Ενδεικτικό του επιπέδου της κουβέντας γύρω από την περιώνυμη «αριστεία» είναι ότι ξεκίνησε από μια παρανόηση – ή πιθανώς και διαστρέβλωση. Ως υπουργός Παιδείας, η Άννα Διαμαντοπούλου είχε συνενώσει δύο πολύ διαφορετικούς τύπους σχολείων υπό κοινή ταμπέλα. Τα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία μπήκαν μαζί κάτω από τον τίτλο των πρότυπων-πειραματικών, παρότι οι παιδαγωγικές λογικές και ο κοινωνικός τους ρόλος διέφεραν ριζικά. Τα πρότυπα στόχευαν στην απομόνωση μιας ελίτ αριστούχων από τους υπόλοιπους μαθητές, προκειμένου να μη μολύνονται από τη μετριότητα, ενώ τα πειραματικά εφάρμοζαν διαφορετικά εκπαιδευτικά μοντέλα, τα περισσότερα από τα οποία έχουν πιο πολύ συνεργατική παρά ανταγωνιστική λογική.
Όταν λίγα χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 2015, τη θέση του υπουργού Παιδείας ανέλαβε ο Αριστείδης Μπαλτάς και ανακοίνωσε τον επικείμενο διαχωρισμό των δύο μοντέλων, η ευρύτερη αντιπολίτευση Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού ξεκίνησε μια καμπάνια εναντίον του με τη λεζάντα «Όχι Μπαλτά στην Παιδεία». Αιχμή της καμπάνιας αποτελούσε ο ισχυρισμός ότι ο νέος υπουργός επετίθετο στην έννοια της «αριστείας» με αυτή του την κίνηση, ότι χανόταν το ερέθισμα για επιβράβευση των ισχυρών επιδόσεων.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Αριστείδης Μπαλτάς στην πρώτη του υπουργική τοποθέτηση είχε κάνει λόγο για τη «ρετσινιά της αριστείας», επεξηγώντας αργότερα πως «η απονομή αριστείας –μέσω της επιτυχίας σε εξετάσεις εισαγωγής σε ένα σχολείο– σε έναν μαθητή σε τόσο μικρή ηλικία, όπως τα 12 ή 13 του, μπορεί να μετατραπεί σε βαρύ φορτίο (σε πολλαπλά επίπεδα), στο οποίο ο αριστεύσας θα νιώθει ότι πρέπει να ανταποκρίνεται σε κάθε κρίσιμη εξέταση στη μετέπειτα ζωή του. Αντίστοιχη είναι η μεταφορική ερμηνεία της “ρετσινιάς” για κάθε μαθητή που απέτυχε στις εξετάσεις εισαγωγής στα πρότυπα-πειραματικά».
Με τη γνωστή συνήθεια ενός χαλασμένου ρολογιού που δείχνει τη σωστή ώρα δύο φορές την ημέρα, οι αντιπολιτευόμενοι που είχαν παρανοήσει τη φύση του τερατουργήματος που είχε προκύψει από τη συνένωση πρότυπων και πειραματικών σχολείων εντόπισαν ορθώς ότι η λογική του υπουργού ήταν πράγματι εχθρική προς την έννοια της «αριστείας» και των ανταγωνιστικών λογικών που αυτή επέβαλλε στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Οι πεποιθήσεις του Αριστείδη Μπαλτά, κυμαινόμενες εντός του πλαισίου της ευρύτερης Αριστεράς για το θέμα, φαινόταν να θεωρούν πως ο ανταγωνισμός στην εκπαίδευση και ο διαχωρισμός των μαθητών είναι αδιέξοδοι κοινωνικά, ενώ αναπαράγουν μια κοινωνική αδικία που δεσμεύει την πορεία της ζωής κάποιου από το κοινωνικοοικονομικό του υπόβαθρο.
Ιδίως στα χρόνια της κρίσης, όταν το οικονομικό επίπεδο των περισσότερων νοικοκυριών κατακρημνίστηκε, η παράμετρος αυτή έγινε πιο καθοριστική. Τα ποσοστά των αποφοίτων ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων που συνεχίζουν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι πολύ διαφορετικά, ενώ και οι βαθμολογίες που σημειώνονται έχουν πολύ διαφορετικό εύρος.
Από τη στιγμή που η συμπληρωματική εκπαίδευση φροντιστηρίων και ιδιαίτερων μαθημάτων αποτελεί τουλάχιστον ατού, αν όχι προαπαιτούμενο για μια επιτυχία στις Πανελλήνιες Εξετάσεις, το οικονομικό στάτους της οικογένειας δημιουργεί άμεσες ανισότητες στις ευκαιρίες για οποιουδήποτε είδους «αριστεία».
Ένας ανταγωνισμός στον οποίον θα εισέρχονταν όλοι με ίσους όρους θα μπορούσε να ευσταθεί ως επιχείρημα. Άλλωστε, η σοβαρή εκδοχή της κεντροδεξιάς -και πέρα άποψης για την εκπαίδευση ισχυρίζεται ότι το ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει άμεσο θετικό αντίκτυπο στην οικονομία και την αγορά εργασίας. Το πόσο ευσταθεί αυτή η άποψη είναι προς συζήτηση. Αντί όμως να προτάξει και να αναπτύξει αυτό το επιχείρημα, που θα μπορούσε να ανοίξει μια ουσιαστική κουβέντα, το μπλοκ που συγκροτήθηκε γύρω από την κριτική στον Αριστείδη Μπαλτά και συνέχισε έκτοτε να ανεμίζει εν είδει σημαίας την «αριστεία» προτίμησε να αρχίσει να αποκαλεί τον πολιτικό του αρχηγό το «καλύτερο βιογραφικό της χώρας», χάνοντας τα προφανή σημάδια νεποτισμού, που αναιρούν το επιχείρημα εκ των έσω.