Οπλικά συστήματα που άφησαν Iστορία και… χρέη

Η  μεταπολίτευση, μαζί με τη Δημοκρατία,  έφερε και μια νέα ώθηση στην αγορά των αμυντικών  εξοπλισμών. Το μείζον γεγονός  της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο και η διχοτόμηση του νησιού έγιναν ο ηθικός καμβάς πάνω στον οποίο η Ελλάδα, μια μικρή χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, κλήθηκε να επιδοθεί σε αμυντικές  δαπάνες  υπέρ το δέον μεγάλες. Το φόβητρο της Τουρκίας και η ανάγκη για μη υστέρηση σε πολεμική ετοιμότητα έγιναν το άλλοθι για τη δημιουργία μιας «χρυσής» αγοράς, όπου τα εκατομμύρια έδιναν και έπαιρναν και το σύστημα πολιτικών,  μεσαζόντων και εταιρειών απολάμβανε ουκ ολίγα οφέλη. Μερικές από τις κομβικές αγορές, που με τον έναν ή άλλον τρόπο έχουν σημαδέψει το θέμα, παρουσιάζονται συνοπτικά παρακάτω, εκκινώντας από την περιβόητη «αγορά του αιώνα» και φτάνοντας μέχρι τα πρόσφατα «χρυσά» εξοπλιστικά προγράμματα.

«Η αγορά του αιώνα»

Ήταν Ιούλιος του 1984  όταν ο πρωθυπουργός  της χώρας, Ανδρέας Παπανδρέου, προχωρούσε στην ανακοίνωση της αγοράς 80 μαχητικών αεροσκαφών τύπου F-16 και Mirage 2000. Η αγορά έμεινε στην Ιστορία με την ονομασία «η αγορά του αιώνα». Έγινε αμέσως αντικείμενο συζήτησης  και αντιπαραθέσων στη δημοσιότητα. Τα βασικά σημεία της συζήτησης  ήταν ο τρόπος που λήφθηκε  η απόφαση,  η επιλογή  δηλαδή των συγκεκριμένων τύπων  αεροσκαφών  έναντι  άλλων,  καθώς  και το κόστος τους, που θα επιβάρυνε  τον ελληνικό Προϋπολογισμό. Έτσι, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Ελευθεροτυπίας» στις 5 Αυγούστου 1984, η «αγορά του αιώνα», αν συνυπολογιστούν τόκοι, υπεραξία κεφαλαίου  και λειτουργικά  έξοδα, υπολογίζεται  σε 10 δισ. δολάρια. Δηλαδή, δυόμισι φορές την αξία των πάγιων εγκαταστάσεων  της ελληνικής βιομηχανίας.

Παράλληλα,  οικονομοτεχνικές μελέτες καταδείκνυαν ότι το κόστος αγοράς των 40 F-16 και 40 Mirage 2000 ήταν αντίστοιχο μιας αγοράς 120 μαχητικών ενός τύπου. Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι ήταν οι σχέσεις της κυβέρνησης Παπανδρέου με την κυβέρνηση  Μιτεράν που οδήγησαν  στην επιλογή  των Mirage, παρά το αυξημένο κόστος τους. Το σκεπτικό με βάση το οποίο το ΚΥΣΕΑ ενέκρινε την πρόταση Παπανδρέου ήταν να απεξαρτηθεί  ο Ελληνικός Στρατός από τη μόνη επιρροή του αμερικανικού  παράγοντα, ο οποίος προμήθευε και τη γείτονα Τουρκία. Η «αγορά του αιώνα» ήταν η πρώτη επί- σης που έθετε επί τάπητος στη δημόσια συζήτηση και το μείζον θέμα των λεγόμενων «αντισταθμιστικών». Πρόκειται για την υποχρέωση ενός πωλητή οπλικών συστημάτων προς τον αγοραστή να αντισταθμίσει μέρος τουλάχιστον της δαπάνης που καταβλήθηκε  μέσω αγορών  βιομηχανικών προϊόντων  από τον πελάτη ή μεταβίβασης σε αυτόν κάποιας γνώσης  ή τεχνολογίας  σε τομείς που δεν έχουν αναπτυχθεί ή βρίσκονται υπό ανάπτυξη. Έκτοτε, η σύνδεση αδιαφανών διαδικασιών ανάθεσης των αγορών και αντισταθμιστικών  οφελών που ανακόπτονται  στα μισά της διαδρομής αποτελεί βασικό μοτίβο σε όλες τις συ- ζητήσεις που αφορούν στα εξοπλιστικά. Από τα βασικά προβλήματα  της αγοράς των Mirage  ήταν η προβληματική λειτουργία επιμέρους  συστημάτων (τότε έγινε λόγος για τα «τυφλά Mirage» λόγω της χαμηλής  απόδοσης  του ραντάρ) αλλά και οι πολλές  ελλείψεις στην παραγγελία,  ελλείψεις  που αφορούσαν την αποσύνδεση  από την αγορά των αεροσκαφών, των συνοδευτικών τους οπλικών συστημάτων. Αυτός ο κατακερματισμός των παραγγελιών σε μικρά τμήματα, που καθιστά την εξάρτηση από τον πωλητή  ισχυρή σε βάθος χρόνου, είναι μια σταθερά και στις μετέπειτα αγορές οπλικών συστημάτων.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη

