Μια στροφή της ατζέντας ταυτόχρονα προς τα δεξιά και τα αριστερά (εθνική αναδίπλωση από τη μία, αναζωπύρωση του κοινωνικού ζητήμα- τος από την άλλη) βρήκε τους Συντηρητικούς με οξυμμένα τα αντανακλαστικά τους. Εξάλλου, μόνο ένα Συντηρητικό Κόμμα μπορεί να συνδυ- άσει την επιστροφή στις εθνικές αξίες με έναν πατερναλισμό κοινωνικού κράτους…
Όταν η Βούλα Πατουλίδου τερμάτιζε πρώτη στην κούρσα των 100 μέτρων με εμπόδια στην Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης το 1992, η χαρά της νίκης σκιάστηκε ελαφρώς από το στίγμα της πτώσης της αντιπάλου της στο τελευταίο εμπόδιο. Κοινώς, δεν ήταν η Πατουλίδου αυτή που κέρδισε, αλλά η Αμερικανίδα Ντίβερς αυτή που έχασε. Θεμιτό και νόμιμο, αλλά εντούτοις ελαφρώς άβολο.
Τηρουμένων των αναλογιών, όταν η Τερέζα Μέι προκήρυσσε, παρά τις αρχικές της διαψεύσεις επί διαψεύσεων, βουλευτικές εκλογές στις 18 Απριλίου, η εικόνα που είχε μπροστά της ήταν αυτή ενός υγιεινού περιπάτου. Με τους Εργατικούς να χειμάζονται από εσωτερικά προβλήματα και την ηγεσία τους υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν να αμφισβητείται, η Μέι ήξερε ότι ο βασικός της αντίπαλος θα ήταν εξαιρετικά παροπλισμένος. Η ταυτόχρονη αναγκαιότητα μιας στιβαρής κυβέρνησης που θα σύντασσε τον οδικό χάρτη για την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την Ε.Ε., μετά το αποτέλεσμα του περσινού δημοψηφίσματος, έδινε το ισχυρό επιχείρημα της ψήφου αναγκαιότητας. Με αυτά τα δύο στοιχεία κατά νου, ο θρίαμβος προ των πυλών θα ισχυροποιούσε τη Βρετανίδα πολιτικό και εντός του κόμματος της, αποδυναμώνοντας τους αντιπάλους της και κατάγοντας έτσι νίκη σε δύο μέτωπα. Οι συνθήκες έμοιαζαν απόλυτα ευνοϊκές: Η στερλίνα ανήλθε σε υψηλό τετραμήνου έναντι του δολαρίου, καθώς οι αγορές προεξοφλούσαν ότι η Μέι θα ενισχύσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της. Μικρή άνοδο σημείωσαν και οι αποδόσεις των δεκαετών βρετανικών ομολόγων. Η Μέι είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι θα έβγαινε θριαμβεύτρια, κερδίζοντας χρόνο και πρεστίζ στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον τρόπο υλοποίησης του Brexit. Ταυτόχρονα, θα μπορούσε να περιορίσει τις σκληρές ευρωσκεπτικιστικές φωνές εντός του κόμματος, επιβάλλοντας εντέλει μια πιο ήπια αποχώρηση από την Ένωση.
Στην εικόνα του επερχόμενου θριάμβου ρόλο έπαιξε και η τεράστια επιτυχία του κόμματος στις δημοτικές εκλογές. Κατάγοντας τεράστιο θρίαμβο, η Μέι είδε τις τοπικές έδρες να υπερδιπλασιάζονται, την ώρα που οι Εργατικοί του Κόρμπιν σημείωναν μεγάλες απώλειες, ενώ το ευρωσκεπτικιστικό UKIP καταποντιζόταν, θύμα της ίδιας του της επιτυχίας. Σημαντική υπήρξε και η ανάκαμψη στη Σκωτία, όπου η σχεδόν εξαφάνιση των Τόρηδων στις προηγούμενες αναμετρήσεις ανακόπηκε εντυπωσιακά. Έτσι, παρά την πρωτιά του σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος της Νίκολα Στέρτζον, που κατέκτησε το 32% των ψήφων πρώτης προτίμησης και 431 έδρες, η ιδέα της επαναφοράς ενός δημοψηφίσματος απόσχισης αποδυναμώθηκε, παρά τη στιβαρή εναντίωση των Σκωτσέζων έναντι του Brexit.
