Μπορεί η πολιτική κουλτούρα του πολυτελούς φέουδου των Σαούντ να προκαλεί ανείπωτη φρίκη στους πολίτες του Δυτικού κόσμου, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τους πολιτικούς ηγέτες που βλέπουν με συνεργατική διάθεση τη Σαουδική Αραβία

Μέχρι Στιγμής, η πρόσφατη  διπλωματική ρήξη της Σαουδικής  Αραβίας με το Κατάρ, στις αρχές του Ιουνίου, δεν είχε ανθρώπινες απώλειες. Το εμπόριο, η ελεύθερη μετακίνηση και οι πτήσεις μεταξύ των δύο χωρών  έχουν κλείσει ερμητικά, αλλά δεν έχουν κοστίσει τη ζωή σε κανέναν  – τουλάχιστον  με άμεσο τρόπο. Η παραδειγματική βία της υπόθεσης εκτονώθηκε όλη πάνω σε καμήλες, συγκεκριμένα στις 15.000  καμήλες που είχαν ξεμείνει στο έδαφος της Σαουδικής Αραβίας, περιμένοντας την απέλασή τους και την επιστροφή τους στους ιδιοκτήτες τους στο Κατάρ. Στο μεταξύ, κρατήθηκαν για μέρες στα σύνορα, περιμένοντας τον επαναπατρισμό, στοιβαγμένες  ανά δεκάδες, χωρίς τροφή  και νερό. Επέστρεφαν  σταδιακά στους ιδιοκτήτες τους στο Κατάρ, ταλαιπωρημένες και αποδυναμωμένες, σύμβολα της ευρύτερης επιρροής της Σαουδικής Αραβίας στη Μέση Ανατολή και στον υπόλοιπο κόσμο.

Μπορεί να μοιάζει ακραίο -και μάλλον είναι-, αλλά σε γενικές  γραμμές η Σαουδική Αραβία δεν φείδεται τέτοιων υπερβολών τελευταία. Άλλωστε, ακόμα και στη ρήξη με το Κατάρ είχε δώσει αμέσως το σήμα για να κάνουν  το ίδιο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Υεμένη, η Αίγυπτος,  το Μπαχρέιν  και οι Μαλδίβες. Η κουστωδία  χωρών  που  ακολούθησε αστραπιαία στην απομόνωση της πατρίδας του δικτύου Al Jazeera  αποτυπώνει πλήρως τον καθοριστικό ρόλο της Σαουδικής  Αραβίας στα μεσανατολικά  πράγματα. Μέσω της παγκόσμιας  πετρελαϊκής υπεροχής της, μπορεί να χαράσσει μια αυτόνομη ατζέντα, με ελάχιστες δεσμεύσεις. Άλλωστε, ακόμα και πέρα από τη Μέση Ανατολή, το μόνο που ζητείται από εκείνη είναι η σύμπνοια  με τον αμερικανικό παράγοντα.

 

Διπλωματία των όπλων

Οι πόλεμοι  των ΗΠΑ μετά την 11η  Σεπτέμβρη δόθηκε ιδιαίτερη μέριμνα να μη θεωρηθούν εκδικητικοί. Αντιθέτως, με το έναυσμα που έδωσε η τότε «πρώτη κυρία», την εποχή  της εισβολής στο Αφγανιστάν, το αφήγημα των κυβερνήσεων προς τους Αμερικανούς πολίτες αφορούσε την «απελευθέρωση»  των αραβικών  χωρών  από τους καταναγκασμούς του Ισλάμ. Ωστόσο, σε μια τέτοια εκστρατεία πρωταρχικός στόχος θα ήταν μια χώρα σαν τη Σαουδική Αραβία, όχι μόνο για τη στάση της απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά κυρίως επειδή από την αποφράδα ημέρα του 2001  μέχρι σήμερα δεν σταματά να συνδέεται με την ίδια την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Ακόμα και τον περασμένο Μάρτιο έγινε προσφυγή στις αμερικανικές Αρχές, που ζητούσε τη διερεύνηση και την απόδοση ευθυνών για το γεγονός  ότι 15 από τους 19 αεροπειρατές  του 2001 ήταν Σαουδάραβες και η χρηματοδότησή τους ήρθε από σαουδαραβικά  κονδύλια, τα οποία ξεπλύθηκαν μέσω «φιλανθρωπικών» οργανώσεων, πριν φτάσουν στην «Αλ Κάιντα». Πέρυσι, δε, η έκθεση της αρμόδιας Επιτροπής  Διερεύνησης της 11ης Σεπτεμβρίου ενέπλεκε  στην επίθεση και έξι Σαουδάραβες διπλωμάτες, αναθεωρώντας προηγούμενο πόρισμα, που είχε βρει μόνο έναν εμπλεκόμενο.