Η κυβέρνηση  Μητσοτάκη δεν παρουσίασε εκτεταμένο όγκο εξοπλιστικών αγορών,  μερικές  από αυτές, ωστόσο, υπήρξαν  παροιμιώδεις για την κατασπατάληση  πόρων. Για παράδειγμα,  η παραχώρηση που ακολούθησε τον Πόλεμο του Κόλπου, πέντε αντιτορπιλικών τύπου Adams, ναυπηγημένων στις ΗΠΑ το διάστημα 1960-1964, τα οποία κατέληξαν να αποσυρθούν  ύστερα από 10 χρόνια και αφού προηγουμένως «εκσυγχρονίστηκαν» με υψηλό κόστος.

Στην περίοδο εκείνη αποδίδεται επίσης η προεργασία για την προτίμηση στους αμερικανικούς  πυραύλους Patriot ένα- ντι των ρωσικών  αντίστοιχων  S-300 – αυτών που αργότερα αγόρασε η Κύπρος, σε ένα σίριαλ που άφησε κι αυτό τα επόμενα χρόνια το ίχνος του στην ελληνική δημοσιότητα.

Ό Σημίτης και τα  «χρυσά» εξοπλιστικά πακέτα

Η αγορά  των  εξοπλιστικών  κατέστη πραγματικά  χρυσοφόρα κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κώστα Σημίτη. Δύο γεγονότα είναι εδώ κομβικής σημασίας: το ένα, το αιτιώδες, είναι οι συζητήσεις για την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, που αποτέλεσαν ένα ισχυρό χαρτί πιέσεων  για την αγορά οπλικών  συστημάτων  από τη Γερμανία. Το δεύτερο, η αφορμή, είναι τα γεγονότα στα Ίμια, μετά από τα οποία η πρόταξη της αμυντικής ενίσχυσης της χώρας κατέστη ένα κοινό αφήγημα,  το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί  χωρίς να εγερθούν τα εθνικιστικά αντανακλαστικά του πλήθους.

Έτσι, την πενταετία 1998-2003, σε γερμανικές εταιρείες δόθηκαν  προμήθειες  3,6 δισ. ευρώ, ποσοστό 21% του συνόλου των αμυντικών  δαπανών. Στη Γαλλία το 14%, δηλαδή 2,4 δισ. ευρώ. Στη Ρωσία ποσοστό 6%, που αναλογεί σε 1,04 δισ. ευρώ, ενώ στην Ολλανδία και στη Βρετανία ποσοστό 3%, δηλαδή από 523,03 εκατ. ευρώ. O συνολικός όγκος των δαπανών ανήλθε, συμφώνα με υπολογισμούς, στα 30 έως 50 δισεκατομμύρια ευρώ.

Tην εικόνα του τερατώδους  αυτού κόστους συμπληρώνει η τύχη που είχαν τα συγκεκριμένα  προγράμματα.  Αλλά δεν παραδόθηκαν εγκαίρως,  άλλα παρελήφθησαν  χωρίς να τηρούν τις προδιαγραφές που είχαν ζητηθεί και άλλα αποδείχθηκαν  ακατάλληλα  για να καλύψουν τις ανάγκες  για τις οποίες αγοράστηκαν. Αλλά και οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν χαρακτηρίζονται από παρασκηνιακές ενέργειες  και όργιο μεσαζόντων, ακόμη και από εμπλοκή υπεράκτιων εταιρειών σε δικαστικές διαμάχες, όπως στην περίπτωση των γερμανικών αρμάτων Leopard – που δεν είναι όμως οι μόνες περιπτώσεις.

