Μόνο µέσα από µια αναγνώριση του παρελθόντος της Αριστεράς µπορεί, από τη µία, η υπεράσπιση των κατακτήσεων της Μεταπολίτευσης να είναι δίκαιη και, από την άλλη, η καταγγελία των «δεινών» της να είναι πειστική
Καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία, ιδιαίτερα από το 2012 και µετά, ένα βασικό εργαλείο της κριτικής εναντίον του ήταν η περίφηµη «ιδεολογική ηγεµονία της Αριστεράς», η οποία υποτίθεται πως ευθύνεται για τα δεινά της Μεταπολίτευσης και εντέλει για την κρίση που ξέσπασε το 2009 και διαρκεί ακόµη. Η κριτική αυτή, που εκπορεύτηκε τόσο από τους συνεργαζόµενους χώρους της σαµαρικής Νέας ∆ηµοκρατίας και του βενιζελικού ΠΑΣΟΚ όσο και σχεδόν από το σύνολο των µεγάλων ΜΜΕ, συνίσταται, µε λίγα λόγια, στο εξής: Μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγµαταρχών, η αποκατάσταση της ∆ηµοκρατίας επέτρεψε στους ηττηµένους του Εµφυλίου να εκµεταλλευτούν το ηθικό πλεονέκτηµα που απέκτησαν εξαιτίας των απηνών µετεµφυλιακών διώξεων, εκτοπίσεων και εκτελέσεων, σε µια µέθοδο ολοκληρωτικής επικράτησης των αξιών τους στην κοινωνία – αξιών όπως ο κρατισµός, η παντοδυναµία του συνδικαλισµού, η «κουλτούρα της διαµαρτυρίας», η ανοµία και η βία.
Πέραν των πολλών αντιρρήσεων που µπορεί να έχει κανείς σε ένα τέτοιο αφήγηµα, ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός που σε αυτή την εκστρατεία των αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ αποκρύβεται σχεδόν ολοκληρωτικά: Πως η Αριστερά, κυρίως η ανανεωτική, οι άµεσοι δηλαδή πολιτικοί πρόγονοι του ΣΥΡΙΖΑ, είχαν ευθεία και καθοριστική συµµετοχή όχι µόνο σε µηχανισµούς περιφερειακούς του κράτους -όπως τα πανεπιστήµια-, αλλά και σε κεντρικούς, όπως η ∆ηµόσια ∆ιοίκηση, και σε αυτοδιοικητικούς. Είναι φανερό ότι η κριτική αυτή των αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ προτιµά να µένει σε ένα πιο θολό επίπεδο, αυτό της «ιδεολογικής ηγεµονίας», την οποία παρουσιάζει κατά πώς τη βολεύει, για να µην παραδεχτεί το προφανές: Το µεταπολιτευτικό τοπίο είναι πολύ πιο σύνθετο και οι συνέργειες µεταξύ πολιτικών χώρων πολύ πιο βαθιές. Τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και -λιγότερο- η Νέα ∆ηµοκρατία συνεργάστηκαν µε την Αριστερά στη συγκρότηση του µεταπολιτευτικού κράτους. Η πόλωση που ακολούθησε το 2009 ήταν, από αυτή την άποψη, προσχηµατική και ψευδεπίγραφη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, µε τη σειρά του, αντιµετωπίζει αυτή την κριτική κυρίως µε δύο επιχειρήµατα: Πρώτον, υποστηρίζει ότι «η Αριστερά δεν κυβέρνησε ποτέ». Με άλλα λόγια, είτε δεχτεί είτε δεν δεχτεί κανείς τα περί «αριστερής ηγεµονίας», το κρίσιµο εδώ είναι ότι η Αριστερά δεν είχε την εξουσία. Η ανερχόµενη αριστερή δύναµη, έτσι, συναινεί σιωπηρά στην απόκρυψη του ρόλου της Αριστεράς στο µεταπολιτευτικό κράτος – γεγονός που αντανακλάται περίτρανα στο κυριότερο ίσως σύνθηµά της, «πρώτη φορά Αριστερά».
