Μπορεί στην Ελλάδα το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια να απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τη δημοσιότητα, αλλά οι λογικές που διαπερνούν τα εκπαιδευτικά συστήματα των άλλων χωρών ελάχιστα καλύτερες αποδεικνύονται

Κάθε χώρα του κόσμου έχει το δικό της σύστημα εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση. Αν σε κάτι ξεχωρίζει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, είναι ο χώρος που καταλαμβάνει στον δημόσιο διάλογο. Πρωτοσέλιδα εφημερίδων και προνομιακές θέσεις στα δελτία ειδήσεων κατακλύζουν την ελληνική επικαιρότητα κάθε φορά που εγκαινιάζεται η εξεταστική περίοδος, ενώ ακόμα και σε ανύποπτες στιγμές ο διάλογος γύρω από τις Πανελλήνιες και τα πανεπιστήμια μπορεί να ξεκινάει με μεγάλη ένταση, πηγαίνοντας από επιφυλλίδα σε επιφυλλίδα. Το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί εύκολα βάσει του ρόλου που κατέχει η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην ελληνική κοινωνία. Αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί το καλύτερο εργαλείο κοινωνικής κινητικότητας. Από τη μεταρρύθμιση και τον εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος από την Ένωση Κέντρου τη δεκαετία του 1960, η πρόσβαση στο πανεπιστήμιο μπορούσε να επιτρέψει σε κάποιους απογόνους των κατώτερων στρωμάτων της ελληνικής πυραμίδας να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες βιοπορισμού, ξεφεύγοντας από την οδύνη της ανειδίκευτης εργασίας. Αυτές οι ελπίδες δεν επιβιώνουν στα συστήματα των περισσότερων ανεπτυγμένων χωρών, όπου το πανεπιστήμιο αποτελεί εν πολλοίς ένα οικονομικό και κοινωνικό προνόμιο των ανώτερων στρωμάτων. Η διάχυτη αγωνία για τον χαρακτήρα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, παρότι μερικές στιγμές μοιάζει υπερβολική, στην πραγματικότητα αποτελεί ένα υγιές στοιχείο, στον βαθμό που προσπαθεί να προφυλάξει από την κοινωνική στασιμότητα κι αυτό χωρίς να υπολογίζουμε ότι στο ξέσπασμα μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης το μεγάλο μέγεθος του μορφωμένου εργατικού δυναμικού αποτέλεσε και τη μοναδική ασπίδα της οικονομίας. Μεγαλύτερες οικονομίες,  που μοιάζουν «απόρθητες» (χωρίς απαραίτητα να είναι) μπροστά σε τέτοιου μεγέθους καταστροφές, δεν συμμερίζονται αυτή την ανάγκη. Ως εκ τούτου, η διαδικασία πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση μπορεί να είναι ακόμα πιο σκληρή και άνιση.

Γαλλία: Το μεγαλείο του ελιτισμού

Στην πατρίδα του πανεπιστημιακού θεσμού, μόνο η αποφοίτηση από το λύκειο αποτελεί υποχρέωση. Οι μαθητές που επιθυμούν να μπουν σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή οφείλουν να αποκτήσουν ένα ειδικό δίπλωμα που θα το επιτρέψει, το Baccalauréat. Ωστόσο, τα ιδρύματα στα οποία θα εισαχθούν δεν είναι ίδια. Οι λεγόμενες grandes ecoles, εν αντιθέσει με τα δημόσια πανεπιστήμια, δεν υποχρεούνται να δέχονται ως φοιτητή τους κάθε κάτοχο Baccalauréat. Οι διαδικασίες επιλογής των φοιτητών είναι μάλλον οι πιο αυστηρές στον κόσμο, καθώς αυτοί περνούν συνήθως από δύο ακόμα χρόνια εντατικής προετοιμασίας μετά την απόκτηση του Baccalauréat, που περιλαμβάνουν 35-45 ώρες μαθημάτων και 6-10 ώρες εξετάσεων εβδομαδιαίως. Η ανταμοιβή είναι προφανής: οι απόφοιτοι των grandes ecoles στελεχώνουν την ελίτ της Γαλλίας, από το πολιτικό της προσωπικό μέχρι τους κατόχους Νόμπελ σε τέχνες και επιστήμες.