Αντί αυτό να σημάνει τη ρήξη ή έστω την αποστασιοποίηση  των ΗΠΑ, ακολουθήθηκε από μια σύσφιξη των σχέσεων. Πριν από την πρόσφατη  επίσκεψή  του στο Ριάντ, ο Αμερικανός πρόεδρος,  Ντόναλντ Τραμπ, προανήγγειλε μια συμφωνία  πώλησης οπλικών  συστημάτων  ύψους  128 δισ. δολαρίων, η οποία θα ανέβαζε το συνολικό  ποσό  που  έχουν  αποσπάσει  οι ΗΠΑ στα 340 δισ. δολάρια – το μεγαλύτερο εξοπλιστικό συμβόλαιο όλων των εποχών. Το όφελος δεν θα περιοριζόταν στις άμεσες απολαβές. Στόχος του Ντ. Τραμπ ήταν να θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία ενός «αραβικού ΝΑΤΟ», στο οποίο η Σαουδική Αραβία θα είχε ηγετικό ρόλο, με τη μακροπρόθεσμη  στρατηγική  να αποβλέπει στην υποβάθμιση  του ρόλου του Ιράν στην περιοχή. Το μεγάλο αυτό σχέδιο φάνηκε  να κινεί υποψίες  σε πλήθος  αναλυτών, όπως  αυτούς του διεθνούς  think tank  Brookings, το οποίο χαρακτήρισε τη συμφωνία «fake news», καθώς τα δείγματα αυτής μέχρι στιγμής είναι ακαθόριστες υποσχέσεις σε επιστολές και οι φωτογραφίες της οικογένειας Τραμπ με τους Σαουδάραβες αξιωματούχους.  Άλλωστε, έχουν προηγηθεί διάφορες «συμφωνίες» οι οποίες έμειναν εν πολλοίς σε επίπεδο υποσχέσεων προς την αμερικανική κυβέρνηση. Το σχέδιο, πάντως, του «αραβικού ΝΑΤΟ», παρότι είχε έναν ένθερμο υποστηρικτή στο πρόσωπο  του Τραμπ, δεν αποτελεί δική του πατέντα. Αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια τον βασικό στόχο των ΗΠΑ για την περιοχή  και επιδιώχθηκε έντονα επί των ημερών  του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία και της Χίλαρι Κλίντον στο State Department. Ιδίως από τη στιγμή που κλιμακώθηκε  η αμερικανορωσική  διένεξη στη Μέση Ανατολή, στο πλαίσιο του «πολέμου δι’ αντιπροσώπων», οι ΗΠΑ ενίσχυσαν ποικιλοτρόπως τη Σαουδική Αραβία προκειμένου να καταστείλουν την επιρροή του φιλορωσικού Ιράν. Ένα αντίστοιχο εξοπλιστικό συμβόλαιο σαν αυτό που επιχείρησε να συνάψει τώρα ο Ντόναλντ Τραμπ είχε κάνει και η προηγούμενη κυβέρνηση. Με τη σταδιακή πτώση της τιμής του πετρελαίου, η κερδοφορία των Σαουδαράβων μειώθηκε αισθητά και η πλήρης αποπληρωμή των δόσεων εκκρεμεί ακόμα. Το γεγονός αυτό από μόνο του καθιστά αμφίβολη την προσπάθεια του Ντόναλντ Τραμπ να προχωρήσει  στον εξοπλισμό του «φίλου» των ΗΠΑ στην περιοχή.

