά εδώ η επιταγή του Θεού να περιφέρονται αέναα δεν είναι τιμωρία, αλλά ανταμοιβή για το γεγονός ότι ο σιδεράς κράτησε το τέταρτο καρφί για να τρυπήσει  την καρδιά του Χριστού, απαλλάσσοντάς  τον από το βασανιστήριο. Πέρα από την αέναη περιφορά, σύμφωνα  με τον ίδιο μύθο, η δεύτερη ανταμοιβή που έλαβαν ήταν ένα ελευθέρας  να παραβιάζουν  την εντολή «Ου κλέψεις», όταν οι στόχοι τους δεν είναι άλλοι Pομά.

Οι προγονικοί  μύθοι που υπάρχουν για τους Pομά είναι πιθανώς δεκάδες, ενώ πολύ συχνά διασταυρώνονται με τη χριστιανική παράδοση  και έχουν πράγματι «απαλλακτικό» χαρακτήρα  από δεσμεύσεις. Ενας από τους δημοφιλέστερους εξ αυτών τούς θέλει να κατάγονται μεν από τον Αδάμ, αλλά από τη συνεύρεσή  του με μια άλλη γυναίκα,  που προηγήθηκε της Εύας. Ως εκ τούτου, είναι απαλλαγμένοι από το ηθικό βάρος του προπατορικού αμαρτήματος. Τέτοιοι μύθοι, διανθισμένοι με παραλλαγές κάποιου «λίβελλου του αίματος», σαν αυτούς που προηγούνταν διαχρονικά των διώξεων των Εβραίων, υπήρξαν  αιτίες πολλών πογκρόμ και εκτοπισμών  τους. Τα διαφορετικά  ήθη και έθιμά τους πολλάκις  διευκόλυναν τους ενορχηστρωτές  των επιθέσεων  να υποστηρίξουν  και τις μάζες τις οποίες παρακινούσαν σε βία να πιστέψουν  ότι μεταξύ αυτών  περιλαμβάνονται και τελετουργικές  δολοφονίες.  Ιδίως στην Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη, οι διωγμοί ήταν πολλαπλοί  και βάναυσοι από τον 15ο αιώνα και μετά. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση  του Δον Κάρλος το 1539 να διατάξει την εξόριση όλων ανεξαιρέτως των Ρομά από την Ισπανία, με διαταγή μακροχρόνιας  φυλάκισης  όσων ξέμεναν πίσω.

Αναμφίβολα, ωστόσο, το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό έγκλημα κατά των Ρομά ήρθε με το Ολοκαύτωμα, μια συχνά παραγνωρισμένη πτυχή  των εγκλημάτων των ναζί. Αφού διάφορες παραϊατρικές μελέτες της πρώτης  περιόδου  του Χίτλερ στην εξουσία «επιβεβαίωσαν» τη γενετική κατωτερότητα των Ρομά, ένα έκτακτο διάταγμα που εμπλούτισε τους Νόμους της Νυρεμβέργης το 1936 επέτρεψε την ίδρυση του Κεντρικού Γραφείου του Ράιχ για την Καταστολή της Τσιγγάνικης  Απειλής, υπό τον Χάινριχ Χίμλερ. Μετά από μια περίοδο διάχυτων  καταδρομικών  επιθέσεων, διατάχθηκε  η σύλληψη  όλων των Ρομά και η μεταφορά τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης,  αλλά και σε ειδικά στρατόπεδα για Τσιγγάνους, τα Zigeunerlager. Ως αποτέλεσμα,  ένας  θηριώδης αριθμός θυμάτων  Ρομά, που κυμαίνεται από 200.000  έως 500.000,  έχασε τη ζωή του σε αυτά τα στρατόπεδα, σε μία από τις μεγαλύτερες  τραγωδίες  που παρήγαγε ο ναζισμός. Ο,τι υπήρξε  για τους Εβραίους η Shoah  υπήρξε  για τους Ρομά το Porajmos:  Ενα τραύμα που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.

Αδρανοποίηση

Την περίοδο μετά τον πόλεμο, και ιδίως κατά τη μεταπολίτευση, οι Ρομά στην Ελλάδα άρχισαν να έχουν τάσεις εγκατάλειψης της νομαδικής  ζωής και μόνιμης εγκατάστασης σε τόπους κατοικίας. Με την έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, τα προγράμματα ένταξης των Ρομά, που πλήθυναν, φάνηκε να προσανατολίζονται περισσότερο στη διαχείριση του «άτακτου» αυτού πληθυσμού,  παρά στην προστασία των κοινοτήτων  τους. Αλλωστε, το πρώτο σχετικό μέτρο που έλαβε η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ήρθε το 1983 με την «Υγειονομική Διάταξη για την οργάνωση- εγκατάσταση πλανόδιων νομάδων» (ΦΕΚ 243 Β’/11.5.1983), σύμφωνα με την οποία:

«Απαγορεύεται η ανεξέλεγκτη εγκατάσταση πλανόδιων νομάδων  (Αθίγγανοι κ.λπ.), χωρίς σχετική άδεια σε οποιαδήποτε περιοχή. Επιτρέπεται η προσωρινή εγκατάσταση των πιο πάνω, με πρόχειρα στεγάσματα (σκηνές κ.λπ.), σε ειδικά καθορισμένες περιοχές, ύστερα από ειδική απόφαση του νομάρχη  και σχετική άδεια που χορηγεί σε εκτέλεση της αποφάσεως η αστυνομική Αρχή, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις…» 1.

