Τι απέγιναν οι «λοχαγοί» του Κώστα Σημίτη στη μετα-εκσυγχρονιστική εποχή;
Η πρόσφατη επανεμφάνιση στη δημοσιότητα του Κώστα Σημίτη, μέσα από την τηλεοπτική του συνέντευξη στον ΣΚΑΪ, δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός. Πέρα από τη συγκεκριμένη συγκυρία της Ειδικής Επιτροπής για τα εξοπλιστικά, όπου καταθέσεις θέλουν να εμπλέκονται πολλοί, η πολιτική σημασία της συνέντευξης συνδέεται με ένα συνεχές διαχρονικών παρεμβάσεων: ο πρώην πρωθυπουργός, από τη στιγμή της διαγραφής του από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος το 2008, μετά τη διαφωνία του με τον Γιώργο Παπανδρέου για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας, διεκδίκησε τον ρόλο ενός υπερκομματικού σημείου αναφοράς. Οι παρεμβάσεις του, εκπορευόμενες από ένα αρχιμήδειο σημείο όπου το μικροπολιτικό παιχνίδι υποτίθεται πως δεν χωρούσε, έγιναν τα ιδεολογικά «Ευαγγέλια» των θιασωτών του εκσυγχρονισμού. Φροντίζοντας να εκδώσει νωρίς τα απομνημονεύματά του από την περίοδο της διακυβέρνησής του, αλλά και τη συνολική αυτοβιογραφία του, διεκδίκησε εμφατικά την κυριότητα της αφήγησης της Ιστορίας. Ταυτόχρονα, γράφοντας για το παρόν, το συνδέει με αυτή την ιστορία ως μια κακή απόκλιση, ως έναν εκτροχιασμό από τον ορθό δρόμο της πολιτικής. Με αυτό τον τρόπο, ο Κώστας Σημίτης χτίζει ένα δίκτυο ιδεολογικής ηγεμονίας στον χώρο του Κέντρου, ως ο αδιαμφισβήτητος ιδεολογικός γκουρού του.
Αυτή η αξίωση υποστηρίζεται από τη διασπορά στον κομματικό χάρτη τόσο των πολιτικών όσο και των ιδεολογικών «ορφανών» του πρώην πρωθυπουργού: μια λεγεώνα συνεργατών που έχει καταλάβει θέσεις στη σύγχρονη πραγματικότητα, διακονώντας το εκσυγχρονιστικό αίτημα και φυλάσσοντάς το ως ριζοσπαστικό, με την έννοια της επιθυμίας ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρόσωπα διασπείρονται σε όλους τους κομματικούς χώρους, γεγονός που δείχνει και τις γενεαλογικές συγγένειες παρόμοιων εγχειρημάτων. Εξάλλου, ήδη από το 2000, ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, εκ των μειζόνων θεωρητικών του εκσυγχρονισμού, τοποθετούσε στο προοδευτικό στρατόπεδο τμήματα τόσο του ΚΚΕ εσωτερικού όσο και της φιλελεύθερης Νέας Δημοκρατίας. Διόλου τυχαίο, έτσι, που οργανικοί διανοούμενοι του σημιτισμού, όπως ο Αντώνης Λιάκος και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, κατέληξαν να διαδραματίζουν ρόλο στον ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που ο Ν. Διαμαντούρος κατέβαινε υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας με το Ποτάμι.
Στον πολιτικό χώρο, πρόσφατη είναι η συγκρότηση ενός κομματικού φορέα από την Άννα Διαμαντοπούλου, τον Γιώργο Φλωρίδη και τον Γιάννη Ραγκούση, ως προσπάθεια διάδοσης του εκσυγχρονιστικού προτάγματος. Διόλου τυχαία, η μια επικεφαλής ήταν αυτή που είχε πρωτοστατήσει στην προσπάθεια της εκπαιδευτικής «μεταρρύθμισης» – ένα ιδιαίτερα σκληρό και πάγιο εκσυγχρονιστικό αίτημα.
