WHISTLEBLOWER: Πρόσωπο που αποκαλύπτει πληροφορίες ή δραστηριότητες δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών που θεωρούνται παράνομες, ανήθικες ή εσφαλμένες. Την εποχή της πλήρους διασύνδεσης και της ευκολίας που φέρνει στις παρακολουθήσεις, οι whistleblowers είναι οι άνθρωποι που επέτρεψαν στο κοινό να προβληματιστεί για τον νέο τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος και για το πόσο ασφαλής πρέπει να νιώθει καθένας μέσα σε αυτόν. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους, οι αποκαλύψεις του Τζούλιαν Ασάνζ και του Εντουαρντ Σνόουντεν ήταν αυτές που οδήγησαν σε ένα βίαιο ξύπνημα, που γέννησε νέες απαιτήσεις προστασίας της ιδιωτικότητας, οι οποίες πήραν τη μορφή άλλοτε πιέσεων προς τις πολιτικές ηγεσίες και άλλοτε δημιουργίας των συνθηκών ενός πιο «ασφαλούς» Διαδικτύου.
Έντουαρντ Σνόουντεν
Μέχρι το τέλος της θητείας του, ακόμα και ο «προοδευτικός» Μπαράκ Ομπάμα αρνήθηκε επανειλημμένα και πεισματικά να δώσει χάρη στον Έντουαρντ Σνόουντεν. Ο 33χρονος πληροφορικάριος πέρασε όλη την επαγγελματική του σταδιοδρομία δουλεύοντας για τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και την κυβέρνηση, πριν αποφασίσει ότι η δημοσίευση των «κακοτοπιών» ήταν πιο σημαντική από την ατομική του ανέλιξη. Τα χιλιάδες έγγραφα που απέσπασε από την NSA αποκάλυψαν ένα τρομακτικού εύρους δίκτυο παρακολουθήσεων εντός κι εκτός των αμερικανικών συνόρων, το οποίο είχε διογκώσει κατά πολύ τις ήδη προβληματικές πρακτικές που ακολουθούσαν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, ο Σνόουντεν θεωρήθηκε από προδότης έως τρομοκράτης, με τους πιο ηχηρούς εκπροσώπους του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος να ζητούν την άμεση καταδίκη του.
Τον Μάιο του 2013, ο Σνόουντεν ζήτησε άδεια από την αμερικανική κυβέρνηση και ταξίδεψε στο Χονγκ Κονγκ. Από εκεί άρχισε να διαρρέει τα έγγραφα της NSA σε δημοσιογραφικά μέσα του κόσμου, από τον βρετανικό «Guardian» μέχρι το γερμανικό «Der Spiegel». Σύμφωνα με τον ίδιο, είχε σκεφτεί να κάνει τη διαρροή ήδη από το 2008, αλλά πίστευε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα θα κατάφερνε να βάλει ένα τέλος στην ασυδοσία των μυστικών υπηρεσιών, η οποία επόπτευε από διαδικτυακά βίντεο γκέιμς μέχρι φιλανθρωπικούς οργανισμούς κι από τις οικογενειακές αλληλογραφίες απλών ανθρώπων μέχρι την πολιτική επικοινωνία αρχηγών κρατών. Λίγους μήνες μετά την αποκάλυψη, ο Σνόουντεν ταξίδεψε από το Χονγκ Κονγκ στη Μόσχα, όπου μένει μέχρι σήμερα, έχοντας λάβει άσυλο μέχρι το 2020.
Τζούλιαν Ασάνζ
«Τα Wikileaks περπατούν σαν μια εχθρική υπηρεσία πληροφοριών και μιλούν σαν μια εχθρική υπηρεσία πληροφοριών», έλεγε πρόσφατα ο διοικητής της CIA, Μάικ Πομπέο. Ήταν η πολλοστή φορά την τελευταία δεκαετία που κυβερνητικό πρόσωπο καταφέρθηκε εναντίον του οργανισμού που ίδρυσε ο χάκερ Τζούλιαν Ασάνζ το 2006, μέσω του οποίου έχει προβεί σε απανωτές αποκαλύψεις κυβερνητικών εγγράφων, στο περιεχόμενο των οποίων υπήρχαν μέχρι και στοιχεία για εγκλήματα πολέμου. Ο Ασάνζ έγινε ένας συνεχής πονοκέφαλος για την κυβέρνηση Ομπάμα και από το 2012 ζει στην πρεσβεία του Εκουαδόρ στο Λονδίνο, όπου του έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο.
Ο διοικητής της CIA έχει κάθε λόγο να είναι εκνευρισμένος με τον Τζούλιαν Ασάνζ και τα Wikileaks. Από τις 7 Μαρτίου, τα Wikileaks έχουν αρχίσει να δημοσιεύουν υπό την επωνυμία «Vault 7» χιλιάδες απόρρητα έγγραφα της υπηρεσίας πληροφοριών. Το περιεχόμενο αυτών αφορά τις τακτικές που χρησιμοποιεί ο οργανισμός για παρακολουθήσεις στον κυβερνοχώρο.
Στη διάθεση της CIA βρίσκεται ένα τρομερό οπλοστάσιο από εργαλεία που μπορούν να παρακάμψουν την ασφάλεια σε κινητά τηλέφωνα, έξυπνες τηλεοράσεις, υπολογιστές και άλλες συσκευές που συνδέονται στο Διαδίκτυο, ενώ αποκαλύφθηκε ότι οι εταιρείες που κατασκεύαζαν το λογισμικό αυτών των συσκευών είχαν αθετήσει τη δέσμευση να ενημερώνουν το κοινό με το που εντοπίζουν αδυναμίες στα προϊόντα τους.
Στα τέλη του Μαρτίου, ο Ασάνζ δήλωνε ότι το υλικό που έχει δημοσιευθεί αποτελεί μόνο το 1% των πληροφοριών που κατάφεραν να αποσπάσουν από τη CIA. Το «Vault 7» συνεχίζει να δημοσιεύεται σε συνέχειες, ενώ ο ιδρυτής των Wikileaks πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο «When Google Met Wikileaks», όπου χαρτογραφούσε τις σχέσεις των μεγάλων εταιρειών πληροφορικής με τις υπηρεσίες πληροφοριών και τον Στρατό των ΗΠΑ