Η προετοιμασία για τις grandes ecoles είναι αναμφίβολα ανταγωνιστική και επίπονη, αλλά και το ίδιο το Baccalauréat δεν αποτελεί εύκολη διαδικασία. Η μορφή του προσιδιάζει σε αυτή του ελληνικού συστήματος με τις τρεις κατευθύνσεις: επιστημονική, οικονομική/κοινωνική και λογοτεχνική (φιλολογική). Η κάθε κατεύθυνση καταλαμβάνει το σύνολο του σχολικού προγράμματος, ενώ περιλαμβάνει και μαθήματα επιλογής, τα οποία παρέχουν εξειδίκευση ήδη από το δίπλωμα. Ακόμα και στο πιο χαλαρό Baccalauréat, μόνο 1 εκατ. περίπου, δηλαδή το 30% των εξεταζομένων κάθε χρόνο, καταφέρνουν να αποκτήσουν το δικαίωμα εισαγωγής σε δημόσιο πανεπιστήμιο. Για τους υπόλοιπους υπάρχει η επιλογή είτε της παραίτησης ή της απόκτησης του σαφώς ευκολότερου Baccalauréat technologique, που δίνει πρόσβαση σε τεχνικές επαγγελματικές σχολές – πιο όμοιες σε ΙΕΚ από ό,τι σε ΤΕΙ.

Γερμανία: Ο διαχωρισμός των παιδιών

Η λέξη Abitur αποτελεί παρατσούκλι του «Zeugnis der Allgemeinen Hochschulreife». Είναι ο τίτλος που αποκτά ο Γερμανός μαθητής όταν αποφοιτήσει από το οκτώ τάξεων Gymnasium, με τον οποίο ταυτόχρονα επικυρώνονται η αποφοίτηση από το σχολείο και η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Αυτός ο διφυής χαρακτήρας του τίτλου είναι ευθύ αποτέλεσμα του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος. Το Gymnasium είναι μόνο η μία εκδοχή για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, δίπλα στα Realschule και Hauptschule, που προσφέρουν πρόσβαση σε επαγγελματικές σχολές. Έχει χαρακτήρα οκταετούς προετοιμασίας για το πανεπιστήμιο και όχι επιπρόσθετης μόρφωσης.

Κοινώς, ήδη από το πέρας της τελευταίας τάξης του Δημοτικού έχει προαποφασιστεί αν ο μαθητής θα ακολουθήσει πανεπιστημιακή πορεία ή θα αποκτήσει τεχνική επαγγελματική κατάρτιση• μια απόφαση που βαραίνει και σημαδεύει όλη τη ζωή του μαθητή λαμβάνεται στο 11ο έτος της ηλικίας αυτού.

Βρετανία: Στον βωμό του ιδιωτικού

Κεντρική θέση στην καμπάνια του προγράμματος των Εργατικών του Τζέρεμι Κόρμπιν καταλαμβάνει η ρύθμιση του ζητήματος των φοιτητικών δανείων, που αποτελεί μείζον πρόβλημα σε ΗΠΑ και Βρετανία. Τα δάνεια αυτά πηγαίνουν στην αποπληρωμή των υψηλών διδάκτρων, τα οποία σε ελάχιστες περιπτώσεις φαίνεται να κάνουν απόσβεση του κόστους τους. Σε μια χώρα που έχει περάσει από τη θατσερική αναδιάρθρωση τη δεκαετία του 1980, είναι κάτι παραπάνω από αναμενόμενο ο ιδιωτικός τομέας να έχει πάρει πλήρως υπό τη στέγη του ένα θεμελιώδες κομμάτι του κοινωνικού κράτους. Η πρωτοκαθεδρία του ιδιωτικού αντανακλάται φυσικά και στο σύστημα εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. Στις επιχειρηματικές βλέψεις των πανεπιστημίων αποδίδεται από πολλούς η σταδιακή μείωση του επιπέδου δυσκολίας των εξετάσεων GCE, μέσα από τις οποίες μεταβαίνει κανείς στο πανεπιστήμιο. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα με μεγαλύτερο κύρος -όπως το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης- αμύνθηκαν απέναντι σε αυτή τη ραγδαία αύξηση του αριθμού των εισακτέων, προσθέτοντας δικές τους εξετάσεις στα αποτελέσματα του GCE. Όταν πρωτοδιατυπώθηκε η καταγγελία ότι οι εξετάσεις γίνονται πιο εύκολες, το 2002, δημοσίευμα του «Observer» οδήγησε σε μαζική αναβαθμολόγηση, καθώς το ρεπορτάζ έδειχνε ότι οι αρμόδιοι για τους βαθμούς είχαν βαθμολογήσει χαμηλότερα τους εξεταστέους, προκειμένου να καταπνίξουν τις αντιδράσεις. Η χώρα με την πιο στριφνή πιθανώς στάση απέναντι στην εκπαίδευση «εκδημοκράτισε» την πρόσβαση στα ανώτατα ιδρύματα όχι ως δώρο στους πολίτες, αλλά ως μέτρο κερδοφορίας των επενδυτών πίσω από τα πανεπιστήμια.

