Όταν, μετά από χρόνια, κάποιες από τις υποθέσεις αυτές κατέληξαν στη Δικαιοσύνη, το αποτέλεσμα ήταν η ισχνότητα των στοιχείων, εκτός από ελάχιστες, στις οποίες οι πρωταγωνιστές λειτούργησαν εκ των πραγμάτων ως αποδιοπομπαίοι τράγοι
Αν ο εκσυγχρονισμός διά του εξορθολογισμού ήταν το πολιτικό δόγμα που κυριάρχησε στην «υψηλή έκφραση» της διακυβέρνησης Σημίτη, η πραγματικότητα στο έδαφος δεν θα μπορούσε να συνιστά μεγαλύτερη διάψευση. Με άλλα λόγια, για κυβερνήσεις που διατυμπάνισαν την ορθολογική διοίκηση τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα που τις χαρακτήρισαν δεν γίνεται παρά να γίνουν αντιληπτά ως απολύτως υλικές εκσαρκώσεις των αντιφάσεων του εκσυγχρονισμού. Ακόμη περισσότερο, δεν μιλούμε εδώ για εκείνες τις διαστρεβλώσεις του πολιτικού και του οικονομικού συστήματος που θα τις λέγαμε «δομικές», τη «διαπλοκή», λόγου χάρη, ή τις πολιτικές αποκλεισμού, που προκύπτουν από τον νεοφιλελευθερισμό. Μιλούμε για απλά, χαμερπή σκάνδαλα, με ρεμούλες και μπαξίσια, του είδους στο οποίο επιδίδονται οι συμμορίες.
Ο Κώστας Σημίτης έχει συχνά κατηγορηθεί πως, παρά το έργο του, άφησε το κόμμα του ανεξέλεγκτο, με αποτέλεσμα κάποια «λαμόγια» να οργιάσουν. Συνήθως, η υπερασπιστική γραμμή είναι πως, αφενός, ο ίδιος ουδέποτε αποδείχθηκε να συμμετείχε σε σκανδαλώδεις πράξεις για ίδιον όφελος, αφετέρου, ήταν όλα μέρος, τρόπον τινά, ενός «σχεδίου»: γνωρίζοντας πως δεν είχε τη δύναμη να καταπολεμήσει όλες τις παθογένειες της χώρας, εστίασε σε όσα μπορούσε να πετύχει, τα μεγάλα έργα, την ευρωζώνη κ.τ.λ., και άφησε τα υπόλοιπα κατά μέρος, όπως θα έκανε κάθε «ορθολογικός διαχειριστής». Έτσι, η υπερασπιστική αυτή γραμμή έχει το αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό να μετατρέπει σε θετικό στοιχείο του μύθου του εκσυγχρονιστή κυβερνήτη ένα από τα πιο μελανά σημεία του πολιτικού του βίου: το όργιο σκανδάλων που χαρακτήρισε την περίοδο που άσκησε την εξουσία. Δεν αληθεύει, βέβαια, πως ήταν «το κόμμα» που ευθυνόταν για τα σκάνδαλα, με την έννοια ενός παλαιού, βαθέος ΠΑΣΟΚ, το οποίο αρνούνταν να εκσυγχρονιστεί. Ασφαλώς ξέσπασαν σκάνδαλα και εκεί, αλλά και οι εκσυγχρονιστές –οι επονομαζόμενοι και «λοχαγοί»– δεν πήγαν καθόλου πίσω. Σε κάθε περίπτωση, όταν, μετά από χρόνια, κάποιες από τις υποθέσεις αυτές κατέληξαν στη Δικαιοσύνη, το αποτέλεσμα ήταν η ισχνότητα των στοιχείων, εκτός από ελάχιστες, στις οποίες οι πρωταγωνιστές λειτούργησαν εκ των πραγμάτων ως αποδιοπομπαίοι τράγοι.
