Σύσσωμο το μέσο νοικοκυριό οργανώνεται επί σειράν ετών προσβλέποντας στην εξέλιξη μερικών εβδομάδων – όσο διαρκεί δηλαδή η εξεταστική διαδικασία. Από τους γονείς, που καλούνται να στερηθούν πόρους για να ενισχύσουν τα παιδιά, έως αυτά τα ίδια τα παιδιά, που μεγαλώνουν με τη συνεχή πίεση της «αριστείας» και της υπεραπόδοσης, και το συνολικό οικογενειακό περιβάλλον, που πιέζει και πιέζεται κι αυτό με τη σειρά του
Κάθε χρονιά προς τα τέλη Μαΐου ο ελληνικός δημόσιος διάλογος δονείται στους ρυθμούς των Πανελλήνιων Εξετάσεων. Για τους ειδικούς λόγους της εξέλιξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, η πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι καίριας σημασίας για την κοινωνική αναπαραγωγή και τις ευκαιρίες μιας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Αυτό που είναι δεδομένο είναι ότι τον 20ό αιώνα στη χώρα η ανοδική κοινωνική κινητικότητα είχε ως βασικό μοχλό της την εκπαίδευση.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πίσω από αυτή τη διαδικασία δεν επιβιώνει, ειδικά μετά το ’80, μια έντονη ταξικότητα, της οποίας μια μορφή είναι το δυσβάσταχτο οικονομικό, πρώτιστα, και ψυχολογικό, δευτερευόντως, κόστος της όλης διαδικασίας.
Το γεγονός ότι σύσσωμο το μέσο νοικοκυριό οργανώνεται επί σειράν ετών, προσβλέποντας στην εξέλιξη μερικών εβδομάδων —όσο διαρκεί δηλαδή η εξεταστική διαδικασία— είναι από μόνο του αρκετό για να καταδείξει το συνολικό άγχος που διαπνέει όλους τους συμμετέχοντες σε αυτή. Από τους γονείς, που καλούνται να στερηθούν πόρους για να ενισχύσουν τα παιδιά, έως αυτά τα ίδια τα παιδιά, που μεγαλώνουν με τη συνεχή πίεση της «αριστείας» και της υπεραπόδοσης, και το συνολικό οικογενειακό περιβάλλον, που πιέζει και πιέζεται κι αυτό με τη σειρά του.
Το φροντιστήριο
Καθοριστικός τόπος όπου συμπυκνώνεται το οικονομικό βάρος του νοικοκυριού είναι ο θεσμός του φροντιστηρίου. Ο θεσμός των φροντιστηρίων νομοθετήθηκε το 1940 (Νόμος 2525/1940) και έκτοτε καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο στην προετοιμασία των μαθητών για την εισαγωγή τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Τα φροντιστήρια είναι προϊόν των ανταγωνιστικών εξετάσεων και, ως εκ τούτου, υπάρχουν σε όλες τις χώρες όπου ισχύουν εξετάσεις, ώστε να εισαχθούν οι μαθητές με την καλύτερη επίδοση συγκριτικά με τους συνυποψηφίους τους.
Το ελληνικό παράδοξο είναι ότι το κράτος, από τη μία, ενίσχυε τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των εξετάσεων και, από την άλλη, «ονειρευόταν» την κατάργηση των φροντιστηρίων. Ειδικά δε μετά το σύστημα των δεσμών το φροντιστήριο καθιερώθηκε ως τόπος εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχία. Ακόμα και η μεταρρύθμιση Αρσένη, που μέσα από την εξέταση του συνόλου των σχολικών μαθημάτων φιλοδοξούσε να αποδυναμώσει τα φροντιστήρια, αποδείχθηκε φρούδα: το αποτέλεσμα ήταν να διδάσκονται πλέον φροντιστηριακά όλα τα μαθήματα.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ, το 2013 οι Έλληνες γονείς δαπάνησαν συνολικά περίπου 1,05 δισ. ευρώ για την προετοιμασία των παιδιών στα μαθήματα του Γυμνασίου και του Λυκείου σε οργανωμένα φροντιστήρια ή ιδιαίτερα μαθήματα. Μάλιστα, η έρευνα έδειξε ότι, παρά την οξύτατη οικονομική κρίση, οι δαπάνες για την εκπαίδευση των παιδιών έχουν μειωθεί μόλις κατά 5,4% σε σχέση με το 2010, δηλαδή με τα προ κρίσης επίπεδα.