Η ένταξη  στην ΕΟΚ έφερε μαζί της και μια ιδιότυπη  φιλολογία  γύρω  από τους Ελληνες  Ρομά, την οποία  λίγο αργότερα κάποιοι  ονόμασαν  «τσιγγανολογία». Σύμφωνα με αυτή την τάση, προβάλλονταν πάνω  στους Ρομά από κοινωνικούς επιστήμονες  και λειτουργούς,  ΜΚΟ και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής  διάφορες δυσκολίες και επιθυμίες που δεν τους χαρακτηρίζουν. Χαρακτηριστικότερη όλων είναι μια υποτιθέμενη επιμονή  τους στη νομαδική  ζωή, ενώ σήμερα σχεδόν τρεις στις τέσσερις οικογένειες Ρομά έχουν σταθερή έδρα και κατοικούν σε ιδιόκτητα συνήθως σπίτια, ενώ συχνά επιδιώκουν και τη σταθερή εργασιακή  απασχόληση.  Στο επίπεδο  της ένταξης, εμφανίζονται αντίρροπες τάσεις, που, παρά την πρόοδο της αποδοχής των Ρομά από το ελληνικό κράτος και την ελληνική  κοινωνία,  λειτουργούν ακόμα ανασχετικά. Τα μεγάλα ποσοστά αναλφαβητισμού επιδεινώνονται από τις συνεχείς κινήσεις διαφόρων Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων να εκδιώξουν τα παιδιά των Ρομά από τα σχολεία. Η άρνηση να γίνουν αποδεκτοί σε μια κατεστραμμένη αγορά εργασίας συνεχίζει  να τους εξωθεί στη «μαύρη» εργασία κάθε είδους. Ποικίλα εμπόδια εμφανίζονται στην ένταξη των Ρομά και τα περισσότερα έχουν τη ρίζα τους στις πεποιθήσεις που καλλιεργούν και αναπαράγουν οι θεσμικοί «σύμμαχοί» τους.

«Το ότι στην περιοχή  όπου μένουμε δεν περνάει  ούτε λεωφορείο  για το κέντρο της πόλης και πρέπει να περπατήσω μιάμιση ώρα, αν χρειαστεί να πάω τα παιδιά μου στο νοσοκομείο, είναι αποτέλεσμα της κουλτούρας  μου ή του κοινωνικού αποκλεισμού;», αναρωτιόταν την επομένη των γεγονότων στο Μενίδι η Φανή, μια νεαρή Ρομά, σε επιστολή της 2 στην ιστοσελίδα «Καμένα σουτιέν». «Καλοί άνθρωποι  και κακοί υπάρχουν παντού,  τίμιοι ή ανέντιμοι,  όμως νιώθω  ότι εμάς μας κρίνουν  πιο αυστηρά. Δεν μας επιτρέπεται ούτε ένα λάθος: Αν εγώ κάνω μια ζημιά στη δουλειά  μου, θα πούνε “Τσιγγάνα είναι, τι περιμένεις;”. Θα το συνδέσουν  με την κουλτούρα  μου. Και,

αν χαθεί κάποιο αντικείμενο,  θα είμαι η πρώτη  που θα κατηγορηθώ ότι το έκλεψα. Πολλές γνωστές  μου μη Ρομά πιστεύουν  ότι τα παραλέω.  Τις καταλαβαίνω. Είναι επειδή δεν έχουν ανάλογες εμπειρίες.  Σίγουρα, δεν τους έχει τύχει ποτέ να τις δείχνει  στον δρόμο μια μητέρα στο παιδί  της και να του λέει: “Αν δεν καθίσεις φρόνιμα, θα σε κλέψει η Γύφτισσα”». Τα λόγια της Φανής  αντανακλούν πλήρως το πρόβλημα που υπάρχει στο να γίνει κατανοητός ένας πληθυσμός που στην πραγματικότητα στο εσωτερικό του διασπάται σε μυριάδες  εθνοτικά χαρακτηριστικά, γλωσσικά στοιχεία, πολιτισμούς, κοινωνικά στάτους και συμπεριφορές. Η μόνη «ομπρέλα» που αφήνεται θεσμικά και πολιτισμικά για να τους συμπεριλάβει είναι αυτή του φόβου και της δυσπιστίας απέναντι  στον «Γύφτο».

___

1 Αναφέρεται στο βιβλίο του Γιώργου Eξαρχου «Αυτοί είναι οι Τσιγγάνοι: Ιστορία – Γλώσσα – Λαογραφία – Πολιτισμός» (Γαβριηλίδης, 1996, Νεφέλη, 2007).

2  «Γράμμα  από  μια  γυναίκα Ρομά», https://kamenasoutien.com/2014/03/17/gramma-apo-mia-gynaika-roma/