Τα υποβρύχια που έγερναν

Μία από τις αγορές που έχουν μείνει ανεξίτηλες στο φαντασιακό της ελληνικής δημοσιότητας, λόγω και των πολιτικών  της προεκτάσεων, είναι αυτή των περίφημων υποβρυχίων που… έγερναν. Η σύμβαση ύψους 1,9 δισ. ευρώ συνήφθη με τη γερμανική εταιρεία HDW για την αγορά τεσσάρων υπερσύγχρονων υποβρυχίων τύπου «214». Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή,  κατεβλήθη  προκαταβολικά  άνω του 70%, περίπου  1,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Μεσάζων σε εκείνη την περίπτωση ήταν ο μετέπειτα διευθύνων σύμβουλος στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Γιώργος Πατεράκης. Προβλεπόταν η αγορά τριών υποβρυχίων, το ένα εκ των οποίων θα κατασκευαζόταν στο εξωτερικό και τα άλλα δύο στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Λίγο αργότερα, με νέα σύμβαση προβλέφθηκε ο εκσυγχρονισμός  τριών υποβρυχίων τύπου 209, εκσυγχρονισμός  που αφορούσε πολλές εταιρείες για τα διάφορα υποσυστήματα.

Οι περιπέτειες  των υποβρυχίων έκτοτε υπήρξαν  κινηματογραφικές: Σχεδόν πέντε χρόνια  αργότερα, οι Έλληνες  αξιωματικοί που είχαν ταξιδέψει έως το Κίελο της Γερμανίας για να επιθεωρήσουν και εν τέλει να παραλάβουν  το πρώτο υποβρύχιο με την ιστορική ονομασία «Παπανικολής» παρατήρησαν  ότι -ως μη όφειλε- το σκάφος παρουσίαζε μέγιστη γωνία διατοιχισμού 45 μοιρών όταν έπλεε στην επιφάνεια.  Σύμφωνα  με όσους είδαν τότε από κοντά το νέο υποβρύχιο,  ένα από τα προβλήματά  του αφορούσε το σύστημα αναερόβιας πρόωσης, εκείνο δηλαδή το χαρακτηριστικό που καθιστά το «214» τεχνολογικό  επίτευγμα,  διότι επιτρέπει την κίνηση κάτω από το νερό για 14 συνεχόμενες  ημέρες χωρίς ανάδυση. Η τεχνογνωσία  για το συγκεκριμένο σύστημα ανήκει  στην επίσης  γερμανική  εταιρεία Siemens.  Έπειτα, οι συμβάσεις αναπλαισιώθηκαν, με το ελληνικό Δημόσιο να έχει μεν πληρώσει, αλλά να περιμένει ακόμη περισσότερο για την παραλαβή αυτών των υποβρυχίων. Τελικά, το ΠΝ παρέλαβε επίσημα το «Παπανικολής» το 2010, ενώ κατασκευάστηκαν και άλλα τρία υποβρύχια της ίδιας κλάσης.

Παράλληλα,  ένα  όργιο  γύρω  από  μίζες που δόθηκαν  μέσω offshore  από τις εμπλεκόμενες εταιρείες κατασκευής έφτασαν στον δικαστικό έλεγχο, αποκαλύπτοντας ένα γαϊτανάκι μεταξύ πολιτικών  και εκπροσώπων των εταιρειών.

Apache ελαττωματικά, αλλά πληρωμένα

Παρόμοια με τη σύμβαση των υποβρυχίων υπήρξε και η σύμβαση για την αγορά επιθετικών ελικοπτέρων Apache. Η εισήγηση των ειδικών προς το ΚΥΣΕΑ ήταν να αγοραστούν 42 επιθετικά ελικόπτερα, αξίας 756 εκατ. ευρώ, δηλαδή 18 εκατ. ευρώ το ένα. Τελικά, έγινε προμήθεια 20 ελικοπτέρων  του ίδιου τύπου, συνολικού  κόστους 658 εκατ. ευρώ. Δηλαδή 33 εκατ. ευρώ το ένα – διαφορά 15 εκατ. ευρώ ανά «τεμάχιο». Παρά το γεγονός ότι η σύμβαση για τα ελικόπτερα Apache παρουσίαζε καθυστέρηση στην παράδοση, λόγω τεχνικών  προ- βλημάτων, οι πληρωμές καταβάλλονταν  κανονικά  με την  έγκριση  του ΥΠΕΘΑ. Έτσι, παρελήφθησαν ελαττωματικά ελικόπτερα, με αποτέλεσμα τις μετέπειτα τραγικές απώλειες  σε ανθρώπινες ζωές, λόγω πτώσεων.

