Το ζήτημα των παρακολουθήσεων και των υποκλοπών ήρθε στο προσκήνιο και με τις διάφορες δικαστικές υποθέσεις και έρευνες των τελευταίων ετών που αφορούν τον χώρο του ποδοσφαίρου, υποθέσεις που έχουν προκαλέσει περισσότερο θόρυβο από ό,τι πραγματικά βήματα στη διαφάνεια και στην εξυγίανση αυτού του χώρου.
Οι υποθέσεις αυτές έχουν πάρει τη μορφή κυλιόμενων και αλληλοσυνδεόμενων δικογραφιών, καθώς πριν ολοκληρωθεί η προηγούμενη προκύπτει η επόμενη, με λίγο παραλλαγμένη θεματολογία, ενώ παράλληλα γίνεται μεγάλη προσπάθεια να διασυνδεθούν αυτές οι υποθέσεις με άλλες υποθέσεις μεγάλης κοινωνικής και ηθικής απαξίας. Οι παρακολουθήσεις και προϊόντα υποκλοπών κυριαρχούν σε αυτές τις υποθέσεις. Αυτό αφορά και τις «νόμιμες» υποκλοπές, αυτές που τα αρμόδια όργανα της ΕΥΠ κάνουν ύστερα από σχετικές εντολές, αλλά και τις υποκλοπές που γίνονται με «ιδιωτικό» τρόπο, είτε μιλάμε για εξοπλισμό παρακολουθήσεων που χρησιμοποιούν σχετικά αυτονομημένα δίκτυα εντός της ΕΥΠ (που έχουν καταγγελθεί ότι χρησιμοποιούν τα περίφημα «βαλιτσάκια» για την εξυπηρέτηση ακόμη και ιδιωτικών συμφερόντων), είτε για ανθρώπους τυπικά εκτός υπηρεσιών, είτε για παρακολουθήσεις στην «γκρίζα ζώνη» ανάμεσα στις νόμιμες παρακολουθήσεις, τις «ιδιωτικές» δουλειές και τις διάφορες διασυνδέσεις με ξένες υπηρεσίες ασφαλείας.
Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει ένας εντυπωσιακός όγκος προϊόντων παρακολούθησης, που εμφανίζεται κατά το δοκούν. «Συνομιλίες» που τυπικά συνδέονται με τη διερεύνηση μιας υπόθεσης εμφανίζονται συσχετισμένες με περισσότερες δικογραφίες, συχνά και με διαφορετική «ερμηνεία» και «σημασιοδότηση». Παρακολουθήσεις που εκ πρώτης όψεως θα έπρεπε να είχαν ήδη συμπεριληφθεί εμφανίζονται αργότερα. Ασάφεια ως προς την προέλευση και τον τρόπο που «ενσωματώνονται» και μεγάλα ποσοστά αυθαιρεσίας ως προς την ανάλυσή τους. Προανακριτικό υλικό που αναλαμβάνει εκ των υστέρων να κάνει τις απαραίτητες συσχετίσεις. Πάνω από όλα, το πιο βασικό είναι η χρήση αυτών των προϊόντων παρακολούθησης. Είναι σαφές ότι δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με μια προσπάθεια διερεύνησης, ιδίως εάν αναλογιστούμε πόσοι απαλλάσσονται τελικά. Η βασική λειτουργία αυτών των προϊόντων παρακολούθησης είναι να διαρρεύσουν στον Τύπο και να αποκτήσουν δημοσιότητα.
Με αυτό τον τρόπο είδαμε τα τελευταία χρόνια μια ολόκληρη βιομηχανία διαρροών, δημοσιευμάτων και εκπομπών. Έντυπα, ιστοσελίδες και τηλεοπτικά κανάλια με συστηματικό τρόπο έπαιρναν αποσπάσματα από δικογραφίες και έρευνες, φρόντιζαν να βάλουν τους απαραίτητους τίτλους («Μίλησε ο “κοριός” της ΕΥΠ και πάλι» κ.λπ.) και, φυσικά, ερμήνευαν κατά το δοκούν τα σχετικά αποσπάσματα, παρουσιάζοντας συχνά και με πλεόνασμα φαντασίας συνωμοσίες, «ερμηνεύοντας» τις αναφορές, συνδέοντας υποθέσεις άσχετες μαζί τους. Μικρή σημασία έχει εάν στο τέλος αναγκάζονται να επανορθώσουν ή, π.χ., ότι υπάρχουν κανάλια και δημοσιογράφοι που έχουν σωρεύσει ικανό αριθμό καταδικαστικών αποφάσεων για παράνομη χρήση υλικού από δικογραφίες και έρευνες σε εξέλιξη. Το βασικό είναι ότι στο μεταξύ «η δουλειά είχε γίνει», η κοινή γνώμη είχε σχηματίσει μια σαφώς υπαγορευμένη «γνώμη» και η δημοσιότητα είχε διαμορφωθεί ως προς τα συγκεκριμένα θέματα με βάση τις προτεραιότητες που είχαν όσοι επέλεξαν αυτή τη μέθοδο διαμόρφωσης αθλητικών και, σε τελική ανάλυση, επιχειρηματικών συσχετισμών. Μέθοδος που μπορεί να εξυπηρετήσει διάφορες στοχοθεσίες: να σπιλώσει και έτσι να μειώσει, να απειλήσει και να εκβιάσει, αλλά και να εξωθήσει τη Δικαιοσύνη να συνεχίσει να συντηρεί μια ανακριτική διελκυστίνδα ακόμη και εκεί όπου τα στοιχεία παραπέμπουν προς το αντίθετο.
Όχι προφανώς από κάποια διάθεση «κάθαρσης» (κάτι τέτοιο θα έβαζε στο στόχαστρο πρώτα και κύρια τους εμπνευστές τέτοιων μεθοδεύσεων και θα διακύβευε συνολικότερες επιχειρηματικές και πολιτικές ισορροπίες), αλλά εκμετάλλευσης της συνθήκης ομηρίας που τέτοιες πρακτικές διαμορφώνουν