Στην αυγή του 21ου αιώνα, η εποχή της ψυχροπολεμικής κατασκοπείας έχει δώσει τη θέση της στην πανταχού παρούσα ψηφιακή παρακολούθηση
Οι περισσότερες συσκευές στον πλανήτη συνδέονται πια με το Διαδίκτυο κι όσες δεν συνδέονται ετοιμάζονται να συνδεθούν. Η κατάσταση αυτή είναι πλέον γνωστή με το όνομα «Ιντερνετ των Πραγμάτων», όρος που αναφέρεται σε μια αλληλοδιασύνδεση της τεχνολογίας, στη ζωντανή καταγραφή πληροφοριών και τη διάδοση των wireless δικτύων. Εν αντιθέσει με παλιότερες εποχές, τα δεδομένα δεν είναι πια αρχειακές καταχωρίσεις σε φόρμες που μπαίνουν σε φακέλους και φυλάσσονται σε υπόγεια. Παράγονται συνεχώς από όλον τον πλανήτη και έχουν πάντα ένα ψηφιακό ίχνος, που τις περισσότερες φορές μπορεί να ανασυρθεί υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Από τις γκαραζόπορτες μέχρι τους εγκεφάλους αυτοκινήτων κι από τις δορυφορικές καταγραφές μέχρι τις δημοσιεύσεις στα κοινωνικά δίκτυα, το τεχνολογικό περιβάλλον της καθημερινότητας καθιστά αχρείαστους τους ψυχροπολεμικούς κατασκόπους των ταινιών της δεκαετίας του 1970. Οι παρακολουθήσεις γίνονται πια από την ασφάλεια και την απομόνωση του γραφείου, με μόνο εργαλείο μια οθόνη υπολογιστή. Η ιδιωτικότητα θεωρείται από πολλούς σχεδόν καταργημένη και οι παρακολουθήσεις μπορούν αυτοστιγμεί να βρουν τα πάντα, είτε ανασύροντας από βάσεις δεδομένων τις κινήσεις απλών πολιτών είτε καταγράφοντας σε ζωντανό χρόνο τις δραστηριότητες αρχηγών κρατών.
Τα μυστικά των φίλων
«Η κατασκοπεία μεταξύ φίλων δεν μπορεί να είναι ποτέ αποδεκτή», είχε δηλώσει η καγκελάριος της Γερμανίας, Άγκελα Μέρκελ, τον Οκτώβριο του 2013. Οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν βρει ενδείξεις ότι οι Αμερικανοί συνάδελφοί τους στην NSA ήταν πιθανόν να είχαν παραβιάσει και να παρακολουθούσαν το κινητό τηλέφωνο της ισχυρότερης πολιτικού στην Ευρώπη. Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, αυτοπροσώπως, αλλά και η κυβέρνησή του αρνήθηκαν ότι κάτι τέτοιο πράγματι συνέβαινε.
Ωστόσο, οι έρευνες προχώρησαν, φτάνοντας στον περασμένο Φεβρουάριο, όταν η καγκελάριος κατέθεσε μπροστά σε ειδική επιτροπή της Βουλής που διερευνούσε την υπόθεση. Παρότι ενδείξεις υπήρχαν ότι όχι μόνο η παρακολούθηση ήταν πραγματική, αλλά και ότι έλαβε χώρα με τη βοήθεια της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών BND, η έρευνα σταμάτησε. Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές στον Τύπο, αυτό συνέβη επειδή το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας ανεπάρκειας της Μέρκελ και της κυβέρνησής της να προστατευτούν από την έκθεση στην αμερικανική κατασκοπεία θα ήταν τεράστιο, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι αιτία της συμφιλίωσης ήταν η προστασία των γερμανο-αμερικανικών σχέσεων, που δοκιμάζονται υπό τη νέα προεδρία των ΗΠΑ.