ΗΠΑ: Από μικροί στα βάσανα

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρότι η βιομηχανία των φοιτητικών δανείων είναι κι εκεί εξίσου ακμαία (αν όχι χειρότερη), η είσοδος στο πανεπιστήμιο αποτελεί μακρά, επίπονη και σκληρά ανταγωνιστική διαδικασία, που φτάνει να αντικαθιστά την παιδική ηλικία με την προετοιμασία για τις εξετάσεις της μετεφηβείας. Η δυνατότητα εισόδου ενός μαθητή στο πανεπιστήμιο διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις εξωσχολικές ασχολίες και δεξιότητες που καλλιεργεί μέσα από τα χόμπι και τον αθλητισμό. Κατά συνέπεια, είναι συχνό φαινόμενο από τη μεσαία τάξη και πάνω να γεμίζει το εβδομαδιαίο πρόγραμμα των παιδιών με υποχρεώσεις και έξτρα ώρες εκμάθησης και ανταγωνισμού, οι οποίες στις τελευταίες τάξεις του σχολείου εμπλουτίζονται και με εξετάσεις αξιολόγησης, με γνωστότερες τις SAT, που παίζουν δυσανάλογα μεγάλο ρόλο στη σταδιοδρομία του παιδιού σε σχέση με τη χρονική στιγμή που τις περνάει. Αν η βούληση της αγοράς δημιουργεί προβλήματα στο εκπαιδευτικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου, αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο για τις ΗΠΑ. Στην εισαγωγή στα πανεπιστήμια, το κοινωνικό στάτους των γονέων βαραίνει δυσανάλογα, με ένα είδος νεποτισμού να αποτελεί τον κανόνα στις περισσότερες περιπτώσεις, στις οποίες εύπορες οικογένειες «ταυτίζονται» με πανεπιστημιακά ιδρύματα, κληροδοτώντας το δικαίωμα της φοίτησης από γενιά σε γενιά.

Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό για τα επιφανή ιδρύματα της λεγόμενης Ivy League: τα πανεπιστήμια Μπράουν, Κορνέλ, Ντάρτμουθ, Κολούμπια, Χάρβαρντ, Πεν, Πρίνστον και Γέιλ• τα ιδρύματα δηλαδή που γεννούν και αναπαράγουν την ελίτ των ΗΠΑ – με αρκετούς  μετέπειτα προέδρους της χώρας να έχουν αποφοιτήσει από αυτά. Η συντριπτική πλειονότητα των αμερικανικών πανεπιστημίων απέχει παρασάγγας από το να μπορεί να παρέχει τις ευκαιρίες που παρέχουν τα παραπάνω ιδρύματα. Αλλά η διαστρωμάτωση δεν σταματάει εκεί. Αρκετά αξιοσέβαστα πανεπιστήμια απευθύνονται σε μια μεσαία τάξη που μπορεί να υποστηρίξει τη βιομηχανία εισαγωγής στα πανεπιστήμια, δηλαδή τα ταξίδια για τις γνωριμίες με τους εκπροσώπους τους, τα κόστη υποβολής των πολλαπλών αιτήσεων, τα ιδιωτικά μαθήματα προετοιμασίας ή ακόμα και την πληρωμή «επαγγελματιών» για τη συγγραφή των λεγόμενων cover letters (επιστολών με τις οποίες ο μαθητής προμοτάρει τον εαυτό του) και για ενός είδους lobbying με τους υπευθύνους των πανεπιστημίων. Για τους υπόλοιπους, υπάρχουν τα community colleges, που αφήνουν συνήθως τον φοιτητή τους με περισσότερα χρέη από ό,τι ευκαιρίες για την αγορά εργασίας.

