Στον δαιδαλώδη χώρο των εξοπλιστικών προγραμμάτων, τα αντισταθμιστικά ωφελήματα αποτελούν έναν από τους βασικότερους μηχανισμούς με τους οποίους προσφέρονται και επιμερίζονται μίζες. Τυπικά, τα αντισταθμιστικά ωφελήματα αποσκοπούν στο να αντισταθμίσουν την υπέρογκη δαπάνη που συνεπάγονται οι αμυντικοί εξοπλισμοί. Σε αντίθεση με άλλες δημόσιες δαπάνες, οι αμυντικοί εξοπλισμοί δεν παράγουν κάποιο αναπτυξιακό αποτέλεσμα, αλλά συνιστούν οικονομική αφαίμαξη. Άλλωστε, οι αμυντικές δαπάνες δεν σημαίνουν δαπάνη που καταλήγει στην εγχώρια βιομηχανία, εφόσον οι χώρες που παράγουν πολεμικά συστήματα αιχμής είναι συγκεκριμένες. Για παράδειγμα, σε όλη την ψυχροπολεμική, αλλά και τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, οι ΗΠΑ ανέλαβαν τον ρόλο του εγγυητή της άμυνας της Δύσης, όμως την ίδια στιγμή απαίτησαν από τις χώρες-συμμάχους τους να αγοράσουν μαζικά αμερικανικά πολεμικά συστήματα. Αντίστοιχα, στην «Ενωμένη Ευρώπη» μπορεί να μην προχώρησε ποτέ η κοινή πολιτική εξωτερικών και άμυνας, αλλά οι άμεσες και έμμεσες πιέσεις για να αγοράζουν «ευρωπαϊκά» όσοι κάνουν μεγάλους αμυντικούς εξοπλισμούς ήταν μεγάλες.
Το σκεπτικό των αντισταθμιστικών ωφελημάτων είναι να υποχρεώνονται οι μεγάλες εταιρείες που αναλαμβάνουν εξοπλιστικά προγράμματα να συμβάλλουν στην εθνική οικονομία των χωρών-αγοραστών. Τυπικά, οι συμφωνίες αντισταθμιστικών ωφελημάτων ενσωματώνονται σε μια αμυντική σύμβαση, συχνά με βαριές ρήτρες σε περίπτωση μη υλοποίησης, και αφορούν δεσμεύσεις του προμηθευτή να ρίξει χρήμα στη χώρα-αγοραστή και μάλιστα με πολλαπλασιαστικά αναπτυξιακά αποτελέσματα. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την υποχρέωση ένα μέρος της παραγωγής, συναρμολόγησης, συντήρησης και αναβάθμισης των οπλικών συστημάτων να γίνει στη χώρα που τα αγοράζει και από εγχώριες εταιρείες. Μπορεί να περιλαμβάνει τη μεταφορά τεχνογνωσίας, συχνά σε συνάρτηση και με τα παραπάνω, την εκπαίδευση και μετεκπαίδευση προσωπικού.
Το κλειδί με τα αντισταθμιστικά είναι ο τρόπος που υπολογίζονται ήδη από τη σύμβαση. Από τη μια, έχουμε τα άμεσα ωφελήματα, δηλαδή τα ποσά που άμεσα θα επενδυθούν στη χώρα-αγοραστή και τα οποία βέβαια –ας μην το ξεχνάμε– η ίδια τα πληρώνει. Από την άλλη, έχουμε τα έμμεσα ωφελήματα, με βάση τους πολλαπλασιαστές των άμεσων: π.χ. μια άμεση επένδυση σε εξοπλισμό θεωρείται ότι, επειδή αυξάνει την παραγωγικότητα, θα έχει πολύ μεγαλύτερα αποτελέσματα σε βάθος χρόνου, ενώ το ίδιο ισχύει για τη μεταφορά τεχνογνωσίας, την αναβάθμιση του επιπέδου των εργαζομένων κ.λπ. Έτσι είναι που βγαίνουν τα αντισταθμιστικά ωφελήματα να υπερκαλύπτουν κατά πολύ την αξία της σύμβασης.
Μόνο που στην πραγματικότητα η εμπειρία έχει δείξει ότι λίγα από αυτά γίνονται. Στην πράξη, τα αντισταθμιστικά καταλήγουν να είναι απλώς ένας έμμεσος τρόπος να αναπτύσσεται ένα όργιο διασπάθισης χρήματος και να δίνονται μίζες. Φτιάχνονται εταιρείες που διαχειρίζονται τα αντισταθμιστικά ωφελήματα, εταιρείες που ανήκουν, άμεσα ή έμμεσα, στους προμηθευτές και τους μεσάζοντες οπλικών συστημάτων. Αυτές παίρνουν τα σχετικά και τα μοιράζουν, υποτίθεται, στις δραστηριότητες που θα έχουν τα προβλεπόμενα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Στη διαδρομή, ένα μέρος των χρημάτων ξαναγυρνάει σε αυτές (να μην έχουν κι οι μεσάζοντες τα «ωφελήματά» τους;), ενώ αρκετό καταλήγει ως πολιτικό χρήμα, άμεσα (χρηματισμός πολιτικών) και έμμεσα (κατεύθυνση των αντισταθμιστικών ωφελημάτων σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, με τις οποίες ο πολιτικός μπορεί να συνδέεται, ή σε εταιρείες που σχετίζονται με τον σχεδιασμό και τις προτεραιότητές του, π.χ. σε πολιτικούς φίλους του ή στην εκλογική του περιφέρεια).
Την κλίμακα της διασπάθισης ή της «ύποπτης διαδρομής» των αντισταθμιστικών ωφελημάτων αποδεικνύει και το γεγονός ότι τα τελευταία 35 χρόνια η Ελλάδα πρόβλεψε τεράστια ποσά για αντισταθμιστικά ωφελήματα. Πέραν του ότι πολλά από αυτά μετά έγιναν αντικείμενο συζήτησης σε εξεταστικές επιτροπές του Κοινοβουλίου και σε αίθουσες δικαστηρίων, στην πραγματικότητα δύσκολα κανείς μπορεί να πει ότι όλα αυτά έφεραν την «ανάπτυξη» στην οποία υποτίθεται ότι αποσκοπούσαν.