«Φόρος άνοιας»
Ωστόσο, η εξέλιξη της προεκλογικής εκστρατείας ανέστρεψε αρκετά αυτή την αρχικά θριαμβική εικόνα. Ο εικαζόμενος ως υγιεινός περίπατος αποδείχτηκε πιο σκληρός από ό,τι προβλεπόταν, ακόμα και αν σε κανένα σημείο της πορείας η νίκη των Συντηρητικών δεν έχει φανεί να αμφισβητείται. Τμήματα, όμως, του προγράμματός τους επέφεραν πλήγματα στη δημοτικότητα και, κατά συνέπεια, στην πρόθεση ψήφου. Ένα ηχηρό παράδειγμα υπήρξε αυτό που ο Τύπος σκωπτικά ονόμασε «φόρο άνοιας»: την πρόθεση δηλαδή των Συντηρητικών να επιβάλουν μεγαλύτερες δαπάνες περίθαλψης στους ηλικιωμένους σε σχέση με τους νεότερους. Οι αντίπαλοι των Συντηρητικών εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία, εκφράζοντας τον φόβο πως θα μπορούσε να αναγκάσει ένα μέρος των συνταξιούχων ακόμη και να πουλήσουν τα σπίτια τους για να καλύψουν το κόστος της περίθαλψής τους, αντί να τα κληροδοτήσουν στους απογόνους τους. Οι δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν την εξαγγελία σημείωσαν μια ηχηρή πτώση των ποσοστών, που ανάγκασε τη Μέι να υπαναχωρήσει ευθύς, προσπαθώντας να μπαλώσει με κάθε τρόπο όσα είχε πει. Πέρα από την ίδια την αξία μιας πτώσης της διαφοράς, ο αντίκτυπος υπήρξε σημαντικός και στη σχέση της στερλίνας με τα υπόλοιπα νομίσματα. Με τη στερλίνα να καταγράφει σημαντική πτώση το τελευταίο πενθήμερο του Μαΐου, λόγω ακριβώς της ανησυχίας για το τελικό αποτέλεσμα, οι συνέπειες στη βρετανική οικονομία ίσως να είναι πιο μεγάλες από ό,τι υπολογιζόταν. Μια παρατεταμένη νομισματική πίεση αυξάνει τις πιθανότητες για ένα άτακτο Brexit, γεγονός που προβληματίζει έτι περισσότερο την απόφαση της Μέι για εκλογές. Η μετατροπή της συγκυρίας, όσο πρόσκαιρη και αν είναι, ενδέχεται να καταστήσει άκυρη ακριβώς τη βάση πάνω στην οποία χαράχτηκε η δύσκολη απόφαση της προκήρυξης εκλογών.
Η γενική αβεβαιότητα σε συνδυασμό με τη στροφή προς την εθνική οικονομία (μια ηγεμονική νίκη του UKIP, που ενίσχυσε τις μετριοπαθείς σε σχέση με τον νεοφιλελευθερισμό θέσεις εντός του Συντηρητικού Κόμματος) αντικατοπτρίζεται και στις προγραμματικές θέσεις που παρουσίασε η Μέι. Κατ’ αρχάς, δήλωσε ότι θα διασφαλίσει ότι καμία ξένη εταιρεία που θα εξαγοράζει βρετανικές υποδομές στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, άμυνας και ενέργειας δεν θα υπονομεύσει την ασφάλεια ή την παροχή βασικών υπηρεσιών. Εν συνεχεία, στράφηκε και κατά των παχυλών απολαβών των διευθυντικών στελεχών.