Έτσι, στοιχεία τα οποία φαίνονταν ιδιαίτερα ενοχοποιητικά, όπως ντοκουμέντα γραπτής επικοινωνίας της Άγκελα Μέρκελ με αρχηγούς κρατών στη Μέση Ανατολή, τα οποία αλίευσε η ομάδα των Wikileaks από αμερικανικές βάσεις δεδομένων και ενέταξε σε ειδική αναφορά σχετικά με το ζήτημα, αγνοήθηκαν πλήρως. Η πορεία της έρευνας έδειξε ότι το ενδιαφέρον των Αμερικανών δεν στρεφόταν μόνο κατά πολιτικών προσώπων της Γερμανίας. Ενδείξεις υπήρχαν ότι εκτεινόταν και στον Τύπο, παραβιάζοντας θεμελιακές ελευθερίες και δημοκρατικές αξίες – και εκεί η συνδρομή της BND φαινόταν ακόμα μεγαλύτερη. Υψηλόβαθμο στέλεχος της γερμανικής υπηρεσίας κατηγορήθηκε από στελέχη της CIA ότι άφηνε να διαρρέουν εμπιστευτικές πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης. Ο τρόπος με τον οποίο η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών μπορούσε να έχει γνώση αυτού του πράγματος ήταν απλός: Είχε καταφέρει να υποκλέψει συνομιλίες του Χανς- Γιόζεφ Βόρμπεκ με δημοσιογράφους.
Αντί η υποκλοπή πληροφοριών να δημιουργήσει διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών, αντίθετα, τα προϊόντα υποκλοπής των μυστικών υπηρεσιών μιας ξένης χώρας στους κόλπους των ομολόγων τους στη Γερμανία τέθηκαν υπ’ όψιν της καγκελαρίας και οδήγησαν στην απομάκρυνση του Βόρμπεκ από την ενεργό δράση και στην τοποθέτησή του σε θέση βιβλιοθηκονόμου.
Το θέμα πιθανώς να μην είχε φτάσει ποτέ στη δημοσιότητα, γλυτώνοντας την Άγκελα Μέρκελ από το πολιτικό κόστος, αν δεν είχε συμπεριληφθεί στις διαρροές του πρώην συνεργάτη της NSA Εντουαρντ Σνόουντεν. Το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel», που ανακίνησε πρώτο το θέμα, αποφαινόταν το 2015: «Καθίσταται ολοένα και πιο σαφές ότι η γερμανική κυβέρνηση έκανε τα στραβά μάτια, στην καλύτερη περίπτωση, όταν οι Αμερικανοί παραβίαζαν τον νόμο• στη χειρότερη, τους υποστήριξε».
Ο άνθρωπος από τη Γαλλία
Η Άγκελα Μέρκελ δεν φαίνεται να ήταν η μόνη αρχηγός κράτους που έπεσε θύμα των αμερικανικών Αρχών. Το 2015, η ομάδα των Wikileaks αλίευσε και πάλι από τις αμερικανικές βάσεις δεδομένων υποκλαπείσες συνομιλίες, όχι μόνο του Φρανσουά Ολάντ, αλλά και των δύο προκατόχων του, των Νικολά Σαρκοζί και Ζακ Σιράκ. Οι αποκαλύψεις έδειχναν ότι υπήρχε μια συστηματική παρακολούθηση της πολιτικής ηγεσίας της Γαλλίας –του «παλαιότερου συμμάχου των ΗΠΑ», σύμφωνα με τον Μπαράκ Ομπάμα–, η οποία κάλυπτε τουλάχιστον τα τελευταία 12 χρόνια.
Όπως είναι φυσικό, ο Λευκός Οίκος αρνήθηκε ότι είχε συμμετοχή σε οποιαδήποτε τέτοια δράση, με τον εκπρόσωπο Τύπου να δηλώνει ότι «δεν προβαίνουμε σε επιχειρήσεις παρακολούθησης στο εξωτερικό, εκτός αν έχουν ανακύψει συγκεκριμένα και επικυρωμένα ζητήματα ασφαλείας. Αυτό αφορά εξίσου τους ηγέτες κρατών παγκοσμίως, αλλά και τους απλούς πολίτες».
