Η στιγμή που ο Νίκος Χριστοδουλάκης  αντικαθιστά τον Γιάννο Παπαντωνίου στην ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών είναι κομβική. Όχι μόνο γιατί αποτελεί τη στιγμή της μετάβασης στην «εποχή του ευρώ», την έναρξη των μεγαλείων που έμελλε να απολήξουν σε καταστροφή, αλλά και γιατί σηματοδοτεί την έναρξη μιας περιόδου  που διαρκεί έως σήμερα και σημαίνει την πρόταξη των τεχνοκρατών έναντι των πολιτικών στην ηγεσία του οικονομικού επιτελείου.

Οι δύο αυτές διαστάσεις αλληλοεμπλέκονται. Το διάστημα αυτό χαρακτηρίζεται από μια διαδοχή προβλέψεων και δηλώσεων που διαψεύδονται.

Τα οικονομικά  σχέδια και οι προσδοκίες  αποδεικνύονται επί χάρτου και οι «τσάροι» της οικονομίας  βρίσκονται εκτεθειμένοι απέναντι στην κοινωνία και στον ίδιο τους τον εαυτό. Η υπερβολική αισιοδοξία που διαπερνά αυτές τις προβλέψεις εδράζεται στην πίστη ότι τα οικονομικά  αποτελούν μια σκληρή επιστήμη, όπου η εφαρμογή των πορισμάτων επικάθεται στην κοινωνία σαν σε πολιτικό κενό.

Είναι η κρίση που έρχεται να καταρρίψει  αυτόν τον μύθο, όχι όμως και να σημάνει την υποχώρηση αυτής της πολιτικής: ο τεχνοκρατισμός θα προκριθεί ως το αντίδοτο στην ασθένεια που είναι ο ίδιος – ακόμα και οι αριστεροί υπουργοί θα υποκλιθούν στο τέλος στη δύναμή  του.

Κι όταν οι διαψεύσεις αποδειχτούν τόσο ισχυρές που δεν θα χωρούν επεξεργασία, οι αυτουργοί  τους θα επιστρέψουν εκεί από όπου προήλθαν: στον τραπεζικό χώρο ή στο πανεπιστήμιο. Το κύκλωμα της «περιστρεφόμενης πόρτας» θα ανακυκλώνει τα πρόσωπα σε μια αέναη ροή, που, αντί να απομειώνει, αυξάνει το συμβολικό τους κεφάλαιο και τους επιτρέπει να διαψεύδονται, αλλά εντέλει να διασώζονται.

Παράλληλα, οι όποιες φωνές ζητούν τη λογοδοσία για αυτές τις αποτυχίες θα διολισθήσουν σε μια εξίσου απολιτική  στιγμή: αναπληρώνοντας την πολιτική με μια απρόσωπη Δικαιοσύνη, που τάχα υπερίπταται των κοινωνικών σχέσεων, θα καταλήξουν σε κενές ηθικιστικές κραυγές, που τρέφουν  απλώς τους θορυβώδεις ψιθύρους της εφήμερης ειδησεογραφίας.