Το χρέος δεν είναι απλώς μια οικονομική συνθήκη. Είναι στην πραγματικότητα μια υπαρξιακή κατάσταση, η διαμόρφωση μιας ορισμένης υποκειμενικότητας, ένας τρόπος να ορίζεται και να νοηματοδοτείται η κοινωνική ζωή.
Το χρέος εδώ και αρκετό καιρό έχει εισβάλει στην ίδια την καθημερινότητα των πολιτών των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Η εικόνα που είχαμε ότι κάποιος εργάζεται, είτε ως μισθωτός είτε ως αυτοαπασχολούμενος, για να εισπράττει έτσι μισθό και εισόδημα με το οποίο θα καλύπτει τις ανάγκες του και θα αποταμιεύει για μια δύσκολη στιγμή ή για κάποια μεγάλη αγορά (π.χ. μια κατοικία ή ένα αυτοκίνητο) σε μεγάλο βαθμό δεν ισχύει. Στην πραγματικότητα, εργαζόμαστε για να αποπληρώσουμε το χρέος που έχουμε σωρεύσει: το στεγαστικό δάνειο για την κατοικία μας, τις δόσεις για το αυτοκίνητο (το «χρηματοδοτικό πρόγραμμα» της αντιπροσωπίας στην πραγματικότητα είναι ένα δάνειο με μια τράπεζα που εμείς αποπληρώνουμε), τις δόσεις για την πιστωτική κάρτα στην οποία έχουμε βάλει τις ηλεκτρικές συσκευές. Η κλίμακα του δανεισμού των νοικοκυριών σε χώρες όπως οι ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να σημαίνει ότι το χρέος των νοικοκυριών φτάνει το 120% ή το 140% του διαθέσιμου εισοδήματος.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι νέοι εργαζόμενοι εισέρχονται στην αγορά εργασίας όχι για να αποκτήσουν τα πρώτα δικά τους εισοδήματα, αλλά για να αποπληρώσουν το χρέος που έχουν ήδη σωρεύσει πριν καλά-καλά πιάσουν δουλειά. Ειδικά στις ΗΠΑ είχαμε τα προηγούμενα χρόνια μια πραγματική έκρηξη από σπουδαστικά χρέη. Τα δίδακτρα αυξήθηκαν σημαντικά, ειδικά σε καλά πανεπιστήμια και αντικείμενα με υψηλή απορρόφηση, αύξηση που καλύφθηκε μέσα από την άφθονη παροχή δανεισμού. Πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος ξεκινάει την καριέρα του με ένα χρέος πολλών δεκάδων ή ακόμη και εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων και δουλεύει για να ξεπληρώσει όσα έδωσε για να μπορέσει να δουλέψει.
Αυτό σημαίνει ότι πλέον οι επιπτώσεις για όποιον εργαζόμενο χάσει τη θέση εργασίας του δεν περιορίζονται απλώς στο ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες μέχρις ότου μπορέσει να βρει μια νέα δουλειά. Απώλεια θέσης εργασίας σημαίνει αδυναμία αποπληρωμής του ατομικού χρέους, που μπορεί να έχει καταστροφικές επιπτώσεις. Αυτό εξηγεί και την αυξημένη ανασφάλεια, αλλά και την προσπάθεια κανείς να αποφεύγει κινδύνους. Πόσο εύκολο, για παράδειγμα, είναι να απεργήσει κάποιος, εάν ξέρει ότι μια απόλυση θα σημαίνει κυριολεκτικά χρεοκοπία;
Στη χώρα μας μπορεί να μην έχουμε φτάσει ακόμη σε τέτοιο βαθμό ατομικής υπερχρέωσης, αν και, όπως φάνηκε την περίοδο της κρίσης και με την εκτίναξη των «κόκκινων» δανείων, πολλοί ήταν οι συμπολίτες μας που βρέθηκαν σε αδυναμία αποπληρωμής των οικονομικών υποχρεώσεών τους. Όμως, ήδη έχει φανεί μια πραγματική τεκτονική αλλαγή. Από μια χώρα παραδοσιακά συνδεδεμένη με τη μεγάλη αποταμίευση, κάτι άλλωστε που εξηγεί γιατί, παρά την ακραία καταβαράθρωση των οικονομικών δεικτών, αποφύγαμε τις πολύ ακραίες μορφές φτώχειας και εξαθλίωσης, πλέον ολοένα και περισσότερο γινόμαστε μια χώρα ατομικής υπερχρέωσης. Μπορεί η κρίση να περιόρισε τα καταναλωτικά δάνεια, αλλά είναι σαφές ότι πια πολύ δύσκολα θα ξαναγυρίσουμε στα επίπεδα αποταμίευσης άλλων εποχών, με όλη την ανασφάλεια που αυτό συνεπάγεται. Ούτε το πιθανό είναι οι σημερινοί γονείς ανήλικων παιδιών να μπορούν να τα βοηθήσουν στην ενήλικη ζωή τους με τον τρόπο που οι ίδιοι βοηθήθηκαν και βοηθιούνται ακόμη από τους δικούς τους γονείς. Πιο πιθανό είναι να τους κληροδοτήσουν και χρέος, έστω και σε «ρύθμιση». Πράγμα που σημαίνει ότι η απόσταση ανάμεσα στην απλή αναποδιά και την οικονομική καταστροφή σε ατομικό επίπεδο ολοένα και περιορίζεται.