Οι «λοχαγοί», οι «διευκολύνσεις» και τα «μαύρα» ταμεία Ποιος θυμάται, άραγε, σήμερα τις παραιτήσεις από «ευθιξία» του «αρχιλοχαγού» Μιχάλη Νεονάκη και του υπουργού Επικρατείας, Στέφανου Μανίκα, το 2003, υπό το βάρος των αποκαλύψεων ότι διατηρούσαν κωδικούς στο Χρηματιστήριο την κρίσιμη περίοδο του 1999 και αποκόμισαν τεράστια κέρδη; Ο Μιχάλης Νεονάκης είχε κάνει λόγο τότε για «συκοφαντίες» και «μικροκομματικές σκοπιμότητες» και οι γνώστες σχολίαζαν πως μάλλον οι «λοχαγοί» δεν είχαν κλείσει τόσο καλά τους λογαριασμούς τους με το «βαθύ ΠΑΣΟΚ». Σε κάθε περίπτωση, η ενασχόλησή του με τις μετοχές σήμανε τον αποκλεισμό του από την πολιτική καριέρα – και έως εκεί. Δεν συνέβη το ίδιο με τον Χρήστο Πάχτα, ο οποίος βρήκε άλλο μονοπάτι προς τα δημόσια αξιώματα. Στις αρχές του 2004, λίγες ημέρες προτού προκηρυχθούν οι εκλογές, ο τότε υφυπουργός Οικονομικών κατηγορήθηκε ότι συνέταξε «φωτογραφική» τροπολογία με σκοπό να «διευκολύνει» το σχέδιο ανέγερσης πολυτελών κατοικιών στο Πόρτο Καρράς της Χαλκιδικής, συμφερόντων του επιχειρηματία Κωνσταντίνου Στέγγου. Υπήρξαν καταγγελίες για χρηματισμό, οι οποίες ωστόσο αργότερα αποσύρθηκαν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Ο υφυπουργός αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση και αποκλείστηκε από τα ψηφοδέλτια στις εκλογές που ακολούθησαν, μαζί με τους βουλευτές που υπέγραψαν την τροπολογία, δηλαδή τους κ. Ανθόπουλο, Βούγια, Κίρκο, Φλώρο, Διαμαντή, Κουρουμπλή, Χρυσανθακόπουλο, Στρατηλάτη και Κατσανέβα. Σήμερα, ο Χρήστος Πάχτας είναι δήμαρχος Αριστοτέλη, στη Χαλκιδική, και ένθερμος υποστηρικτής της εξόρυξης μεταλλευμάτων και της επένδυσης της εταιρείας Ελληνικός Χρυσός/Eldorado Gold. Αξίζει, μάλιστα, να υπενθυμίσουμε ότι ο κ. Πάχτας, ως υφυπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Σημίτη, είχε πρωτοστατήσει στη σκανδαλώδη μεταπώληση των Μεταλλείων Κασσάνδρας από την καναδική TVX στη νεοσύστατη τότε Ελληνικός Χρυσός, συμφερόντων της οικογένειας Μπόμπολα. Κάποιοι, βέβαιως, είχαν την τύχη να περάσουν χρόνια –και μαζί και οι κυβερνήσεις Σημίτη– ωσότου δουν το φως της δημοσιότητας κάποιες από τις πράξεις τους. Η υπόθεση με το ψευδές «πόθεν έσχες» του Γιάννου Παπαντωνίου, λόγου χάρη, χρειάστηκε την περίφημη Λίστα Λαγκάρντ για να αποκαλυφθεί και να τον οδηγήσει σε καταδίκη σε πρόστιμο και (εξαγοράσιμη) ποινή φυλάκισης. Ή, πάλι, ήταν το 2008 πια όταν έγινε γνωστό από τις εισαγγελικές αρχές ότι επί κυβέρνησης Σημίτη είχε κατατεθεί ένα εκατομμύριο μάρκα από την εταιρεία Siemens σε λογαριασμό του εκλεκτού του πρωθυπουργού Θόδωρου Τσουκάτου. Ο κ. Τσουκάτος, σε ανακοίνωσή του, είχε διευκρινίσει πως ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και της Εκτελεστικής Γραμματείας του ΠΑΣΟΚ είχε δεχτεί επίσκεψη στο γραφείο του από τον Μιχάλη Χριστοφοράκο, ο οποίος του πρότεινε να συνεισφέρει οικονομικά στην προεκλογική εκστρατεία του κόμματος και του ζήτησε τραπεζικό λογαριασμό στο εξωτερικό για να γίνει η μεταφορά των χρημάτων. Ο κ. Τσουκάτος απευθύνθηκα σε γνωστό του που ανέλαβε να «διευκολύνει το ΠΑΣΟΚ». Τα χρήματα, χωρίς άλλη ανάμειξη του κ. Τσουκάτου, υποστήριξε ο ίδιος, κατέληξαν στον τομέα Οικονομικού του ΠΑΣΟΚ, παρελήφθησαν από τους αρμόδιους και μπήκαν στο ταμείο του κόμματος. Χρειάστηκε, επίσης, να έρθει το 2010, λόγου χάρη, και η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για την υπόθεση Siemens, ώστε ο υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών της κυβέρνησης Σημίτη, Τάσος Μαντέλης, να αναγκαστεί εξαιτίας καταθέσεων συγγενικού του προσώπου να παραδεχτεί την είσπραξη «προεκλογικής χορηγίας» 200.000 μάρκων από τη Siemens, το 1998 (την ίδια στιγμή, ο Μαντέλης παραδέχτηκε πως είχε λάβει κι άλλες 250.000 μάρκα δύο χρόνια αργότερα, όμως αυτά είχαν κατατεθεί στον λογαριασμό του, δίχως να «γνωρίζει ποιος τα κατέθεσε».) Το 2011 ο Τάσος Μαντέλης καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών με αναστολή για ψευδή υποβολή «πόθεν έσχες» την περίοδο 2006-2007, αλλά η δίκη του για την υπόθεση Siemens εξακολουθεί να αναβάλλεται.