Δεν είναι, φυσικά, το μόνο μόρφωμα που έχει εμφανιστεί στον χώρο. Το πλέον αξιομνημόνευτο από αυτά, για ιδεολογικούς περισσότερο λόγους και όχι χάρη σε κάποια ιδιαίτερη μαζική απήχηση, υπήρξε η «Πρωτοβουλία των 58», στην ιδρυτική διακήρυξη της οποίας συμμετείχε και ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης. Διόλου τυχαία, εκ των άτυπων επικεφαλής της κίνησης υπήρξε ο Σταύρος Μπένος, υφυπουργός Εσωτερικών επί δεύτερης θητείας του Σημίτη, γνωστός για την ίδρυση των ΚΕΠ, ενώ δεν έλειψαν και πολλοί από τους διατελέσαντες υπουργούς του, όπως ο Χρήστος Πρωτόπαπας (που πέρασε και από διεθνείς θεσμούς) και ο Ανδρέας Λοβέρδος. Αξιοσημείωτη και η παρουσία του Νίκου Αλιβιζάτου, του καθηγητή της Νομικής που αναδείχθηκε σχεδόν σε τοτέμ των όποιων μεταρρυθμιστικών κινήσεων – προτάθηκε δε στις Προεδρικές εκλογές του 2015 για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας από το Ποτάμι και υποστηρίχθηκε από το ΠΑΣΟΚ.
Ταυτόχρονα, ενεργή είναι εσχάτως και η παρουσία των «λοχαγών» του Κώστα Σημίτη στις διεργασίες για την ανανέωση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης: «Την ενίσχυση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και την προσπάθειά της να οικοδομήσει μια νέα, μεγάλη και ισχυρή Κεντροαριστερά, ικανή να οδηγήσει… στην ανάκτηση της ηγεμονίας των πολιτικών ιδεών, στη συλλογική μας αυτογνωσία, αλλά και στην αποκατάσταση του δημόσιου ήθους και την ηθική της ατομικής και συλλογικής ευθύνης». Μη αναφέροντας καθόλου το ΠΑΣΟΚ, οι πρώην «λοχαγοί» τοποθετούνται υπέρ της δημιουργίας ενός χώρου «κοινής λογικής» -να ο εκσυγχρονιστικός «ορθολογισμός» που επιβιώνει!-, που θα αποτελέσει ανάχωμα στον «εθνικολαϊκιστικό» ΣΥΡΙΖΑ. Ως προς αυτό, δεν διαφέρουν από τους σημιτικούς εκείνους που «φλερτάρουν» με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, ακριβώς στη βάση της σύμπλευσης μιας «υγιούς» σοσιαλδημοκρατίας και ενός φιλελευθερισμού.
Ο κοινός αυτός χώρος υπάρχει διαπαραταξιακά και συγκροτεί αυτό που έχουμε ονομάσει «ακραίο Κέντρο», δηλαδή την αυτόνομη τεχνολογία της δημοσιότητας που εμφανίζεται κατά την κρίση, αποτελεί διάδοχη μορφή του εκσυγχρονισμού και των θεωριών του «μεσαίου χώρου» και επιχειρεί τον μετασχηματισμό της δημόσιας συζήτησης με στόχο τη συμμόρφωσή της στο πλαίσιο που απαιτεί η μεταδημοκρατία• συμμόρφωση που ανταποκρίνεται σε πολιτικές οι οποίες καταστρατηγούν θεμελιώδεις αξίες και κανόνες του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως είχε εμπεδωθεί στη Δύση της ευημερίας. Στη χοάνη αυτής της τεχνολογίας, τα «ορφανά» του Σημίτη, με τη βοήθεια των τακτικών παρεμβάσεων του «πατέρα» τους, αναζητούν τον νέο χώρο όπου ο εκσυγχρονισμός, ανηρημένος πια, ως στιγμή μιας ευρύτερης τεχνολογίας λόγου, θα συνεχίσει να δίνει την ιδεολογική του μάχη.