Ωστόσο, η υπαρξιακή διάσταση του χρέους δεν περιορίζεται στο ατομικό χρέος. Ολοένα και περισσότερο το δημόσιο χρέος μεταφράζεται και σε μια ιδιότυπη ατομική ενοχή και ευθύνη συνάμα των ίδιων των πολιτών. Εσύ δεν θέλησες να πάρεις μια παραπάνω αύξηση; Εσύ δεν ήθελες συντάξεις με υψηλή αναπλήρωση και σχετικά νωρίς; Εσύ δεν απαίτησες δωρεάν Παιδεία και πρόσβαση σε ένα δημόσιο σύστημα υγείας; Εσύ δεν ζήτησες μεγάλα έργα και αυτοκινητοδρόμους; Όλα αυτά σήμαιναν παραπάνω δημόσιο χρέος και τώρα καλείσαι να μοιραστείς την ευθύνη.
Μικρή σημασία έχει εάν στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν ήταν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και οι συντάξεις ή οι δαπάνες για την Παιδεία, αλλά οι συστηματικές υπερκοστολογήσεις των μεγάλων έργων, η υπερδιόγκωση των δαπανών Υγείας προς όφελος των φαρμακευτικών εταιρειών, που, όπως αποκαλύφθηκε, φρόντιζαν ακόμη και να δωροδοκούν σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά και η ανοχή στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, που περιόριζε τα δημόσια έσοδα. Για τον κυρίαρχο λόγο όντως η συνθήκη ήταν ένα «Μαζί τα φάγαμε», άρα «Μαζί θα τα πληρώσουμε». Σε αυτή την ιδιότυπη ιδεολογική αντιστροφή, τα μέτρα λιτότητας, όσο επώδυνα και εάν είναι, στην πραγματικότητα αποτελούν την ατομική εξιλέωση των ίδιων των πολιτών για το πώς συνέβαλαν στο χρέος και η συλλογική ενοχή το μόνο συνεκτικό πεδίο όλης της κοινωνίας.
Η υπερχρέωση, τόσο ατομική όσο και συλλογική, γίνεται έτσι το πεδίο μιας συνθήκης δομικής κατάλυσης κάθε έννοιας αυτονομίας και αυτεξούσιου. Το υπερχρεωμένο υποκείμενο εξαρχής δεν είναι τόσο αυτοκυρίαρχο όσο θα ήθελε ή όσο πίστευε. Σε ατομικό επίπεδο, γιατί όντως ξεκινά με μια συνθήκη υποχρέωσης να αποπληρώσει, που περιορίζει τις ατομικές του επιλογές και σε συλλογικό επίπεδο, γιατί βλέπει το δημόσιο χρέος να μετατρέπεται σε μοχλό και μηχανισμό κατάλυσης ακόμη και τυπικών μορφών κυριαρχίας, όταν οι δανειστές κυριολεκτικά υπαγορεύουν πολιτικές και ορίζουν την προοπτική της χώρας.
Το εάν αυτή η συνθήκη, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, θα αποτελέσει τον καταλύτη για την εμπέδωση μιας ακόμη πιο επιθετικής μεταδημοκρατικής συνθήκης ή θα οδηγήσει σε έναν κύκλο κοινωνικών εκρήξεων που θα δώσουν επικαιρότητα ξανά σε ένα αίτημα σεισάχθειας ως αναγκαίας ανάκτησης και της ιδιότητας του πολίτη και της Δημοκρατίας μένει να το δούμε.