Μετά τις πρόσφατες γαλλικές εκλογές, είναι η σειρά της Μεγάλης Βρετανίας να κάνει εκλογές, όντας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Οι ψηφοφόροι που θα καταφύγουν στις κάλπες στις 8 Ιουνίου θα βλέπουν στους δρόμους να περιπολεί πλάι στην Αστυνομία και ο Στρατός, εικόνα πρωτόγνωρη για τα βρετανικά δεδομένα.
Η επιλογή της Μέι να καταφύγει στις κάλπες έδειχνε λογική πριν από δύο μήνες: Έχοντας απέναντί της ένα Εργατικό Κόμμα που αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα ταυτότητας, με τον Κόρμπιν να αμφισβητείται ευθέως από την εσωκομματική αντιπολίτευση, το ματς έμοιαζε με υγιεινό περίπατο και η πιθανότητα της άνετης επικράτησης σχεδόν σίγουρη.
Ένα τέτοιο σενάριο, μαζί με την ευρωστία της βρετανικής οικονομίας, θα έκανε τον οδικό χάρτη για το Brexit ευκολότερο και, σίγουρα, πιο ήπιο, επιτρέποντας τον περιορισμό των ακραίων ευρωσκεπτικιστών.
Οι τροπές, ωστόσο, της προεκλογικής εκστρατείας και τα σκαμπανεβάσματα στις δημοσκοπήσεις ως προς την τελική διαφορά κλυδωνίζουν τελευταία τη στερλίνα, χαροποιώντας απομονωτιστές και σκληρούς ευρωσκεπτικιστές, που ελπίζουν σε μια «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση».
Στο φόντο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τη Σκωτία. Έντονα ευρωπαϊστές, οι Σκώτοι εθνικιστές είναι έτοιμοι να ξαναδοκιμάσουν την τύχη τους σε ένα δημοψήφισμα, χωρίζοντας τον δρόμο τους από τους αναδιπλωμένους στο Νησί Βρετανούς.
Η Μέι βρίσκεται έτσι μπροστά στο παράδοξο να ελπίζει ότι τα φοβικά αντανακλαστικά που ακολούθησαν την επίθεση στο Μάντσεστερ θα της επιτρέψουν να διευρύνει το προβάδισμά της, για να ισχυροποιήσει τη θέση της, οδηγώντας τη χώρα σε μια μετριοπαθή έξοδο από την Ε.Ε., που θα διατηρήσει τη Σκωτία στο Βασίλειο.