Από το 2010, το χρέος αποτελεί μαζί με τα Μνημόνια το κεντρικότερο ίσως μοτίβο της δημοσιότητας. Η αναθεώρηση των ελλειμμάτων που κατέστησαν το χρέος μη βιώσιμο άνοιξε τον δρόμο για όλο το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας. Πάνω στο υπέρογκο χρέος κτίστηκαν τα ιδεολογήματα περί «ζωής πάνω από τις δυνάμεις», τα οποία υποβάσταξαν τη μνημονιακή λαίλαπα επτά χρόνων έως τώρα. Η κατασκευή του χρεωμένου υποκειμένου θα αποτελέσει την προϋπόθεση της φυσικοποίησης μιας πολιτικής που θα μπορούσε να είναι διαφορετική.
Στον βαθμό που η προέλευση του χρέους δεν είναι φυσική, αλλά αποτελεί τη συσσωμάτωση διαφορετικών επιλογών, πολλές από τις οποίες, πέραν της νομιμότητας και της ηθικής τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά, προέκυψαν αιτήματα ελέγχου ή και αναδιάρθρωσης του χρέους, ώστε να μην καταρρεύσει το σύστημα. Η δεξιά λύση αποκρυσταλλώθηκε στις δύο αναδιαρθρώσεις του χρέους του 2012. Το μοτίβο ήταν στον πυρήνα της πολιτικής των Μνημονίων: βασική μέριμνα υπήρξε η προάσπιση των συμφερόντων των πιστωτών και στόχος η εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων. Διόλου τυχαία, το αποτέλεσμα υπήρξε αντίστροφο από τις προσδοκίες: το χρέος συνέχισε να μεγαλώνει.
Στα αριστερά, με επίκληση της διεθνούς εμπειρίας διαγραφής δημόσιου χρέους, όπως π.χ. στον Ισημερινό, τέθηκε επί τάπητος ο λογιστικός έλεγχος. Αν και ισχυρό αίτημα αρχικά, στην πορεία των ετών, και όσο ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυροποιούσε τη θέση του, ερχόμενος τελικά στην εξουσία, το πολιτικό αίτημα του λογιστικού ελέγχου εκφυλίστηκε σε ένα απλό νομικό αίτημα, που επαναλαμβάνεται ad nauseam από μικρές πολιτικές δυνάμεις.
Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, επιμένει να ζητά «κούρεμα» του χρέους, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποιο σαφές σχέδιο για το πώς θα γίνει αυτό. Αντίθετα, το αενάως ελευσόμενο «κούρεμα», που ωστόσο ποτέ δεν έρχεται, λειτουργεί ως το ιδεολογικό άλλοθι για την εφαρμογή των μνημονιακών μεταρρυθμιστικών πολιτικών.