Η υπόθεση των Apache έχει και την παράπλευρη όψη των παρατυπιών στη σύμβαση των αντισταθμιστικών  ωφελημάτων 22/2003, που απορρέει από την κύρια σύμβαση. Πρόσφατα, μάλιστα, ο εισαγγελέας ζήτησε την παραπομπή σε δίκη των εμπλεκομένων, με το αιτιολογικό ότι η σύμβαση ζημιώνει το Δημόσιο, αποφέροντας κέρδη σε μορφή μιζών για τους μεσάζοντες.

Άρματα και βλήματα

Άλλη μία παρόμοια περίπτωση αποτελεί η αγορά των αρμάτων  μάχης  Leopard, κατασκευής της εταιρείας Krauss-Maffei Wegmann. Το κόστος της προμήθειας των αρμάτων έφθανε τα 1,7 δισ. ευρώ, ένα από τα μεγαλύτερα ποσά που έχει συμφωνήσει για εξοπλιστικά το ελληνικό  Δημόσιο. Στο ποσό αυτό προστέθηκαν και άλλα 300 εκατομμύρια ευρώ για την προμήθεια 180 μεταχειρισμένων αρμάτων, χωρίς πρόβλεψη  ωστόσο στην αντισταθμιστική συμφωνία  για εκσυγχρονισμό τους. Σύμφωνα, μάλιστα, με καταγγελίες, αλλά και επερωτήσεις στη Βουλή, η εν λόγω κύρια συμφωνία υπήρξε τόσο σκανδαλωδώς «ύποπτη» που δεν προέβλεπε καν τη συμπερίληψη στην τιμή των βλημάτων των αρμάτων.

Σκανδαλώδης υπήρξε και η συνοδευτική συμφωνία περί αντισταθμιστικών ωφελημάτων, η οποία, αν και προέβλεπε  αντισταθμιστικά συνολικής  πιστωτικής  αξίας ίσης με το 250% του συμβατικού τιμήματος της κύριας προμήθειας, είτε δεν εφαρμόστηκε είτε εφαρμόστηκε ελλιπέστατα. Η διερεύνηση  της υπόθεσης  βρίσκεται στη Δικαιοσύνη.

F-16 αντί Eurofighter

Η εκλογή του Κώστα Καραμανλή ως πρωθυπουργού το 2004 συνοδεύτηκε από την καθιερωμένη επιβολή μιας ίδιας πολιτικής στους εξοπλισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα  εμπέδωσης της σχέσης συνεργασίας με τον αμερικανικό παράγοντα υπήρξε η αγορά, τον Ιούλιο του 2005, 30 αεροσκαφών F-16 με κόστος γύρω στα 60 εκατομμύρια έκαστο. Η αγορά αυτή αντικαθιστούσε την προδιαγεγραμμένη (με κατ’ αρχήν απόφαση του ΚΥΣΕΑ το 2000, που όμως δεν εφαρμόστηκε ούτε από τις κυβερνήσεις  Σημίτη) από την προηγούμενη κυβέρνηση αγορά των ευρωπαϊκών Eurofighter,  η αγορά των οποίων  σπρώχθηκε στις καλένδες.

Ο υπουργός Άμυνας, Σπ. Σπηλιωτόπουλος, υπεραμύνθηκε της αγοράς, η οποία ωστόσο ούτε από το στράτευμα είχε ζητηθεί ούτε προσέδιδε ουσιαστικό πλεονέκτη- μα στο αξιόμαχό του. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν  τα 50 F-16 που παραγγέλθηκαν  εσπευσμένα από την προηγούμενη κυβέρνηση, το 2000, λίγο πριν από τις εκλογές, χωρίς στην αρχική παραγγελία να περιλαμβάνονται ο κινητήρας  και το σύστημα αυτοπροστασίας, για τα οποία χρειάστηκε να γίνει νέα συμπληρωματική σύμβαση.

«Χρυσές αγορές», κατακερματισμός των συμβάσεων, ανακοστολογήσεις, ένα ευρύ σύστημα μιζών και μια ατέρμονη κουβέντα γύρω από τα αντισταθμιστικά οφέλη: η αγορά των εξοπλισμών,  εμπλέκοντας στον προσοδοφόρο  κύκλο της εγχώριες και εξωχώριες  εταιρείες, μεσάζοντες και πολιτικούς,  θυμίζει πως, αν το εμπόριο αποτελεί ανάχωμα  στον πόλεμο, όπως η κλασική φιλελεύθερη αρχή το θέλει, το κόστος δεν είναι διόλου αμελητέο.