Ο ουαχαμπισμός οφείλει το όνομά του στον Μοχάμεντ Ιμπν Αμπντ αλ Ουαχάμπ, έναν λόγιο του Ισλάμ που έζησε και έδρασε στις αρχές του 18ου αιώνα. Ο Ουαχάμπ κήρυξε τον μονοθεϊσμό (ταουχίντ) στον λαό του, που είχε πέσει, κατά τον ίδιο, σε θεολογικά σφάλματα κατά του μονοθεϊσμού (όπως λατρεία τάφων, εξύψωση και λατρεία αγίων κ.λπ.). Στη βάση αυτών των διδασκαλιών, οι οποίες και συνεπικουρήθηκαν από μια σειρά άλλων λογίων, δημιουργήθηκε ένα άκρως συντηρητικό ρεύμα ερμηνείας του Κορανίου, στενά προσκολλημένο στο γράμμα. Ο ουαχαμπισμός συνδέεται με τον σαλαφισμό, μια παράδοση ερμηνείας του ισλαμισμού που ανατρέχει στις πηγές της θρησκείας, στις πρώτες γενιές μαθητών του Προφήτη, ανακτώντας την πρωτοτυπία του μηνύματός του από μια σειρά επικολλήσεων ξένων σωμάτων που άμβλυναν την αυστηρότητά του. Ουαχαμπισμός και σαλαφισμός, λοιπόν, αποτελούν την πλέον «δεξιά» εκδοχή του σουνιτικού Ισλάμ, μια ριζοσπαστική αντιδραστική κίνηση επιστροφής στην ορθοδοξία. Αυτό εκφράζεται μέσα από μια ριζικά συντηρητική αντίληψη συμπεριφοράς και στάσης, με καμία παραχώρηση σε στυλ ζωής που δεν αρδεύονται από τα αυστηρά διδάγματα των γραφών. Αποχή από το αλκοόλ και από τον καπνό, υπερσυντηρητική στάση έναντι των γυναικών και της δημόσιας παρουσίας τους, αυστηρότητα στη νηστεία είναι μερικά μόνο από τα πλέον εμφανή χαρακτηριστικά της βιοπολιτικής διάστασης του ουαχαμπισμού.
Οι οπαδοί του ουαχαμπισμού αρνούνται, ωστόσο, να αυτοπροσδιοριστούν με αυτόν τον όρο. Στον βαθμό που ο Ουαχάμπ υπήρξε απλώς ένας άνθρωπος, θεωρείται αδιανόητο να αποδοθεί σε αυτόν αυτό που για τους ουαχαμπιστές δεν αποτελεί απλώς μια ερμηνεία του Ισλαμισμού, αλλά τη βαθύτερη και μοναδική ουσία του. Γι’ αυτό προτιμούν να αποκαλούνται απλώς ισλαμιστές και επισημαίνουν τη συνάφειά τους με τον σαλαφισμό, του οποίου μάλλον αποτελούν μια πιο σκληρή εκδοχή.
Η Σαουδική Αραβία από την ίδρυσή της πορεύεται σε συνάφεια με τον ουαχαμπισμό. Η προσπάθεια ενοποίησης σε πολιτική ενότητα της χερσονήσου μέσα από την πάλη των αραβικών πληθυσμών της με τους Οθωμανούς συναρθρώνεται με το αίτημα επιστροφής στην ορθοδοξία του ισλαμισμού. Η δυναστεία των Σαούντ που θα πραγματοποιήσει αυτή την ένωση θα είναι πάντα ιδεολογικά συνυφασμένη με τον ουαχαμπισμό. Εξ ου και το διακύβευμα της ύπαρξης του κράτους διαχρονικά θα συνδεθεί και με την κατοχή των δύο ιερών πόλεων, της Μέκκας και της Μεδίνας.
Η σταθεροποίηση του κράτους και η ανακάλυψη των κοιτασμάτων πετρελαίου θα δώσουν στην επέκταση του ουαχαμπισμού μια αποφασιστική ώθηση. Και ειδικά από το 1970 και μετά η Σαουδική Αραβία χρησιμοποιεί μεγάλο μέρος το πλούτου της για την ανά τον κόσμο προώθηση αυτού του ριζοσπαστικού Ισλαμισμού, με σκοπό την ηγεμονία υπό τον πιο ήπιων μορφών ισλαμισμό. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, χαρακτηριστικά, υπολογίζει πως τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες έχουν δαπανηθεί γύρω στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια για την ενίσχυση των ουαχαμπιτικών σχολείων ανά την υφήλιο. Από αυτή την κεντρικά σχεδιασμένη θρησκευτική προπαγάνδα προέκυψαν, μέσω μιας τυπικής για τα ανθρώπινα πράγματα ετερογονίας των σκοπών, τα ριζοσπαστικά πολιτικά και τρομοκρατικά μορφώματα της «Αλ Κάιντα», του «Ισλαμικού Κράτους», της «Μπόκο Χαράμ» κ.λπ. Οπως μάλιστα ισχυρίζονται ειδικοί αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε αυτές τις οργανώσεις έχει πάει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό από το συνολικό κόστος της προώθησης της εξτρεμιστικής ιδεολογίας του ισλαμισμού. Η διπλή άρνηση του ουαχαμπισμού τόσο ως ειδικής ερμηνείας όσο και ως πολιτικής οργάνωσης επιτρέπει στη Σαουδική Αραβία να παρουσιάζεται ως εχθρός του εξτρεμισμού και αρνήτρια του ουαχαμπισμού, την ίδια στιγμή που τον χρηματοδοτεί. Δηλαδή, κάνοντας ό,τι και οι επικριτές της, χρησιμοποιώντας δηλαδή τον ουαχαμπισμό ως πολεμική έννοια, τον αποδίδει στους ακραίους εξτρεμιστές για να παρουσιάσει το πλέγμα θρησκευτικών ιδεών που υποβαστάζει την αυταρχικότητα της συγκρότησης του κράτους της Σαουδικής Αραβίας ως το κύριο ρεύμα, του οποίου οι τρομοκράτες αποτελούν την παρέκκλιση.