«Ο Γιαννάκης μας ήξερε τι σημαίνει αρωγή και ευδοκίμηση. Θα το γιορτάσουμε με αρνιά στην πλατεία». Το λεκτικό από τη γελοιογραφία του Κώστα Μητρόπουλου που ακολούθησε τη δημόσια συζήτηση γύρω από το θέμα της Έκθεσης στις Πανελλαδικές Εξετάσεις του 1985 είναι ενδεικτικό της σημασίας που καταλάμβαναν στη δημοσιότητα τόσο το μάθημα της Έκθεσης όσο και η απόδοση των μαθητών σε αυτό. Βρισκόμαστε τότε στο νεοσύστατο σύστημα των δεσμών και η Έκθεση είναι το μόνο κοινό μάθημα όλων των δεσμών. Ο τρόπος δε που εξετάζεται είναι παραδειγματικός: Η εκφώνηση περιλαμβάνει μια σκέψη, ένα απόσπασμα δοκιμίου, κατιτί τέλος πάντων, που προσφέρεται ως το έναυσμα για να συντάξει ο μαθητής μια έκθεση ουσιαστικά δίχως συγκεκριμένο θέμα. Στην περίπτωση της «αρωγής και ευδοκίμησης» η αποτυχία πολλών μαθητών που πιθανώς μπέρδεψαν τη σημασία των λέξεων είχε γίνει το πρόσχημα για μια γυμνασιακού τύπου ηθικολογία: Η λεξιπενία των νέων, η ανικανότητα έκφρασης και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια. Υπενθυμίζουμε την ακριβή διατύπωση του θέματος:

«“Ο άνθρωπος, ο αποφασισμένος να μάθει πολλά γράμματα και να διαπρέψει σε μια επιστήμη ή σε μια τέχνη, δεν αποβλέπει πια, κατά την επικρατούσα άποψη, στην προσωπική του μόνο ευδοκίμηση. Προσφέρει και στους άλλους πολύτιμη αρωγή”. Κάθε άποψη η οποία θα είναι τεκμηριωμένη θεωρείται δεκτή». Στην εκφώνηση των θεμάτων και στην αντίδραση μετά τα αποτελέσματα αντιστοιχούν δύο ουσιώδεις όψεις της μεταπολιτευτικής αστικής δημοσιότητας της χώρας, της οποίας η περίπτωση του μαθήματος της Έκθεσης είναι ο καθρέφτης. Πρώτα και κύρια, ο αδιαφοροποίητος χαρακτήρας αυτής της δημοσιότητας. Με αυτό εννoούμε την αδυναμία διάκρισης επιπέδων έκφρασης δημόσιου λόγου βάσει ιδιότητας. Αυτή η αδυναμία, που οδηγεί στην άνθηση της επιφυλλίδας ως προνομιακού είδους άσκησης επιρροής στον δημόσιο λόγο, αντικατοπτρίζεται και στο αδιαβάθμητο της διατύπωσης των θεμάτων: Το να γράψει ο μαθητής στον καμβά μιας εντύπωσης, σχεδόν εξπρεσιονιστικά και με μόνη έγνοια να αποδώσει σαν σε ελαιογραφία τους γραφικούς κοινούς τόπους των τυποποιημένων δοκιμίων που διδάσκεται στο φροντιστήριο.

Δεύτερον, η δημόσια γραφή ως ηθική πειθάρχηση. Η Έκθεση δεν κρίνει επιχειρήματα, αλλά συμμορφώνει ένα υποκείμενο σε μια μορφή έκφρασης, που, ακριβώς επειδή είναι τυποποιημένη, μεταφέρεται ως πειθάρχηση στο περιεχόμενο. Όσο πιο αμβλυμμένο σε σχέση με τις ανάγκες του παρόντος είναι το θέμα, όσο πιο κλισέ οι προσδοκώμενες αναπτύξεις, τόσο ο περιβόητος κριτικός λόγος, η απουσία του οποίου με οιμωγές θρηνολογείται, καθίσταται το πρόσχημα για την παγίωση της απουσίας του, αναβαπτισμένης ωστόσο στα νάματα ενός πλούσιου λεξιλογίου.

Προς τούτο, δεν είναι τυχαίο που η αναβάθμιση του μαθήματος ως Έκφραση-Έκθεση, που περιλαμβάνει πλέον και γλωσσικές ασκήσεις, όπως και ασκήσεις σύνταξης, περίληψης κ.λπ., συντελείται στην περίοδο όπου ο εκσυγχρονισμός επιβάλλεται ιδεολογικά στη χώρα. Η διαφοροποίηση με ηγεμόνευση της τεχνικής καθρεφτίζεται στον τρόπο της εξέτασης, όπου πια το κομμάτι της ανάπτυξης ακολουθεί απαιτήσεις λιγότερο ευρείας γραφής. Η επιφυλλίδα γίνεται τρόπον τινά άρθρο, αποκτά μια περαιτέρω γείωση, αλλά χωρίς να μεταβάλλεται ουσιαστικά η απαίτηση. Διόλου τυχαία, εξάλλου, η επιλογή των αποσπασμάτων παραμένει σε μια λογική ήπιων τόνων σε σχέση με ζητήματα επικαιρικά. Ο καταναλωτισμός, η διαφήμιση και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι θέματα που διδάσκονται και εξετάζονται πάνω σε κείμενα της δεκαετίας του ’60 και του ’70, ώστε να εξασφαλιστεί πως η πραγμάτευση θα παραμείνει «μουσειακή». Η συνεχής επιστροφή του Παπανούτσου έχει εδώ το ενδιαφέρον της, δείχνοντας πώς ένας προοδευτικός δοκιμιογράφος της εποχής του καθίσταται μέσω της επανάληψης  ad nauseam το άλλοθι για την αναπαραγωγή των πλέον συντηρητικών εκφραστικά στερεοτύπων.

Στο δίπολο, λοιπόν, της συμμόρφωσης και της ηθικής πειθάρχησης, η συμβολή του μαθήματος της Έκθεσης δεν εξαντλείται στο κομμάτι της κοινωνικής αναπαραγωγής, ως μέρος ενός μηχανισμού κατανομής μαθητών σε σχολές, αλλά διατηρεί προνομιακή σχέση και στην αρένα της μάχης για την ηγεμονία.