 

Η συμμαχία του πετρελαίου

Οι ΗΠΑ πήραν από νωρίς ένα σκληρό μάθημα για τη δύναμη  της Σαουδικής  Αραβίας στα διεθνή  πράγματα.  Εν έτει 1973, ο μεγαλύτερος «πονοκέφαλος» που αντιμετώπισαν οι Αμερικανοί ιθύνοντες της εξωτερικής πολιτικής στα χρόνια  του Ψυχρού Πολέμου δεν ήρθε από κάποια λατινοαμερικανική ή αφρικανική χώρα σοβιετικής  επιρροής,  αλλά από μια φονταμενταλιστική θεοκρατία, η οποία ανήκε στους ευρύτερους συμμάχους της. Ο OPEC κήρυξε  εμπάργκο στη Δύση  ως αντίποινα για την αμερικανική εμπλοκή στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, όπου οι ΗΠΑ ενίσχυσαν  το Ισραήλ ενάντια στη Συρία και την Αίγυπτο, συμμάχους των χωρών του OPEC. Το σοκ στην αμερικανική  οικονομία  ήταν  τόσο μεγάλο, ιδίως από τη στιγμή που συνέπεσε  με την παράλληλη κατάρρευση  του Dow Jones, ύστερα από την κατάργηση του Bretton Woods από τον Νίξον, που εξανάγκασε τις ΗΠΑ σε άτακτη υποχώρηση από το συριακό μέτωπο.

Η πετρελαϊκή κρίση οδήγησε  σε μια αναδιάταξη του μεσανατολικού χάρτη συμμαχιών.  Παρότι το Ιράν και η Σαουδική Αραβία βρίσκονταν στον ίδιο χάρτη αμερικανικής επιρροής,  τα επόμενα  χρόνια η Σαουδική  Αραβία έλαβε δυσανάλογα μεγάλες ενισχύσεις  σε επίπεδο οπλισμού από  τις ΗΠΑ, σε σημείο  που  ξεπέρασε ακόμα και τα υπέρογκα εξοπλιστικά συμβόλαια του Ισραήλ, ενώ το Ιράν περνούσε σταδιακά στον κύκλο επιρροής των Σοβιετικών. Επίδικο ήταν και θα παραμείνει έκτοτε ο έλεγχος  του Περσικού Κόλπου και στους δύο πόλους  της σύγκρουσης θα είχαν τον πρώτο λόγο ο αμερικανικός και ο ρωσικός παράγοντας. Ήταν η αρχή μιας μακράς αποσταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής, που συνεχίζει μέχρι σήμερα. Η Σαουδική Αραβία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στον ανασχεδιασμό του χάρτη, ο οποίος φαίνεται  να καθορίζει τις εξελίξεις, με τα γνωστά αποτελέσματα. Ωστόσο, σήμερα το μέλλον της Σαουδικής Αραβίας στη διεθνή  σκακιέρα μοιάζει κάπως  αβέβαιο. Οι σπασμωδικές κινήσεις της έχουν στο φόντο τη σταδιακή υποβάθμιση της πετρελαϊκής υπεροχής, έναντι  άλλων  ενεργειακών επιλογών, πιο φιλικών προς το περιβάλλον – επιλογών που δεν αρέσουν ιδιαίτερα στον νυν πρόεδρο  των ΗΠΑ. Η αγαστή σύμπνοια της αμερικανικής πλευράς  με τη Σαουδική Αραβία υπονομεύθηκε στα χρόνια του Ομπάμα με την προσπάθειά του να στραφεί στο φυσικό αέριο, άλλο αν τιθασεύτηκε προσωρινά με τα εξοπλιστικά  συμβόλαια. Την επομένη του πολέμου στη Συρία είναι σχεδόν  βέβαιο ότι η Μέση Ανατολή θα μοιάζει διαφορετική, ενδεχομένως και με νέους παίκτες να διεκδικούν ρόλο. Εκεί, το αγαπημένο παιδί της δυτικής  διπλωματίας θα έχει πίσω του χρωστούμενα στις ΗΠΑ, μια παρακαταθήκη χρηματοδότησης  του εξτρεμισμού, έναν αέναο «πονοκέφαλο» που δημιουργεί στους δυτικούς συμμάχους του όταν καλούνται να υπερασπιστούν αυτές τις σχέσεις, μια μόνιμη αστάθεια στη στάση προς τους γείτονές του και ένα ατού στο πετρέλαιο, που έχει παίξει εκβιαστικά στο παρελθόν,  το οποίο χάνει σταδιακά τη δύναμή  του. Με αυτά τα δεδομένα, μοιάζει σχεδόν βέβαιο ότι το σενάριο  μιας σταθεροποιημένης Μέσης Ανατολής  δύσκολα θα έδινε κάποιον  προνομιακό ρόλο ξανά στη Σαουδική Αραβία.