Βενεζουέλα: Το αντιπαράδειγμα

Στις σαρωτικές κοινωνικές αλλαγές που έφερε η μπολιβαριανή επανάσταση στη Βενεζουέλα ανήκει και μια καθοριστική αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, που επιχειρούσε να αυξήσει την πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ο αριθμός των φοιτητών σχεδόν τετραπλασιάστηκε από το 1999 έως το 2015 -από 700.000 σε 2,7 εκατ.-, ενώ ραγδαία άνοδο παρουσίασε και ο αριθμός των πανεπιστημίων, από 5 σε 47. Σήμερα, στο 92% της Βενεζουέλας κάθε περιφέρεια έχει τουλάχιστον ένα πανεπιστήμιο.

Πέρα από τον μικρό αριθμό των ιδρυμάτων, ιδιαίτερα ανισομερής ήταν και η κατανομή ανάμεσα στα διάφορα στρώματα της χώρας: οι στατιστικές έδειχναν ότι οι φοιτητές ήταν κατά 80% απόφοιτοι ιδιωτικών σχολείων και μόλις το 20% είχαν βγάλει δημόσια. Τη μεγαλύτερη και πιο διαμοιρασμένη απορρόφηση μαθητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση επέτρεψε η αλλαγή των κριτηρίων εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Η τελευταία μεταρρύθμιση, επί των ημερών του Έβο Μοράλες, προέβλεπε πλέον ότι, για να μπει κανείς στο πανεπιστήμιο, οι βαθμοί του θα μετρούσαν μόλις κατά 50%. Κατά 30% θα έπαιζαν ρόλο κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια, κατά 15% η εντοπιότητα του υποψήφιου φοιτητή (μέτρο που ενίσχυσε παράλληλα και τις περιφέρειες), ενώ κατά 5% θα προσμετρούνταν και οι εξωσχολικές δραστηριότητες του μαθητή, με έμφαση όχι στα χόμπι, αλλά στην «κοινωνική συμμετοχή». Το βάρος της διόγκωσης του αριθμού των εισακτέων επωμίστηκαν κρατικά πανεπιστήμια χωρίς δίδακτρα, που έγειραν αποφασιστικά τη ζυγαριά υπέρ του δημόσιου τομέα. Το αποτέλεσμα ήταν η Βενεζουέλα να κατέχει, σύμφωνα με την UNESCO, τη δεύτερη θέση στη Λατινική Αμερική και την πέμπτη παγκοσμίως στον αριθμό των εισαχθέντων στα πανεπιστήμια.

Η σημασία της εκπαίδευσης στη Βενεζουέλα προσομοιάζει στιγμιαία σε αυτή που δίνεται και στην Ελλάδα στα πανεπιστήμια. Ενώ όμως η κοινωνική κινητικότητα στην Ελλάδα αφορά τη μετάβαση από τις χειρωνακτικές εργασίες στον τριτογενή τομέα κι από την περιφέρεια στην πόλη, στη Βενεζουέλα η κοινωνική κινητικότητα έχει ιδιαίτερη σημασία για τις πολυπληθείς ευπαθείς ομάδες, το μέγεθος των οποίων διόγκωσαν οι πολλές δεκαετίες ξεχαρβαλώματος της κοινωνίας της.

Ο ίδιος ο πολιτικός προϊστάμενος της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Μανουέλ Φερνάντες, υπερασπίστηκε τον εαυτό του από τις κριτικές που δεχόταν μιλώντας για έναν αριθμό μαθητών και φοιτητών ανάμεσα σε ιθαγενείς, κρατούμενους και άλλους, που είχαν αξιοσημείωτες ακαδημαϊκές επιδόσεις. Για τον Φερνάντες, το σύστημα θα όφειλε, πρώτα απ’ όλα, να διασφαλίζει ότι ιδίως η πρόσβαση αυτών των περιπτώσεων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θα έπρεπε να είναι αυτονόητη.

Οι κριτικές στις οποίες απαντούσε ο Φερνάντες ηχούν εξαιρετικά οικείες σε όσους παρακολούθησαν τον πολιτικό διάλογο των τελευταίων ετών γύρω από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Για τους επικριτές της σταδιακής αναμόρφωσης που ξεκίνησε ο Ούγκο Τσάβες το 1999 με τη συνδρομή προοδευτικών παιδαγωγών από διάφορες δυτικές χώρες και που συνεχίζει σήμερα υπό τον Μανουέλ Φερνάντες, το σύστημα που προέκυπτε θα αποθάρρυνε την ακαδημαϊκή αριστεία, οδηγώντας σε μια απαξίωση της ακαδημαϊκής ζωής της Βενεζουέλας εν γένει. Οικεία λόγια, αναμφίβολα.