Οι πανελλήνιες εξετάσεις, που αρχίζουν σε λίγες ημέρες, αποτελούν ένα από τα πλέον συζητημένα ζητήματα στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Το γεγονός δεν εκπλήσσει.
Η διαχρονική σημασία της εκπαίδευσης στην κοινωνική αναπαραγωγή του ελληνικού σχηματισμού εντείνεται έτι περαιτέρω από το γεγονός ότι η εκπαίδευση αποτέλεσε στην Ελλάδα τον κύριο μοχλό για την επίτευξη μιας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Η φοίτηση σε μια καλή σχολή έγινε η δίοδος για τη βελτίωση της κοινωνικής θέσης πολλών απογόνων αγροτών, κυρίως, που έτσι μεταπήδησαν στη μεσαία τάξη.
Με δεδομένο αυτό, το κοινωνικό ενδιαφέρον για τον τρόπο που θα γίνει η μετάβαση από τη Δευτεροβάθμια στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αντικατοπτρίζει ανησυχίες τόσο στενά ταξικής όσο και ιδεολογικής υφής. Η ανίχνευση της «αριστείας», η δικαιοσύνη στην επιλογή, αλλά και η παραγωγή κατάλληλων προς φοίτηση υποκειμένων βαραίνουν τις εξετάσεις με μια πλειάδα λόγων περί της βελτιστοποίησης των αποτελεσμάτων τους.
Πίσω από αυτή την πλημμυρίδα λόγων βρίσκονται και τα υλικά στοιχεία μιας διαδικασίας που δεσμεύει ακόμη δυσανάλογα πολλούς πόρους. Το κόστος των Πανελληνίων, οικονομικό και ψυχολογικό, ταλανίζει τον προϋπολογισμό και τον σχεδιασμό του μέσου νοικοκυριού με παιδιά, που ουσιαστικά κινείται και σκέφτεται γύρω από το συμβάν των εξετάσεων.
Μια σύγκριση με το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες αναδεικνύει τις διαφορές στη συγκρότηση του κοινωνικού πεδίου και υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο την ανάγκη στοχασμού γύρω από τα συγκεκριμένα επίδικα μιας τεχνικής διαδικασίας επιλογής, που αναδεικνύεται σε μείζον εθνικό –εντέλει- ζήτημα.