Ασφάλεια και πατερναλισμός Σε μια απόκλιση από τη λογική της ελεύθερης αγοράς που ακολουθούν οι Συντηρητικοί για δεκαετίες, η Μέι δήλωσε ότι οι κυβερνήσεις έχουν να διαδραματίσουν ρόλο στην εποπτεία του τρόπου λειτουργίας των επιχειρήσεων. «Πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να ανταμείβονται για τα ταλέντα και τις προσπάθειές τους, αλλά η κοινή γνώμη δικαίως αισθάνεται ότι προσβάλλεται από τις αποδοχές των επικεφαλής κάποιων επιχειρήσεων», ανέφερε το Συντηρητικό Κόμμα στο προεκλογικό μανιφέστο του. Ταυτόχρονα, στην πέμπτη μεγαλύτερη παγκοσμίως οικονομία, που έχει προσελκύσει περισσότερες ξένες επενδύσεις απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη χώρα στην Ευρώπη, με διεθνείς επιχειρήσεις να παίζουν σημαντικό ρόλο σε κάθε κλάδο, όπως στις τράπεζες, τις μεταφορές, την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες και το λιανικό εμπόριο, το Συντηρητικό Κόμμα εξήγγειλε πως θα διενεργείται πλέον ισχυρός έλεγχος σε όσους θέλουν να επενδύσουν σε αυτή. Οι εταιρείες που θέλουν να εξαγοράσουν βρετανικές επιχειρήσεις θα πρέπει επίσης να ξεκαθαρίζουν τις προθέσεις τους από την αρχή της διαδικασίας υποβολής προσφοράς και όλες οι υποσχέσεις που αναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια της εξαγοράς θα πρέπει να είναι νομικά δεσμευτικές.
Αυτή η «συντηρητικοποίηση» της πολιτικής των Τόρηδων, μια επιστροφή σε παραδοσιακές ήπιες θέσεις, που ανακαλούν προ-θατσερικές περιόδους, δείχνει και τη μεγάλη ικανότητα ενσωμάτωσης του κόμματος στις απαιτήσεις της συγκυρίας. Το «σκληρό δεδομένο» του Brexit, μια νίκη του ευρωσκεπτικισμού με προεκτάσεις στο κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και η «αριστερή απειλή» Κόρμπιν λειτούργησαν ως ο καταλύτης για την ανάπτυξη δραστηριότητας σε εκείνους ακριβώς τους τομείς όπου οι αντίπαλοι έμοιαζαν να αναπτύσσονται ταχύτερα. Μια στροφή της ατζέντας ταυτόχρονα προς τα δεξιά και τα αριστερά (εθνική αναδίπλωση από τη μία, αναζωπύρωση του κοινωνικού ζητήματος από την άλλη) βρήκε τους Συντηρητικούς με οξυμμένα τα αντανακλαστικά τους. Εξάλλου, μόνο ένα Συντηρητικό Κόμμα μπορεί να συνδυάσει την επιστροφή στις εθνικές αξίες με έναν πατερναλισμό κοινωνικού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, το δυνατότερο χαρτί των Συντηρητικών παραμένει η ασφάλεια. Προς τούτο, το τρομοκρατικό χτύπημα στο Μάντσεστερ θα παίξει ίσως καταλυτικό ρόλο. Με τις εκλογές να διεξάγονται με συνθήκες καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης και με τον Στρατό να περιπολεί στους βρετανικούς δρόμους για πρώτη φορά μετά το 1919, η διάχυτη αίσθηση ανασφάλειας πριμοδοτεί αυτούς που είναι ικανότεροι να μιλήσουν στα φοβικά αντανακλαστικά των πολιτών. Ήδη, ο όμιλος Μέρντοχ, μέσα από τη «Sun», δείχνει τον δρόμο: η τρομοκρατία καθίσταται εκλογικό διακύβευμα και αναζητείται ο ικανός και έμπειρος πολιτικός που θα την αναχαιτίσει. Κι αυτός φυσικά δεν θα μπορεί να είναι ο «κλαψιάρης οπαδός του IRA». Ήπιο Brexit, κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία, έμφαση στο κράτος εκτάκτου ανάγκης για την ασφάλεια: παρά τις σκολιούς ατραπούς της προεκλογικής εξέλιξης, οι Συντηρητικοί υπό τη Μέι δείχνουν ανίκητοι. Σημασία τώρα έχει να κερδίσουν όντως την κερδισμένη θέση.