Λαμβάνοντας υπόψη το πόσο κομβική ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ η υπόθεση του δημόσιου χρέους της χώρας,  δεν μπορεί κανείς  παρά να απορήσει όταν σκέφτεται τις τρομερές αντιφάσεις που διέπουν τον τρόπο με τον οποίον την αντιμετώπισε – και εξακολουθεί να την αντιμετωπίζει…

Καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας ανόδου του προς την εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής ρητορικής του στην καταγγελία πως το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο. Πράγμα λογικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι η όλη λογική των «προγραμμάτων διάσωσης», στα οποία υπόκειται η ελληνική οικονομία από το 2010 και μέχρι σήμερα, ήταν ακριβώς η αντιμετώπιση ενός χρέους που η χώρα δεν ήταν πλέον σε θέση να εξυπηρετήσει με δανεισμό από τις αγορές. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν επισήμαινε ότι τα προγράμματα αυτά δεν καθιστούσαν το χρέος βιώσιμο, αλλά, αντιθέτως, κατέστρεφαν τον κοινωνικό ιστό δίχως κανένα θετικό αποτέλεσμα. Εως εκεί καλά, θα μπορούσε να πει κανείς. Πράγματι, εφτά χρόνια αργότερα το χρέος εξακολουθεί να είναι μη βιώσιμο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ύφεση, ο κοινωνικός ιστός έχει διαρραγεί σε τεράστιο βαθμό και ολοένα μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες βυθίζονται στη φτώχεια. Ουδείς μπορεί λοιπόν να ψέξει τον ΣΥΡΙΖΑ για τα συμπεράσματά του – άλλωστε, το αντίθετο συνέβη: ο κόσμος τον πίστεψε, τον ψήφισε και του έδωσε τη δυνατότητα να κυβερνήσει τη χώρα. Ομως, λαμβάνοντας υπόψη το πόσο κομβική ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ η υπόθεση του δημόσιου χρέους της χώρας, δεν μπορεί κανείς παρά να απορήσει όταν σκέφτεται τις τρομερές αντιφάσεις που διέπουν τον τρόπο με τον οποίον την αντιμετώπισε – και εξακολουθεί να την αντιμετωπίζει.

Λογιστικός έλεγχος Από τη μία, η προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια υιοθέτηση του «σκληρού», συγκρουσιακού σεναρίου, που ήθελε λογιστικό έλεγχο του χρέους. Από την άλλη, οι σχεδόν αναπόφευκτες  προεκτάσεις ενός τέτοιου σεναρίου ποτέ δεν υιοθετούνταν με σαφήνεια: λόγου χάρη, το γεγονός ότι, για να γίνει λογιστικός έλεγχος, θα απαιτούνταν στάση πληρωμών ή το γεγονός ότι οι γεωπολιτικές πιέσεις προς μια χώρα της Ε.Ε. που θα είχε την πρόθεση να αμφισβητήσει το χρέος της θα ήταν μεγάλες. Ολα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε τα ενέταξε σε κάποιου είδους «σχέδιο», αντιθέτως, έμενε πάντοτε σε ένα διακηρυκτικό επίπεδο, όπου οι επισημάνσεις ήταν μεν σωστές, αλλά οι «λύσεις» δεν ήταν παρά πυροτεχνήματα – όπως, ας πούμε, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού ότι δεν θα δεχτεί χρήματα από την κυρία Μέρκελ.

Σταδιακά, η αντιφατικότητα αυτή οδήγησε στην κατασκευή ενός σχήματος όπου όλα ήταν δυνατά: ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε, για παράδειγμα, πως η δανειακή σύμβαση ήταν ένα θέμα και τα Μνημόνια κάτι τελείως διαφορετικό, οπότε είχε τη δυνατότητα να απαλλάξει τη χώρα από τα Μνημόνια, διατηρώντας τη δανειακή σύμβαση εν ισχύι. Το απίστευτο αυτό μύθευμα χρησιμοποιήθηκε για να αποφευχθεί το ερώτημα της στάσης πληρωμών. Προφανώς, με τη δανειακή σύμβαση εν ισχύι, το χρέος θα αποπληρωνόταν κανονικά. Τώρα, το ερώτημα για ποιον λόγο οι δανειστές θα δέχονταν να δανείζουν τη χώρα κανονικά όσο αυτή θα καταργούσε τα Μνημόνια και θα προχωρούσε σε λογιστικό έλεγχο ώστε να αποδείξει ότι δεν οφείλει όσα της ζητούν ουδέποτε απαντήθηκε ικανοποιητικά.