Ό αποδιοπομπαίος τράγος
Η υπόθεση της Siemens υπήρξε, άλλωστε, η θρυαλλίδα για τη μοναδική αποκαθήλωση πραγματικά υψηλού πολιτικού προσώπου -τη μοναδική τόσο ηχηρή αποκαθήλωση κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο-, με την εμπλοκή του ονόματος του πρώην υπουργού Εθνικής Άμυνας, Άκη Τσοχατζόπουλου, το οποίο ωστόσο ήδη απασχολούσε τη δημοσιότητα λόγω της ύποπτης αγοράς του περίφημου ακινήτου στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Τον Απρίλιο του 2011, ο άλλοτε «υπαρχηγός» του Ανδρέα Παπανδρέου, ο άνθρωπος που έφτασε πολύ κοντά στην αρχηγία του κόμματος (την είχε χάσει από τον Κώστα Σημίτη) διαγράφηκε από το ΠΑΣΟΚ. Και τον Ιούλιο του 2011 ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 2012, μετά από ένταλμα που εκδόθηκε σε βάρος του με την κατηγορία για ξέπλυμα «βρώμικου» χρήματος, ο Άκης Τσοχατζόπουλος συνελήφθη. Μετά την απολογία του, κρίθηκε προφυλακιστέος και οδηγήθηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού, όπως άλλωστε και μέλη της οικογένειάς του και διάφοροι συνεργάτες του. Στο εισαγγελικό πόρισμα αναφερόταν ότι «ο Άκης Τσοχατζόπουλος και οι συνεργάτες του συνέστησαν εγκληματική οργάνωση και για την πραγμάτωση του σκοπού τους ίδρυσαν τρεις offshore εταιρείες, τις Bluebell, Nobilis και Torcaso, μέσω των οποίων προέβησαν σε σειρά παράνομων πράξεων, μεταξύ άλλων και στη νομιμοποίηση παράνομων αμοιβών μέσω του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Σε αυτές τις εταιρείες ιδιοκτήτης φαινόταν να είναι ο Άκης Τσοχατζόπουλος». Τον Οκτώβριο του 2013, ο πρώην υπουργός Άμυνας καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ποινή κάθειρξης 20 ετών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Παρά τις εκκλήσεις του για αποφυλάκιση και παρά το πολύ το προχωρημένο της ηλικίας του, παραμένει -κατά παράβαση των ισχυόντων για λιγότερο «λαομίσητους» κρατουμένους- στη φυλακή.
Η υπόθεση του Άκη Τσοχατζόπουλου ίσως φωτίζει την πιο ιδιότυπη πλευρά των σκανδάλων της εποχής Σημίτη: παρά τη διάχυτη οσμή της διαφθοράς που έγινε αντιληπτή από όλους με τις διευκολύνσεις προς «ημετέρους» επιχειρηματίες, τις διάφορες μίζες, τα σκάνδαλα του Χρηματιστηρίου και της Siemens κ.τ.λ., ελάχιστες υποθέσεις έχουν οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη και ακόμη λιγότερες έχουν οδηγήσει σε απόδοση ευθυνών. Αντ’ αυτού, πρόσωπο-σύμβολο της διαφθοράς αναδεικνύεται ένας υπερήλικας πρώην ισχυρός, ο οποίος πετιέται στην αρένα και στον οποίον ο νόμος εξαντλεί την αυστηρότητά του. Όλως τυχαίως, είναι απολύτως απόμαχος και εμβληματική φυσιογνωμία του «παλαιού ΠΑΣΟΚ». Η Δικαιοσύνη αποδόθηκε και ο εκσυγχρονισμός παραμένει -σχεδόναλώβητος.