Άρα, οι Έλληνες γονείς συνέχιζαν να δαπανούν τεράστια ποσά για την εκπαίδευση των παιδιών τους, ακόμη και με μεγάλες θυσίες. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην έρευνα του Κέντρου: «Το 2014 οι πραγματοποιηθείσες συνολικές ιδιωτικές δαπάνες για “σκιώδη εκπαίδευση” στο σύνολο των βαθμίδων της εκπαίδευσης, ανήλθαν στο ποσό των 1.400,1 εκατ. €, που αντιστοιχεί στο 34,7% των συνολικών δημόσιων δαπανών για εκπαίδευση και στο 40,1% των συνολικών ιδιωτικών δαπανών για εκπαίδευση την ίδια χρονιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι καθ’ όλη την περίοδο αναφοράς (2005-2014) οι ιδιωτικές δαπάνες για εκπαίδευση υπολείπονται των αντίστοιχων δημόσιων δαπανών και συνακόλουθα η ετήσια τιμή του ποσοστού των δαπανών για “σκιώδη εκπαίδευση” ως προς τις συνολικές ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση υπερέχει του αντίστοιχου ποσοστού ως προς τις συνολικές δημόσιες δαπάνες για εκπαίδευση σε όλη την περίοδο αναφοράς, με τη μέση τιμή του ποσοστού των δαπανών για ”σκιώδη εκπαίδευση” ως προς τις συνολικές ιδιωτικές δαπάνες για εκπαίδευση κατά την περίοδο αναφοράς να είναι 38,9%, έναντι ποσοστού 32,5% ως προς τις συνολικές δημόσιες δαπάνες για εκπαίδευση αντίστοιχα».
Φοιτητική μετανάστευση
Μια άλλη μεγάλη πηγή οικονομικού κόστους είναι αυτή της φοιτητικής μετανάστευσης. Ως τέτοια θα πρέπει να νοηθεί η μετανάστευση τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική της μορφή. Τόσο δηλαδή η κίνηση από μια πόλη σε άλλη όσο και η μετακίνηση στο εξωτερικό. Για έναν φοιτητή σε πόλη άλλη της γενέτειράς του υπολογιζόταν το 2015 ότι το κόστος ζωής ανερχόταν γύρω στα 800 € τον μήνα, νούμερο που μας φέρνει κοντά στις 50.000 € στη διάρκεια των σπουδών. Το γεγονός ότι η κρατική πρόνοια, υπό μορφή π.χ. εστιών διαμονής, είναι ελλιπής οδηγεί σε ακόμη μεγάλη πίεση τα νοικοκυριά. Παράλληλα, αυξημένη διαχρονικά είναι και η εξωτερική μετανάστευση, που πολλές φορές κοστίζει ακόμα περισσότερο. Το γεγονός της πληθώρας πλέον πανεπιστημιακών τμημάτων σε όλη την ελληνική επικράτεια δεν αλλάζει το γεγονός πως πάλι λίγα από αυτά είναι επιθυμητά, λόγω της επαγγελματικής διάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας, που ευνοεί ακόμη τη σταδιοδρομία σε περιορισμένες επαγγελματικές ομάδες. Η επιλογή έτσι της εξωτερικής μετανάστευσης αποτελεί για πολλούς μονόδρομο, που, αν και δαπανηρός, εξασφαλίζει ωστόσο μια υποσχόμενη εκπαίδευση.
Ψυχολογικό κόστος
Το οικονομικό βάρος μεταφράζεται και σε ψυχολογική πίεση. Για μια τετραμελή οικογένεια και δη σε καιρό κρίσης το οικονομικό βάρος της προετοιμασίας για τις Πανελλήνιες γεμίζει με άγχος όλα τα μέλη. Το φάντασμα της αποτυχίας αποτελεί έναν εφιάλτη σπατάλης πόρων, που δημιουργεί εξαιρετικά «πυρετογόνα», επηρεάζοντας την ομαλή κοινωνική ζωή της οικογένειας, προκαλώντας συχνά ακόμα και προστριβές.
Το ίδιο ψυχολογικά απεχθές είναι και το βάρος από τη φοιτητική μετανάστευση. Το γεγονός της βίαιης σχεδόν αποστέρησης του μαθητή από την οικογενειακή εστία, συχνά δε και από την ίδια τη χώρα, τον φορτώνει, πέρα από την ίδια την πίεση για την επιτυχία, και από ένα άγχος νόστου. Η χάραξη μιας πορείας ζωής μέσα σε επισφαλείς κοινωνικές συνθήκες και με ελάχιστη υποστήριξη από το κράτος πρόνοιας οδηγεί στην ανάπτυξη μιας ευάλωτης προσωπικότητας, που αναζητεί τρόπους εκφόρτωσης της πίεσης.
Πολύ κακό για το τίποτα; Η συσσώρευση απαιτήσεων και προσδοκιών πάνω σε κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί ένα τεχνικό ζήτημα, αυτό της κατανομής των σπουδαστών στα πανεπιστήμια, γεμίζει τον κοινωνικό ιστό με ένα οικονομικό και ψυχολογικό απόστημα, το σπάσιμο του οποίου δύναται να αποσταθεροποιήσει κι άλλο μια εύθραυστη ισορροπία σε χαλεπούς καιρούς.