Οσο η πιθανότητα να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση πλησίαζε, η κεντρική του ρητορική –αυτή που εκπορευόταν από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα και την ηγετική ομάδα γύρω του– επικεντρωνόταν περισσότερο στο ζήτημα του ευρώ, στη διαβεβαίωση δηλαδή ότι δεν θα κινδυνεύσει η θέση της χώρας στην ευρωζώνη. Πεισμένη από τα κυρίαρχα ΜΜΕ ότι η πλειοψηφία  της χώρας ακριβώς αυτό ήθελε, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ υποβάθμισε το συγκρουσιακό σενάριο –για το οποίο, έτσι κι αλλιώς, κανένα πραγματικό σχέδιο δεν είχε– και εξύφανε την υπόθεση εργασίας πως, αν μια κυβέρνηση είχε στ’ αλήθεια την πρόθεση να διαπραγματευτεί, τότε οι δανειστές θα οδηγούνταν σε σημαντικές παραχωρήσεις, μεταξύ των οποίων και η διαγραφή μέρους του χρέους. Από εκεί λοιπόν που η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ εννοούσε την αντιμετώπιση του χρέους ως κάποιου είδους κυρίαρχη κίνηση της χώρας, τώρα αυτή γινόταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Ανάλογα, μάλιστα, με την περίσταση, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν άλλοτε για διαγραφή κι άλλοτε για επιμήκυνση, άλλοτε για όλο το χρέος κι άλλοτε για μέρος του.

Διαπραγματεύσεις και συναινέσεις Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε τη συγκυβέρνηση με τους ΑΝ.ΕΛ., η υπόθεση του χρέους αναδείχτηκε ως κεντρικό σημείο της διαπραγμάτευσης  με τους δανειστές και του περίφημου  «έντιμου συμβιβασμού» που επεδίωκε. Ηδη στις προγραμματικές δηλώσεις του της 8ης Φεβρουαρίου 2015 ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τόνιζε: «Η Ελλάδα θέλει να εξυπηρετήσει το χρέος της. Εάν το ίδιο επιθυμούν και οι εταίροι μας, καλούνται να προσέλθουν στο τραπέζι του διαλόγου, για να αποφασίσουμε από κοινού τον τρόπο και τις τεχνικές που θα το καταστήσουν βιώσιμο. Η εικόνα ενός χρέους -που χθες ξεπέρασε το 180% του ΑΕΠ- δεν επιτρέπει την εξυπηρέτησή του. Αυτό προσπαθούμε να εξηγήσουμε. Το πρόβλημα του ελληνικού χρέους δεν είναι πρόβλημα τεχνικής φύσης. Δεν είναι ζήτημα τεχνικής υλοποίησης δεδομένων αποφάσεων. Είναι πρόβλημα πολιτικής φύσης και πολιτικών επιλογών. Οσο οι εταίροι επιμένουν στη λιτότητα τόσο το πρόβλημα του χρέους θα ανακυκλώνεται και θα επιδεινώνεται. Εάν συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι η λιτότητα είναι καταστροφική, η τεχνική λύση για την απομείωση και την αποπληρωμή του χρέους θα βρεθεί μέσα από διαπραγματεύσεις και συναινέσεις». Παρότι το αίτημα είχε πάρει πλέον τη μορφή της «απομείωσης» και η διαδικασία τη μορφή της «συναίνεσης», η ίδια η κυβέρνηση έθετε το ζήτημα του χρέους στο κέντρο της πολιτικής της. Παρασκηνιακά, ο Αλέξης Τσίπρας διαβεβαίωνε ότι επιθυμούσε παράλληλα να έχει στη διάθεσή του το «πολιτικό εργαλείο» του λογιστικού ελέγχου, το οποίο ανέλαβε να συγκροτήσει, ως «Επιτροπή Αλήθειας Δημοσίου Χρέους», η τότε πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου. Παρά τις διακηρύξεις της επιτροπής, η στήριξη από την κυβέρνηση ήταν χλιαρή και έβαινε μειούμενη, ενώ ολοένα μεγαλύτερα τμήματα του κομματικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ την απαξίωναν. Οταν η πολύμηνη διαπραγμάτευση οδήγησε στο τρίτο Μνημόνιο, δίχως την παραμικρή παραχώρηση από μέρους των δανειστών στο θέμα του χρέους, αυτό σήμανε και το τέλος αυτού του τελευταίου εναπομείναντος  στοιχείου της συγκρουσιακής φάσης του ΣΥΡΙΖΑ. Με τη διάσπασή του και την αποτυχία των διαφωνούντων βουλευτών του να επανεκλεγούν  τον Σεπτέμβριο του 2015, οποιαδήποτε υπόνοια ρήξης σχετικά με το δημόσιο χρέος εξορίστηκε από το κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό και ο νέος πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης, ενταφίασε σιωπηρά την επιτροπή μαζί με το πόρισμά της περί «παράνομου χρέους».

Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα του χρέους παρέμεινε κεντρικό στην ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ, με τον πρωθυπουργό να δηλώνει, μετά τη νέα εκλογική του νίκη, στις προγραμματικές δηλώσεις της 6ης Οκτωβρίου 2015: «Η ελληνική πλευρά θα προσέλθει στη συζήτηση αυτή με προτάσεις: επιμήκυνση πληρωμών, μείωση επιτοκίων και μετατροπή τους σε σταθερά, ρήτρα ανάπτυξης και μια μακρά περίοδο χάριτος».

Δυστυχώς, ούτε στην πρώτη, αλλά ούτε στη δεύτερη αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος επαληθεύτηκαν  οι προβλέψεις του πρωθυπουργού. Ο ίδιος, πριν από το «κρίσιμο» Eurogroup της 22ας Μαΐου, δήλωνε  σε δημοσιογράφους: «Τα μηνύματα που παίρνω είναι ότι θα έχουμε θετική έκβαση στις 22 Μαΐου. Μάλιστα, αυτά που ακούμε είναι τόσο θετικά -it’s too good to be true-, που μας κάνουνε και ανησυχούμε, σε βαθμό που θα αναγκαστώ να φορέσω και γραβάτα δηλαδή».

Λίγες ημέρες αργότερα, σε συνέντευξη Τύπου κατά την επίσκεψή του στο υπουργείο Εσωτερικών, τόσο ο τόνος όσο και το περιεχόμενο των δηλώσεών  του είχαν αλλάξει ριζικά: «Ο στρατηγικός στόχος είναι να μπορέσει η χώρα με το πέρας του 3ου Μνημονίου, δηλαδή  τον Αύγουστο του 2018, να δανείζεται από τις αγορές και κάτι τέτοιο είναι κοντά. Αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί,  είτε πάρουμε  μια λύση για το χρέος σαν αυτή που μας παρουσίασε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών  -και αρνηθήκαμε-, πόσω γε μάλλον με μία καλύτερη λύση, που διεκδικούμε  και διαπραγματευόμαστε».

Φυσικά, η «λύση» που πρότεινε ο Γερμανός υπουργός  Οικονομικών  είναι να μη γίνει τώρα τίποτε απολύτως  για το χρέος. Το γεγονός  ότι η κυβέρνηση  μοιάζει να συζητάει αυτή την πιθανότητα προσθέτει άλλη μία στη μακρά σειρά μεταλλάξεων που έχουν χαρακτηρίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, ως αντιπολίτευση  και ως κυβέρνηση στο ζήτημα του δημόσιου χρέους, που ο ίδιος εξαρχής είχε τοποθετήσει ως ακρογωνιαίο  λίθο της πολιτικής  του.