Η δήλωση του Νεντ Πράις δεν φαίνεται να αληθεύει. Εκτός από το γεγονός ότι η παρακολούθηση των Γάλλων ερχόταν να προστεθεί στην υπόθεση της Αγκελα Μέρκελ, ακόμα δύο υποθέσεις υποκλοπών από αρχηγούς κρατών είχαν έρθει στο φως στο ενδιάμεσο. Το βραζιλιάνικο κανάλι Globo, μελετώντας τον όγκο των δεδομένων που είχε αφήσει να διαρρεύσει ο Εντουαρντ Σνόουντεν, είχε διαπιστώσει ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών είχαν υποκλέψει συνομιλίες όχι μόνο του προέδρου του Μεξικού, Πένια Νιέτο, αλλά και του προκατόχου του, Φελίπε Καλδερόν. Παράλληλα, αποκαλύφθηκε ότι οι υποκλοπές εκτείνονταν και στη Γραμματεία Δημόσιας Τάξης της χώρας, η οποία συνιστά την επιβλέπουσα πολιτική Αρχή για τη δίωξη των καρτέλ ναρκωτικών και τράφικινγκ που κυριαρχούν στη γειτονική των ΗΠΑ χώρα. Οι αποκαλύψεις του βραζιλιάνικου καναλιού αφορούσαν και τη δική του χώρα, καθώς στις υποκλοπές υπήρχαν και μηνύματα από την προσωπική αλληλογραφία της προέδρου της Βραζιλίας, Ντίλμα Ρούσεφ. Στις κατηγορίες, η αμερικανική κυβέρνηση απάντησε ότι «σε μία σχέση μεταξύ γειτόνων και συνεργατών δεν υπάρχει θέση για κατηγορίες που βασίζονται σε εικασίες». Ξανά, βέβαια, τα ντοκουμέντα ήταν εξόχως ικανοποιητικά.
Τα δεδομένα των παρακολουθήσεων Από τη στιγμή που οι Αρχές των ΗΠΑ διαψεύδονται κάθε φορά που κατηγορούνται για παρακολούθηση αρχηγών κρατών, είναι αναμενόμενο το ίδιο να συμβαίνει και με τις περιπτώσεις απλών πολιτών. Για τους πολίτες της Γαλλίας, η εφημερίδα «Le Monde» μίλησε για παρακολουθήσεις «μεγάλης κλίμακας», επεξεργαζόμενη τις διαρροές του Σνόουντεν. Μεταξύ αυτών υπήρχε και ένα γράφημα το οποίο έκανε λόγο για 3 εκατομμύρια υποκλοπές ημερησίως από την NSA κατά μέσο όρο.
Η αμερικανική εφημερίδα «Washington Post», κλείνοντας μία τετράμηνη έρευνα επί του υλικού του Σνόουντεν, κατέληξε σε ανησυχητικά αποτελέσματα. Οπως αποδείχθηκε, 9 στους 10 ανθρώπους που κατέληξαν να παρακολουθούνται από την NSA δεν ήταν οι στόχοι για τους οποίους είχε εγκριθεί από τις Αρχές να παρακολουθούνται, αλλά παράπλευρες «απώλειες», που τυχαία διασταυρώθηκαν με τις έρευνες. Στο υλικό που είχε υποκλαπεί είχαν παρθεί από χρήστες τα ερωτικά τους μηνύματα, τα οικογενειακά τους προβλήματα, οι φωτογραφίες των παιδιών τους, τα ιατρικά τους δεδομένα και οι πληρωμές λογαριασμών που έκαναν. Για τη μαζική κλίμακα παρακολουθήσεων που έχουν στήσει οι ΗΠΑ, τα δεδομένα δεν φιλτράρονται, αλλά αλιεύονται παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι αν οι άνθρωποι που υπόκεινται σε αυτές τις μαζικές παραβιάσεις της ιδιωτικότητας δεν εμπλέκονται καν ως ύποπτοι σε έκνομες πράξεις. Παρότι η «Washington Post» έθιγε τα ζητήματα της ανεπαρκούς εποπτείας της υπηρεσίας, της απροθυμίας να υπάρξει έλεγχος των δραστηριοτήτων της και κάποιων νομικών «παραθύρων» που ευνοούν τη δράση της, πιο τρομακτικό απ’ όλα φάνηκε να είναι η δίοδος μέσω της οποίας η NSA καταφέρνει να έχει πρόσβαση στα δεδομένα των χρηστών: τα «ανύποπτα» πράγματα που έκαναν στους υπολογιστές τους, όπως το να βλέπουν αγώνες ποδοσφαίρου και διαδικτυακή τηλεόραση ή να μπαίνουν σε σελίδες με διαφημίσεις. Ολα αυτά είναι γνωστά επειδή ένας πρώην συνεργάτης της NSA αποφάσισε να αφήσει να διαρρεύσει το υλικό που είχε στη διάθεσή του. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι οι υπόλοιπες υπηρεσίες πληροφοριών των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου έχουν διαφορετικές πρακτικές ή διαθέσεις στο ζήτημα των παρακολουθήσεων.