Aν ο καιρός των τσιγγανων του Εμίρ Κουστουρίτσα αναγνωρίστηκε από κοινό και κριτικούς ως ένα συγκινητικό και ταυτόχρονα άρτιο καλλιτεχνικά αριστούργημα, αυτό οφείλεται στη σπάνια συνάρθρωση υψηλής και λαϊκής κουλτούρας που επετεύχθη. Αναβαπτίζοντας όλα τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των Ρομά σε ένα περιβάλλον auteur σκηνοθεσίας, στην οποία ενοφθαλμίζεται η με παρόμοιο τρόπο δημιουργημένη μουσική του Γκόραν Μπρέγκοβιτς, ο Κουστουρίτσα προσφέρει στο κοινό την τσιγγάνικη ζωή ως ετεροτοπία. Ως ένα μέρος αποσταθεροποίησης της ρουτινοποιημένης δυτικής ζωής, που χαρακτηρίζεται από μια νομαδικότητα που υπονομεύει κάθε ρίζωμα. Η κατανάλωση αυτού του έργου κινείται συνεπώς σε δύο επίπεδα. Ενα πρώτο που ίσως παραμένει στο φολκλόρ -αισθητικά ωστόσο αναβαθμισμένο- επίπεδο, το οποίο μάλλον κανονικοποιεί το ρηξικέλευθο του μη ριζώματος. Και ένα δεύτερο επίπεδο, που δρα αντιστικτικά προς το πρώτο, δείχνοντας τρόπους υπονόμευσης του πρώτου βλέμματος που βλέπει στο διαφορετικό το φολκλόρ. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ «Καιρός των Τσιγγάνων». Υπήρξε μόνον το «Αγγιγμα ψυχής». Η δημοφιλής σειρά του Μανούσου Μανουσάκη κατασκεύασε τον Ρομά ως πολιτιστικό προϊόν με τον πλέον εμβληματικό έως σήμερα τρόπο. Η πληθωρική αλά Κάρμεν Τσιγγάνα, η οποία, ευρισκόμενη από την πλευρά της φύσης, αποπλανεί τον ψυχρό, πολιτισμένο μπαλαμό, οδηγώντας τον σε μια μοιραία σχέση. Ταυτόχρονα, ως παράπλευρο φόντο παρουσιάζεται ο τσιγγάνικος πολιτισμός στη λαϊκότητά του. Τέχνη κατασκευής μικροαντικειμένων και, φυσικά, μουσική – η δε τελευταία έχει την τιμητική της στο τραγούδι των τίτλων. Η μουσική πράγματι καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος στην πολιτισμική παραγωγή των Ρομά. Αρχικά ως μουσική κοινή, λαϊκή, αποτέλεσμα της κοινής επεξεργασίας της κοινότητας, η οποία γινόταν το επάγγελμα του περιφερόμενου Ρομά με το κλαρίνο, το νταούλι, το βιολί. Τέτοιοι περιφερόμενοι μουσικοί τόσο στις πόλεις όσο και κυρίως στα χωριά ακολουθούν τις τοπικές πανηγυριώτικες συνήθειες και γίνονται οι διασκεδαστές της κοινότητας των άλλων. Εντάσσονται έτσι σε ένα προνεωτερικό, κοινοτιστικό σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης της τέχνης ως πολιτισμού που δημιουργείται ad hoc πάνω σε μορφικά πρότυπα ήδη δοσμένα.
Ωστόσο, η μουσική παραγωγή των Ρομά δεν περιορίστηκε στη συλλογική έκφραση, αλλά γέννησε και αυτόνομες καλλιτεχνικές μονάδες, που με εφαλτήριο την παράδοση καλλιέργησαν μοναδικά τη μουσική, αποτελώντας σταθμούς στη μετέπειτα λαϊκή μουσική. Ίσως το μεγαλύτερο παράδειγμα να είναι ο Μανόλης Αγγελόπουλος, η συνεισφορά του οποίου στο λαϊκό τραγούδι είναι απεριόριστη. Παρόμοια είναι και η περίπτωση του Κώστα Χατζή, αλλά στην κατηγορία μάλλον του ελαφρού έντεχνου τραγουδιού. Μεγάλοι κλαρινίστες που προέρχονται από την κουλτούρα των Ρομά είναι ο Βασίλης Σαλέας και ο Γιώργος Μάγγας, ακολουθώντας και οι δύο μια πορεία όπου το ατομικό παράγεται από το συλλογικό, δίνοντας καρπούς διεθνούς εμβέλειας – χαρακτηριστικοί ήταν οι προ ετών διθύραμβοι της «Liberation» για τον Γιώργο Μάγγα ως jazzman. Ξεχωριστή θέση στο λαϊκό φαντασιακό κατέχει και ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, ισορροπώντας μεταξύ μιας γνήσιας λαϊκής φλέβας επινόησης στίχων και μορφών και μιας παραδοσιακής πανηγυριώτικης εκτέλεσης.
Πέραν της μουσικής, ο πολιτισμός των Ρομά έχει να επιδείξει επιτεύγματα σε τομείς του πολιτισμού όπως η αργυροποιία, η καλαθοπλεκτική, η σιδηρουργία, η ακροβατική, και σε σειρά άλλων δραστηριοτήτων που ισορροπούν μεταξύ των λαϊκών επιτελεστικών τεχνών και των λαϊκών κατασκευαστικών. Η τέχνη, δηλαδή, βρίσκεται σε οργανική συνάφεια με τη ζωή της κοινότητας. Παράλληλα, το γεγονός ότι η τέχνη αυτή είναι ένα ολικό κοινωνικό φαινόμενο την ωθεί πολλές φορές στο καθεστώς μιας γκροτέσκας επιτέλεσης, με την κλασική έννοια του όρου: μιας αμφισβήτησης των ιεραρχιών μέσα από τη βωμολοχία και την ειρωνεία των παραδεδομένων σχημάτων έκφρασης. Απολήξεις αυτών των χαρακτηριστικών στη mainstream τέχνη βλέπουμε ουκ ολίγες. Η μεταφορά όμως του γκροτέσκου σε άλλα περιβάλλοντα, εκεί όπου η σκηνή και η πλατεία χωρίζονται, του αφαιρεί το όποιο αμφισβητησιακό δυναμικό, καθιστώντας το συνήθως απλώς κιτς. Κλασική τέτοια περίπτωση τα ντάτσουν με τα καρπούζια στην Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.