∆εύτερον, αντιπαραβάλλει τους αντιπάλους του ως αυτούς που ευθύνονται για τη διαφθορά, τη διαπλοκή, τη διόγκωση του δηµόσιου χρέους λόγω κακοδιαχείρισης και µίζας, τους αναξιοκρατικούς και κοµµατικούς διορισµούς, το πελατειακό κράτος κ.τ.λ. µε τον εαυτό του, ως άφθαρτο και αδιάφθορο, που θα τα ξεκαθαρίσει όλα αυτά, ανοίγοντας µια νέα εποχή διαφανούς και έντιµης διακυβέρνησης. ∆έχεται, δηλαδή, επί της ουσίας την περιγραφή των αντιπάλων του, που θέλει τη Μεταπολίτευση ως πηγή δεινών, µόνο που τονίζει ότι φταίνε αυτοί και ότι ο ίδιος, που δεν φταίει, έρχεται για να τους τιµωρήσει και να αποκαταστήσει το ορθόν και το δίκαιον. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόµη και µετά τη σταδιακή διάψευση όλων των υπεσχηµένων του ΣΥΡΙΖΑ, από την κατάργηση των µνηµονίων έως την εφαρµογή των µέτρων µε τρόπο που να προστατεύει τις κατώτερες τάξεις, το αφήγηµα στο οποίο κυρίως επενδύει και το οποίο περισσότερο αντέχει είναι αυτό το πάταξης της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο επιχείρηµα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ενδεικτικά της γενικότερης νοοτροπίας του για την πολιτική επικοινωνία και ευρύτερα τον δηµόσιο λόγο: αποδεικνύονται δηλαδή εξόχως αποτελεσµατικά από βραχυπρόθεσµη άποψη και προοιωνίζονται καταστροφικές εξελίξεις µακροπρόθεσµα. ∆ιότι, ασφαλώς, η σαφής διαχωριστική γραµµή ανάµεσα στους διεφθαρµένους παλιούς και στους άφθαρτους καινούργιους ευνόησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κατάκτηση της εξουσίας, αλλά και στη µέχρι τώρα διατήρησή της: ήταν ένα απλοϊκό, εύληπτο σχήµα, που έδινε µια πολυπόθητη απάντηση σε ένα ολόκληρο κοινωνικό σώµα, που έβλεπε το κοινωνικό του συµβόλαιο να διαρρηγνύεται και το βιοτικό του επίπεδο να καταποντίζεται απρόσµενα, άδικα και µε τεράστια βαναυσότητα.
Από την άλλη, όµως, η προσχώρηση σε ένα πολωτικό σχήµα που παραχωρούσε στους αντιπάλους του την ερµηνεία της Μεταπολίτευσης, διεκδικώντας µόνο να παρουσιάσει την Αριστερά ως απάντηση στα δεινά της, συνιστούσε και συνιστά µια τεράστια παραχάραξη και µια παραίτηση από τις κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών, όπου η Αριστερά συµµετείχε καθοριστικά. ∆εν είναι µόνο ζήτηµα ακριβείας να ειπωθεί ότι η Αριστερά ήταν εκεί, στη ∆ηµόσια ∆ιοίκηση, στα υπουργεία, στους δήµους, στις νοµαρχίες, στις υπηρεσίες του κράτους, στα πανεπιστήµια. Είναι και ζήτηµα υπεράσπισης ενός έργου: του ∆ηµόσιου Συστήµατος Υγείας, του δηµοκρατικού πανεπιστηµίου, του µαχητικού συνδικαλισµού, της προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµιάς, της διεκδικητικής Αυτοδιοίκησης, της ανάπτυξης των δηµοσίων χώρων, του εκδηµοκρατισµού του πολιτισµού.
Σύµφωνοι, όλα αυτά περιλαµβάνουν τις σκοτεινές πλευρές της διαφθοράς, της κακοδιαχείρισης και της ευνοιοκρατίας, στις οποίες η Αριστερά επίσης συµµετείχε. Αλλά µια «κυβερνώσα Αριστερά», που εντάσσει τον εαυτό της στη «συνέχεια του κράτους» από τόσες και τόσες άλλες απόψεις -και πρώτιστα από την άποψη της εφαρµογής των µνηµονιακών πολιτικών- δεν µπορεί να κρύβεται από το παρελθόν της λόγω πρόσκαιρων επικοινωνιακών επιδιώξεων. Μόνον µέσα από µια αναγνώριση αυτού του παρελθόντος µπορεί, από τη µία, η υπεράσπιση των κατακτήσεων της Μεταπολίτευσης να είναι δίκαιη και, από την άλλη, η καταγγελία των «δεινών» της να είναι πειστική.